Η τσιμπουκλού, η πιπού, η ψωλογλειφίδα.

Σλανγιωτατική αργκό του Ανδρέα Εμπειρίκου. Εκ του λατινικού fellare (πιπιλάω).

1.
Η μεσήλικη φελλάτρια μπαίνοντας με βρήκε όρθιο και ολόγυμνο να παρατηρώ τον χώρο. – Γεια σου γλυκούλη μου, γεια σου κούκλε μου! είπε και με αγκάλιασε ...

2.
Ο Μπερτιέ, πανευτυχής, τήν ηυχαρίστησε θερμώς, και πνευστιών ακóμη απó τóν μέγαν γλυκασμóν που είχε δοκιμάσει, έκυψε και τήν εφίλησε εις τά κάθυγρα απó τó σπέρμα του χείλη της, εκφράζων και τóν θαυμασμóν του δια τήν τέχνην και τάς ερωτικάς ικανóτητας τής νεαράς φελλατρίας. « Είσαι μια υπέροχη μικρή ψωλογλειφίτσα! » είπε και τήν ησπάσθη άλλην μίαν φοράν εις τó στóμα.

3.
« Βύζαξε!... Βύζαξε!... » ήκουσε η Υβόννη τόν ναύτην να προστάζη, εν µέσω τών βόγγων και τών αναφωνήσεων τής βαθύτατης ηδονής, εις τήν εξωτικήν φελλάτριάν του. Και χωρίς τήν προσταγήν ταύτην, η ευειδής θεραπαινίς θα είχε κάµει αυτό που τής εζήτει ο θαυµαστής της. Σφίγγουσα τό στόµα της γύρω από τόν σφύζοντα καυλόν τού ναύτου, εξηκολούθησε σθεναρώς τήν άντλησιν, µε ισχυράς εκµυζήσεις και ηχηρά πλαταγίσµατα τών χειλέων της, καταπίνουσα µε λαιµαργίαν τό σπέρµα που ανέβλυζε τώρα εντός τού στόµατός της, ενώ, δια τής αριστεράς χειρός, επίεζε τούς ογκώδεις όρχεις που εταλαντεύοντο κάτω από τόν εµέσσοντα ερωτικόν σωλήνα.

(από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τέως νυμφίδιο που διατηρεί την πιτσιλογένεια του 20+ χρόνια μετά. Εναλλακτικά, πολύ νεαρά μιλφ (κάτω των 25 ετών).

Άλλη μια ευφάνταστη ελληνική απόδοση του αγγλικάνικου MILF(mother I'd like to fuck). Βλ. επίσης: μιλφ, μιλφ σέηκ, μιλφάρα, μιλφέιγ, μιλφομάνα, μιλφού κ.ά.

Αγγλογαλλιστί: milfette.

1.
- η Χριστίνα Αλεξανιάν έχει εξελιχτεί σε απείρου κάλλους μιλφίδιο.

2.
- παντως στο στομα της τα χα δωσει καποτε....τα πηρε γελωντας κιολας....βασικα το μιλφιδιο ειναι για πολυ αγριο σεξ και ξυλο...... :2funny: :2funny:

3.
- Και εγώ θα ήθελα χωρίς ενδοιασμούς να κάνω τις βλακείες του.Να βγάζω γκόμενα μιλφίδιο και να βαράω τατού με το όνομά της.Μετά απο 1-2 μήνες που θα έβρισκα άλλη,ξανά τατου και πάει λέγοντας.Να εφτανα στα 50,γεμάτος τατού απο ονόματα γυναικών(ε) και να τα έπινα στο καφενείο διηγώντας ιστορίες μέχρι να πεθάνω απο αλκοολισμό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανιστής, ο μαλάκας, ο πουλοπαίκτης, ο παίκτωρ πουλακίου, εκ του πούλος και του πλέιερ (<player= παίκτης στα αγγλικά), που φαίνεται ότι φού και φού χρησιμοποιείται ως ξενικό β΄ συστατικό στα μαγκίτικα ή στα κουλέζικα, βλ. και καραγκιοζοπλέιερ.

Πάσα: Χαλικούτης.

  1. Καλά αν περιμένεις να ρίξετε γκομενάκια με αυτόν τον πουλοπλέιερ που βγαίνεις, δεν στα έχουνε πει καλά...

2. Που ειναι τα εμότικονς να βάλω τον πουλοπλέιερ;

Got a better definition? Add it!

Published

Γαμιόλα ή κοινώς καριόλα.

Έχει διαφορά με την πουτάνα γιατί αυτή πηγαίνει με όλους ενώ η φακιόλα πηγαίνει με όλους εκτός από σένα. Επίσης χρησιμοποιείται και σε καθημερινές εκφράσεις για να δώσει περισσότερη έμφαση.

Εκ του fuck-ιόλα.

- Τελικά τι έγινε με το Μαράκι; Την πήδηξες;
- Όχι...η φακιόλα δεν μου έκατσε.

- Τι έμαθα Κωστάκη; Σε γουστάρει η χωριάτισσα; Θα κάνεις τίποτα μαζί της;
- Για κανένα φακιόλη λόγο! Ούτε να μου τον ακουμπήσει δεν θέλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε γκόμενα η οποία προσποιείται ότι σε γουστάρει, αλλά κατά βάθος αρκείται στο να σε ανάψει και να μην προχωρήσει καθόλου σεξουαλικά.

Προκύπτει από τον συνδυασμό των αγγλικών λέξεων cock (πέος) και tease (πείραγμα). Βλ. (εδώ).

- Βρε μαλάκα, η Εύα σε γουστάρει; Άκουγα πριν στην καφετέρια που σου μίλαγε πρόστυχα.
- Όχι ρε παπάρα, cock tease είναι.
- Δηλαδή;
- Ε τις ίδιες παπαριές μου λέει επί ένα μήνα. Ότι θέλει να την βάλω κάτω, να την γλείψω και κάτι άλλες αρκούδες. Η γκόμενα πολύ απλά παίζει. Όποτε την παίρνω τηλέφωνο ή στέλνω SMS ποτέ δεν απαντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το αγγλικό top το οποίο και σημαίνει κορυφή, κορυφαίος γενικότερα, και το συνθετικό μουν- από την λέξη μουνάρα. Αυτονοήτως αντιλαμβάνεσθε ότι πρόκειται για την κορυφαία μουνάρα γκόμενα στην κυριολεξία.

Σπανιότερα χρησιμοποιείται και για αντικείμενα που τυγχάνουν σεβασμού για την σχεδιασή τους, όπως αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες κ.ά.

- Και νόμιζα την Τασία για μουνάρα, μέχρι που είδα την Ασπασία!!! Τι τοπ-μουν είναι αυτό!!!!!!!

Δες και τοπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίτλος μεταπτυχιακών σπουδών ο οποίος αυτομάτως προσδίδει κύρος στον κάτοχό του. Παρερμηνεύοντας τα αρχικά, το λήμμα Ph.D μεταφράζεται σε Pretty Huge Dick, ή, ελληνιστί, αυτός ο οποίος διαθέτει αρκετά μεγάλο μόριο.

Κοινώς κρεατόμπαρα, μαλαπέρδα, ανακόντα κ.τ.λ,. το οποίο επίσης προσδίδει μεγάλο κύρος στον κάτοχό του!!!

- Μωρή Τασία, κοίτα πώς φουσκώνει το μαγιό του τύπου!!!!
- Ναι, ναι!! Θα έχει Ph.D...

Βλ. και P.h.D.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελληνική μετάφραση / παράκουση του mother fucker.

- I'm the best morofokas in the whole world!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλα μέσα. Έκφραση χρησιμοποιούμενη για γυναίκα ανοιχτή, ή άνδρα ομοίως όπενχολ, έως χωνί, από κατόψεως διαμέτρου εμπροσθίου και οπισθίας οπής.

Υπονοεί την ευρύχωρη γυναίκα, ή άνδρα δυνάμενη-ο να ικανοποιήσει-φιλοξενήσει άνω του ενός μουσαφιραίων, μετά των αβγουλακίων τους, ήτοι ορχεόσακκων, μετά της φυσικής μάλλινης επενδύσεώς των.

- Ιωσήφ, κρύο κάνει, πάμε να κάνουμε μια ερωτική συνεύρεση με τον Φίφη, που είναι σε οίστρο;
- Άσε μωρή, μη σπάσουμε κανά γεννητικό μόριο… Πάμε στον Τασούλη που είναι all-in και θα βάλουμε και τα μπαλάκια μέσα να ζεσταθούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αλανιάρα γκόμενα που υπηρετεί τα τσιμπούκια και δεν ικανοποιείται η όρεξη της για πεοθηλασμό...

Βλέπε: τσογλάνι

Ποια; Η Μαρία;... Μεγάλο τσιμπούκογλαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified