Ψευτόμπατσος, το αποπαίδι της μπλε φυλής.

Κατά τον νόμο δεν συγκαταλέγεται στα όργανα της τάξεως, αλλά στο προσωπικό ασφαλείας, μαζί με τους ρεσεψιονίστ και τις καθαρίστριες, εξ ου και χλευάζεται περισσότερο από τα μέλη της φυλής του παρά από τους απέξω. Κακώς βέβαια γιατί η εκπαίδευσή του είναι ιδιαιτέρως σκληρή. Ενίοτε αποκαλούμε έτσι τους μπάτσους για να τους μειώσουμε.

Σλανγκικώς, χρησιμοποιείται αντικαθιστώντας το μπάτσος και τα παράγωγά του, όταν θέλουμε να δώσουμε μία ανάλαφρη νότα, μια χαριτωμενιά ή την αίσθηση απαξίωσης:
«Σεκιουριτάς στ’ αρχίδια μας», «καθίστε καλά δεν θα σας κάνω εγώ τον σεκιουριτά», «- θα φωνάξω την αστυνομία - σιγά μην φωνάξεις και τα σεκιούριτι» κλπ. Σπανιότερα δε, αντικαθιστά τον ρουφιάνο, με την έννοια ότι κάθεται στην γωνία και κόβει κίνηση, κάνει δηλαδή την δουλειά μίας κάμερας ασφαλείας.

Το ΠροΠο, οι καραφλοί, τα ΜΜΕ και οι εταιρίες που τους εκμεταλλεύονται, προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν είμαστε ασφαλείς και μας πουλάν την ψευδαίσθηση ότι βάζοντας έναν μπάστακα και μία κάμερα σε κάθε γωνία θα μπορούμε να κυκλοφορούμε ακόμα και το βράδυ χωρίς να φοβόμαστε, γιατί τώρα φοβόμαστε…

Οι μόνοι που δέχονται την αναγκαιότητα και την χρησιμότητα των σεκιουριτάδων είναι οι ίδιοι που δέχονται και την χρησιμότητα των μπάτσων, των δημομπάτσων, των τροχόμπατσων, των λιμενόμπατσων και, τέλος πάντων, όλων των σωμάτων ασφαλείας, δηλ οι μπατσόκαρδοι, οι στρατόκαυλοικαι οι φιλήσυχοι πολίτες.

Διακρίνονται δύο υποομάδες, πολλές φορές αναγνωρίσιμες και με γυμνό μάτι, όχι μόνον λόγω σωματικής διάπλασης (που δεν είναι ασφαλές κριτήριο, άλλωστε και τα φαινόμενα απατούν και δεν πρέπει να κρίνουμε από το πακέτο), αλλά κυρίως από το βλέμμα τους:

*[i]Υποομάδα 1: οι συμπαθείς*[/i]

«τι να κάνω ρε παιδιά, ένα μεροκάματο πάω να βγάλω μέχρι να βρω μία δουλειά της προκοπής. Ο φίλος σου που δουλεύει στην πιτσαρία δεν μπορεί να με συστήσει για ντελιβερά; Να του δώσω ένα βιογραφικό;»

Αποφεύγουν να κοιτάξουν τον πολίτη στα μάτια παρά μόνον εάν δουν ότι ζητά πληροφορίες. Δεν είναι από φόβο, είναι από ντροπή μήπως συναντήσουν κάποιον γνωστό τους.

Είναι αυτοί που όταν δουν να μπαίνει στον χώρο δικαιοδοσίας τους «ύποπτο άτομο»(*) θα γυρίσουν την πλάτη με την πρόφαση ότι θέλουν να βοηθήσουν την γιαγιά που ψάχνει να βρει το ασανσέρ, να χαϊδέψουν το παιδάκι που περνάει δίπλα τους κλπ. Δεν αντέχουν πολύ, αφού ούτε οι ίδιοι δεν πιστεύουν στην αναγκαιότητα της ύπαρξής τους, και μετά από μερικούς μήνες παραιτούνται (υπάρχουν και τέτοιοι μπάτσοι, αλλά αυτοί δεν έχουν τρόπο διαφυγής, μετά από χρόνια στα θρανία και όνειρα για μονιμότητα το μόνο που τους απομένει είναι είτε να αλλάξουν και να γίνουν ίδιοι με τα σκατά είτε να έχουν την κατάληξη του Σέρπικο).

Είναι οι μόνοι απ΄ όλα τα σώματα ασφαλείας που δεν ρίχνουν ξύλο αλλά σερβίρουν και προστατεύουν.

(*) Ως «ύποπτα» θεωρούνται τα άτομα που είναι πιθανό να χρησιμοποιήσουν το μετρό χωρίς να χτυπήσουν εισιτήριο, να μπουν σε δημόσια υπηρεσία και να απαιτήσουν να εξυπηρετηθούν, ή που κρίνεται ότι δεν θα ξοδέψουν αρκετά ώστε να θεωρηθούν καλοί πελάτες.

*[i]Υποομάδα 2α: οι θέλω-να-γίνω-μπάτσος-στην-θέση-του-μπάτσου*[/i]

«...να με έβλεπες εμένα στα ΟΥΚ… αλλά δεν είχα μυαλό να παραμείνω, μπορεί τώρα να ήμουνα δεκανέας… είναι και που δεν έβγαλα και το γυμνάσιο…»

Ανθρωπότυπος Κ.Δ.Ο.Α., έχουν υπηρετήσει στα κομάντα και ήταν η ωραιότερη περίοδος της ζωή τους.

Οποιοσδήποτε βρεθεί στον χώρο που φυλάσσουν θα σκαναριστεί από το έμπειρο βλέμμα τους εξονυχιστικά, μέχρι να φύγει απ’ το οπτικό τους πεδίο, εκτός κι αν κριθεί «ύποπτος», οπότε και θα τον ακολουθήσουν κάνοντας αισθητή την παρουσία τους. Είναι οι πιο επικίνδυνοι διότι όνειρό τους είναι να γίνουν ρόμποκοπ και για να το πετύχουν είναι ικανοί να κάνουν οποιαδήποτε ταρζανιά, αδιαφορώντας για το αν θα βάλουν τον κόσμο σε κίνδυνο, με απώτερο σκοπό να τους σφίξει το χέρι ο διοικητής του τοπικού τμήματος, και έτσι να τον παρακαλέσουν να πει έναν καλό λόγο στους ανωτέρους του για να μπουν απ’ το παράθυρο στο μπατσοχώρι.

Η ομοιότητα με τους μπάτσους δεν εξαντλείται στο γεγονός ότι φοράν και αυτοί στολή ή ότι περιπολούν με (ψευτο)καρούμπαλα και ύφος σερίφη, περισσότερο θα έλεγα ότι είναι η επιθυμία τους να τους μοιάσουν κρατώντας τα χαρακτηριστικά που όλοι αγαπάμε, της ευγένειας, της προσήλωσης στο καθήκον με ταπεινότητα και αυταπάρνηση, βάζοντας πάνω απ’ όλα το συμφέρον και την προστασία (της ζωής και της περιουσίας) του πολίτη, θέτοντας εαυτόν στην πρώτη γραμμή απέναντι στην αδυσώπητη μάχη με τους εγκληματίες.

[i]Υποομάδα 2β: οι παλιοί μας φίλοι - «Έχεις κάνει κράτηση;»[/i]

Ίδιοι με τους προηγούμενους. Αυτοί δεν έχουν προϋπηρεσία στα ΟΥΚ αλλά στις φυλακές, είναι δικτυωμένοι στην νύχτα και τα νυχτομάγαζα αλλά και στις συναυλίες. Γνωστοί από πολύ παλιά, με ονόματα όπως μπράβος, γορίλας, πόρτα, ντουλάπα (δίφυλλη, τρίφυλλη), φουσκωτός κλπ.

Θα μπορούσαμε να τους παραλληλίσουμε με ασφαλίτες, καθώς δεν φοράν στολή αλλά πολιτικά, ώστε να είναι εναρμονισμένοι με το περιβάλλον (φθηνό φθαρμένο κοστούμι σε σκυλάδικα, κυριλέ σε κλαμπ, τζιν πέτσινα σκουλαρίκια σε συναυλίες κλπ).

Δεν μιλάνε, βαράνε.

[i]Μερικές Χρηστικές Πληροφορίες:[/i]

  • Επειδή οι σεκιουριτάδες δεν είναι μπάτσοι, δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν ελέγχους ταυτοποίησης* (να ζητήσουν ταυτότητα), ή έλεγχο σε τσάντες ή σωματικό έλεγχο, αλλά μπορούν να καθηλώσουν τον «ύποπτο», ή να τον συνοδεύσουν στο πλησιέστερο τμήμα και να αναλάβουν τα επίσημα όργανα.
  • Δεν έχουν δικαίωμα να οπλοφορούν** όμως, όπως όλοι οι πολίτες, μπορούν σαν ιδιώτες να βγάλουν άδεια οπλοφορίας (και άρα να οπλοφορούν), αλλά και οι εταιρίες προσλαμβάνουν (αν και απαγορεύεται) είτε συνταξιούχους είτε εν ενεργεία μπάτσους, οι οποίοι, βεβαίως, οπλοφορούν.

[I]* Οι σεκιουριτάδες που εκτελούν χρέη ρεσεψιονίστ έχουν το δικαίωμα και να ζητούν ταυτότητα και να καταγράφουν τα στοιχεία στο βιβλίο επισκεπτών, αλλά και να κρατήσουν την ταυτότητα μέχρι την έξοδο του επισκέπτη από το κτήριο, ανάλογα με τον κανονισμό της εταιρίας που φυλάσσουν. ** Ο νόμος 3707/2008, δίνει την δυνατότητα οπλοφορίας σε υπαλλήλους που εκτελούν χρηματαποστολές, αλλά και φρούρηση σε «δημόσια καταστήματα, τράπεζες, μουσεία, οικήματα που έχουν ανάγκη ειδικής προστασίας, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας ή άλλων μεγάλης αξίας και σπουδαιότητας εγκαταστάσεων»[/I]
(σ.ς. σαφέστατος και αυτός ο νόμος)


Παραγγελιά της ironick στο Δ.Π.

  1. Το νέο Μνημόνιο και οι σεκιούριτι του Τόμσεν. Οι απαιτήσεις των ελεγκτών της τρόικας, οι συζητήσεις με τους υπουργούς και πώς μοιράζουν τους ρόλους του καλού και του κακού
    Από δώ

  2. Πρόκειται για μία προφανή συμπαιγνία μεταξύ των ιδιωτικών εταιριών και του κράτους το οποίο χρησιμοποιεί την τροχαία που πληρώνεται από τον ελληνικό λαό σαν ιδιωτική εταιρεία - σεκιούριτι της πολυεθνικής από κει

  3. Τα σεκιούριτι των δασών
    Ενα σύστημα ευφυών αισθητήρων που ανέπτυξαν επιστήμονες του ΕΜΠ φιλοδοξεί να γίνει ο φύλακας άγγελος των ελληνικών δασών. Το ΟΙΚΟ συνάντησε τους εμπνευστές στο δάσος της Νέας Πεντέλης όπου γίνεται η πιλοτική λειτουργία του και σας παρουσιάζει την πιο «πράσινη» τεχνολογία που αναπτύχθηκε ποτέ στη χώρα από πέρα

(από salina, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος για τους φορητούς ασυρμάτους με μικρή ή μέση εμβέλεια, το πολύ μερικών χιλιομέτρων. Τα ρακαλάκια έχουν συνήθως τρία με πέντε κανάλια που είναι αριθμημένα με απλούς αριθμούς (1, 2, 3 κλπ) και όχι ρυθμιστικό συχνότητας.

Καλύπτουν τις ανάγκες μοτοσυκλετιστών που κάνουν ταξίδι με δύο ή παραπάνω μηχανές, ορειβατών, εργαζομένων που κινούνται συνεχώς σε μεγάλους χώρους (αποθηκάριοι, σεκιούριτι κλπ). Τώρα πια έχουν μικρό μέγεθος χωρώντας ακόμα και σε τσέπη, παλαιότερα όμως ήταν ογκώδη και με μεγάλη κεραία. Γενικό χαρακτηριστικό των ασυρμάτων είναι η μονόδρομη επικοινωνία, στην ίδια συχνότητα δηλαδή μπορεί να ακούγεται μόνο ένας πομπός. Γι’ αυτό οι ασύρματοι έχουν κουμπί push to talk ή κάτι ανάλογο που ενεργοποιεί την εκπομπή μόνο όταν το πατήσουμε.

Η λέξη είναι ελληνοποίηση της επωνυμίας Racal, μιας βρετανικής εταιρείας που προμήθευε ασυρμάτους τον ελληνικό στρατό και τα σώματα ασφαλείας.

Πρβλ. και μοτορόλα.

  1. Από εδώ:

Φυσικά είχαμε τον σπορτ-μπιλη (DJMIKE) που είχε τα πάντα (έξτρα μπαταρίες για το ρακαλάκι μου, έξτρα ρακαλάκι για όταν τελείωσαν οι μπαταρίες,και φυσικά 3-4 ζευγάρια αλυσίδες για παν ενδεχόμενο :-D )

  1. Από εδώ:

εγώ που είμαι κοντά που θα σας περιμένω;(λόγω που είμαι σχετικά κοντά και θα έρθω από Άγρα Έδεσσα) να έρθω κατευθείαν η να περιμένω κάπου ενδιάμεσα;; (έχω και ρακαλάκι)...

  1. Από εδώ:

Θυμάμαι κυκλοφορούσαν κάτι κοστουμαρισμένοι τύποι που κρατούσαν κινητό που θύμιζε ρακαλάκι –σαν αυτά του στρατού- και τους κοροϊδεύαμε. Αυτοί βέβαια είχε ένα τουπέ τέτοιο, που νόμιζες ότι ήρθαν από το διάστημα, από έναν άλλον πολιτισμό, πιο προχωρημένο από τον δικό μας.

Got a better definition? Add it!

Published

Μοτορόλες είναι οι ασύρματοι VHF, που χρησιμοποιούνται όταν απαιτείται μεν φορητότητα αλλά και μεγάλη εμβέλεια εκπομπής και λήψης.

Οι ασύρματοι αυτοί χρησιμοποιούνται κυρίως από την αστυνομία (η οποία έχει δεσμεύσει ένα εύρος συχνοτήτων αποκλειστικά για τις ανάγκες της), αλλά και από ραδιοερασιτέχνες, διασώστες, οδηγούς οχημάτων (φορτηγά, βλ. και σιμπί - CB) το στρατό και διάφορα μικρά ή μεγαλύτερα πλοία. Στο στρατό, βέβαια, στα φορτηγά και στην θάλασσα οι ασύρματοι συνήθως είναι μεγαλύτεροι και όχι απαραίτητα φορητοί.

Η λέξη έχει συνδεθεί περισσότερο με τους ασυρμάτους της αστυνομίας και προέρχεται από την γνωστή εταιρεία ηλεκτρονικών Motorola.

Παρεμφερείς πληροφορίες εδώ. Πρβλ. και ρακαλάκι.

  1. Από εδώ:

αν έπρεπε να ανησυχώ για τα ραδιοκύματα θα έπρεπε να κρυφτώ σε σπηλιά στα βάθη της γης. (Κι εκεί έχει ηλεκτρομαγνητικά κύματα). Διότι κι εσύ που τα αποφεύγεις τρως τις ακτινοβολίες και τα κύματα: του ραδιοφώνου, της ΤιΒι, των δορυφόρων, του GPS, των κινητών, τηλεφώνων (συσκευών και κεραιών), του ασύρματου τηλέγραφου, των ραδιοερασιτεχνών, από τις μοτορόλες των μπάτσων, συν το Wi Fi και το ασύρματο τηλέφωνο του γείτονα...

[Σ.σ. Φωσφορίζουν τ’ αρχίδια του δηλαδή...]

  1. Από εδώ:

Αστυνομικοί της Διεύθυνσης Ηρακλείου είχαν πληροφορίες ότι καταστηματάρχες της περιοχής είχαν ασυρμάτους συντονισμένους στη συχνότητα της αστυνομίας και γνώριζαν ανά πάσα στιγμή πότε θα γίνει έλεγχος στα μαγαζιά τους, ενώ με μοτορόλες ενημέρωναν και τους συναδέλφους τους. «Χοντρός», «μαύρος», «παππούς» και «καμπούρης» ήταν μερικά από τα ψευδώνυμα που είχαν δώσει στους ντόπιους αστυνομικούς, [...]

  1. Από εδώ:

Το Εθελοντικό Τμήμα αυτή τη στιγμή [...] διαθέτει μοτορόλες, σχοινιά, κράνη, ειδικά φορεία, είδη καταυλισμού και ένα μικρό λεωφορείο, προσφορά του Δήμου Άργους Ορεστικού.

Στο 4:30. (από patsis, 08/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική αργκό, είναι το βαρύ κράνος παλαιάς κοπής.

- Καλά, θα κάνουμε πορεία με χέβι μέταλ; - Έεεετσετσέτσι!, θα πήξει η μούνα σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες εξτραδακίων:

Α. Βιοποριστικά εξτραδάκια

Τεράστιο φάσμα που δειγματοληπτικά περιλαμβάνει την κοσμική λούγκρα που διακόπτει τον εαυτό της στα πρωινάδικα, τον καθηγητή του Κολεγίου Αθηνών που παραδίδει ιδιαίτερα σαν προϋπόθεση καλής βαθμολόγησης στην τάξη, τον ξεφτίλα ζωγράφο με την μυτόγκα που μοσχοπουλάει τους στιλιζαρισμένους γουτουπού πίνακες του με ειδική αφιέρωση σε νεόπλουτες κυρα-περμαθούλες, τις ευκαιριακές αρπαχτές των Scorpions στην Ελληνική επαρχία, το λαμόγιο που εισπράττει γρηγορόσημο από την φουκαριάρα την μάνα μας, την πτωχή πλην έντιμη μιαμόρ που προσφέρει φραπέ με το αζημίωτο, αλλά και τον φοιτητή που βγάζει την μπύρα την επιούσια κάνοντας τον ντι-τζέι.

Β. Καγκούρεια εξτραδάκια

Τα παραφερνάλια με τα οποία η καγκουριά πιμπάρει τα εργαλεία της: απλώστρες, σιδερώστρες, σφυρίχτρες, νίκελα, νυχάκια, ξύστρες, πάσης φύσεως πειράγματα, κωλοφτιάγματα, μοντιφιές και ταλιμπάν. Εξτραδάκια όμως θεωρούνται και τα αποθηκευμένα μαμίσια προικιά που παραδίδονται με την μεταπώληση ενός κάγκουαρ.

Γ. Εξτραδάκια-καλούδια

Μαρκετίστικα τερτίπια για να προωθούνται μέτρια προϊόντα και υπηρεσίες εν μέσω οικονομικής κρίσεως: Σιντιά με στρουμφάκια, χατζιδάκια, και άλλα θεοδωράκια εφημερίδων, δωδ με διακαίως κομμένες σκηνές και παραληρήματα σκηνοθετών, νετμπουκάκια δώρο με κάθε πανάκριβη συνδρομή θριτζί ίντερνετ και ταλιμπάν.

- Αποτελεί κοινό μυστικό ότι τηλεαστέρες, μοντέλα και σελέμπριτις καλούνται από επιχειρηματίες σε εγκαίνια, εκδηλώσεις και events με σκοπό να προκληθεί ντόρος γύρω από την επιχείρηση και να διαφημιστεί το μαγαζί. Ανέκαθεν οι «επώνυμοι» είχαν τα εξτραδάκια τους διαφημίζοντας μαγαζιά, προϊόντα, αλλά και επιχειρήσεις.
(εδώ)

- Το μόνο που μπορώ να αναφέρω για το πατάρι επειδή στο site μπαίνει κάθε καρυδιάς καρύδι είναι ότι ΜΕ ΕΝΑ ΕΞΤΡΑΔΑΚΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ.
(ρηβιού φραπενείου εκεί)

Αλλιβέ (αναφερόμενος στο μερσεντικό του Ζανουάρ): - Την κωλοέφτιαξες κιόλας;
Ζανουάρ: - Ιεροσυλία my friend. Ως καλός νεο-κάγκουρας, όλα τα εξτραδάκια (ζαντολάστιχα, παρκτρόνικ κλπ) μαμίσια με παραγγελιά...
(παρακάτω)

- Στο DVD είχε εξτραδάκι τον σκηνοθέτη να συνομιλεί με το (Ελληνικό) κοινό...
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λάντζα του στρατού. Παραλλαγή του όρου DJ. Κάτι που όλοι μας θέλαμε να αποφύγουμε με κάθε τρόπο και αντίδραση με την απαραίτητη αυτή λέξη.

- Ρε Μιχαλάκη κοίταξες το βαρδιόχαρτο σήμερα;
- Ναι χέσε μέσα... Γερμανικό εγώ απόψε.
- Και εγώ;
- Λάτζα.
- Μπωλ-shit...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Καπνιά, αιθάλη.

  2. Ρίχνω φούμο: Μαυρίζω κάποιον στις εκλογές, δεν τον ψηφίζω. Για την παθητική έννοια: τρώω φούμο.

Μέχρι εδώ λεξικογραφημένα, βλ. π.χ. στον Τριανταφυλλίδη.

Φούμο στην στρατιωτική ορολογία είναι το καμουφλάζ προσώπου από υλικά που μοιάζουν με μακιγιάζ. Βγαίνει σε σκούρα γήινα χρώματα, κυρίως μαύρο, πράσινο και καφέ, σε κασετίνα με καθρεφτάκι που θυμίζει πολύ (αλλά δεν είναι) γυναικείο αξεσουάρ για την τσάντα.

Σκοπός του είναι να κάνει το πρόσωπο δυσδιάκριτο μέσα στο περιβάλλον της επιχείρησης, καλύπτοντας την λευκότητά του (αν μιλάμε για λευκό στρατιώτη σε νυχτερινή ιδίως επιχείρηση), μιμούμενο κατά το δυνατόν την εμφάνιση φυτών (κλαδιών κλπ) και ακολουθώντας την υπόλοιπη απόκρυψη της στολής.

Ετυμολογείται από το ιταλικό fumo<λατινικό fumus που αμφότερα σημαίνουν καπνός.

  1. Από εδώ:

Ελπίζω όταν βρίσκεστε να μη σου λέει ιστορίες από το στρατό γιατί είναι τόοοοοσο βαρετέεες. Εμείς πάντως το είχαμε πάρει στην πλάκα, μου έστελνε φωτογραφίες από ασκήσεις βαμμένος με φούμο και τέτοια.

  1. Από εδώ:

[...] το έκανε ένας φαντάρος της σειράς μου στο ΚΕΤΘ που έβαλε φούμο και δίχτυ παραλλαγής στη διάρκεια του σχολείου Μαχητή (έπαιζε χρόνια airsoft). Ναι μεν γέλαγαν, αλλά τσίμπησε και 10 ημερούλες τιμητική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρατόπεδο.

Ετυμολογικά

Η παλιομοδίτικη, σπάνια αυτή λέξη (στο διαδίκτυο δεν την βρήκα πουθενά, με αρκετή αναζήτηση) έφτασε πιθανότατα στην ελλάδα από την ομόσημη γερμανική λέξη Kaserne. Όσο για την ετυμολογία της τελευταίας, η γερμανική Βικιπαίδεια πιθανολογεί ότι Kaserne < al-Qasr (αραβικά) < castrum (λατινικά) < κάστρο > κάστρο. Άλλη εκδοχή, λέει πάλι η γερμανική Βικιπαίδεια, από το ιταλικό casa d'arma («οπλοστάσιο»).

Η πιο διαδεδομένη πάντως εκδοχή, που συναντά κανείς και σε άλλα λεξικά, είναι πάνω-κάτω ότι Kaserne < cazerna (προβηγκιανά, «τετράδα ανθρώπων») < quaterna/quaderna (λατινικά, «τετράδα ανθρώπων», «φρουρά τεσσάρων στρατιωτών») < quater («τέσσερις φορές»).

Ενδιαφέρον ότι το λατινικό τέσσερα –συγκεκριμένα, το «τέταρτος», quartus– έχει δώσει λέξεις με παρεμφερή σημασία και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως για παράδειγμα το ισπανικό «στρατόπεδο» cuartel (καμία σχέση με το καρτέλ < cartel (γαλλικά) < cartello (ιταλικά) < charta (λατινικά) < χάρτης) και το γαλλικό «στρατιωτικό διοικητήριο, επιτελείο» quartier. Τέτοια σύνδεση στα ελληνικά του αριθμού τέσσερα με το στρατό, αν υπάρχει, μου διαφεύγει. Το φαινόμενο πιθανά θα βασίζεται στο θεσμό του ρωμαϊκού στρατού μία φρουρά να απαρτίζεται από τέσσερις στρατιώτες, μαρτυρίες για τον οποίο βρίσκει κανείς εύκολα στο διαδίκτυο (πολλές απ' αυτές παραπέμπουν στον ιστορικό Πολύβιο και το εδάφιο vi 33).

Και που λές παλικάρι, είχε ήδη βραδιάσει, το κρύο τρυπούσε τα κόκαλα. Καλή η γκόμενα κι' οι έρωτες· αλλα άντε περπάτα δέκα χιλιόμετρα στο χιόνι να γυρίσεις στην κασέρνα. Και να σε μυριζόταν ο λοχίας; κάηκες. Άλλα χρόνια τότε... Μιά βδομάδα μ' έψηνε ο πυρετός. Πρώτη και τελευταία φορά που την έκανα τη δουλειά.

(από Vrastaman, 13/03/10)

βλ. και καζάρμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Στον στρατό:) ο αξιωματικός ή το στέλεχος που έχει την κακιά συνήθεια να χώνει τους φαντάρους να κάνουν αγγαρείες, δουλειές και γενικότερα διάφορα πράγματα που το απόλυτο σάπισμα στο οποίο έχουν περιέλθει οι σειρούλες λόγω της θητείας τους σε καμία περίπτωση δεν τους επιτρέπει να κάνουν με τη στοιχειώδη καλή διάθεση. Άλλωστε κατά 99% κάποια βλακεία δουλειά χωρίς νόημα, τιμητική, μισθό και ένσημα θα είναι, οπότε το προληπτικό φίδιασμα επιβάλλεται!

  1. - Πού είσαι ρε μαλάκα και σε ψάχνει ο Σειρηνάκης;
    - Πάλι δουλειές θέλει να με φορτώσει ο Χοσέ γαμώ την τύχη μου;!

  2. (στο στρατιωτικό πρατήριο Λήμνου)
    Φαντάρος: Γεια...
    Λοχίας: Καλημέρα! Για φτιάξε τα πράγματα στα ράφια και πετάξου στις αποθήκες να φέρεις χαρτοπετσέτες που τελείωσαν. Και να έχεις τον νου σου γιατί σε κάνα μισάωρο θα έρθουν τα γάλατα, να τους χτυπήσεις τιμές και να τα βάλεις στα ράφια.
    Φαντάρος (μουρμουρίζοντας): Α ρε Χοσέ, γαμώ την καλημέρα σου!!

  3. (από το διήγημα «Μεσάνυχτα στην αίθουσα επιχειρήσεων» που γράφτηκε σε στιγμές βαρεμάρας στο στρατηγείο της ΑΣΔΕΝ)
    «[...]Τότε ο Χοσέ πρόβαλε μέσα στην αίθουσα με βήμα αργό, αθόρυβο. Πλησίασε τον νεαρό με το αγνό και ανυποψίαστο πρόσωπο. Ήταν μόνοι. Ο Τέντυ ένιωσε το στιβαρό, δασύτριχο χέρι του Χοσέ να ακουμπάει τρυφερά την πλάτη του και ψέλλισε, άθελά του, ένα επιφώνημα έκπληξης. Αμέσως ντράπηκε και χαμήλωσε τα μάτια.

«Ώρα να φύγουμε κι εμείς, να ξεκουραστούμε», του είπε γλυκά ο Χοσέ. «Ας περιμένουμε πρώτα τους αντικαταστάτες μας Κύριε», αποκρίθηκε ο νέος. «Είναι διαταγή», ανταπάντησε ο Χοσέ κι ένα μεγάλο -παιδικό θα έλεγε κανείς- χαμόγελο σχηματίστηκε στο όμορφό του πρόσωπο, μα τα μάτια του πρόδιδαν μια αναντίρρητη εντολή.»

(από alamo, 02/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τις γνωστές χειροπέδες, δεσμευτικές ή κόσμημα, απο το τούρκικο kelepce.

...τα χέρια μου στον κελεπτσέ , κι ο νους μου στην αγάπη ...

(στίχος απο το γνωστό άσμα «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified