Θα μου κάνει φασαρία, θα μου κάνει καυγά, θα μου το ζητήσει επίμονα, θα επιμείνει.
(πιθανότατα τούρκικης προέλευσης)
- Μην τον κανακεύεις τον μικρό, γιατί θα μου βγάλει μαγλατά να του πάρω καινούριο ποδήλατο.
Θα μου κάνει φασαρία, θα μου κάνει καυγά, θα μου το ζητήσει επίμονα, θα επιμείνει.
(πιθανότατα τούρκικης προέλευσης)
- Μην τον κανακεύεις τον μικρό, γιατί θα μου βγάλει μαγλατά να του πάρω καινούριο ποδήλατο.
Got a better definition? Add it!
Π**έραν **Επιτοπίου Επισκευής, εκ του αγγλικού Beyond Local Repair. Στρατιωτικός όρος που δηλώνει ότι μία συγκεκριμένη βλάβη είναι πάνω από τη επισκευαστική δυνατότητα του οικείου συνεργείου και χρήζει προσοχής από ανώτερο ή πιο κεντρικό κλιμάκιο.
Μεταφορικά σημαίνει ότι το υποκείμενο εξαντλήθηκε σε βαθμό που οι νορμάλ τρόποι ξεκούρασης δεν φτάνουν. Είθισται να χρησιμοποιείται για έντονη φυσική δραστηριότητα (άθληση, σεξ) την οποία είχαμε μάλλον υποτιμήσει, υπερεκτιμώντας αντίστοιχα τις δικές μας δυνατότητες.
- Έλα ρε Θράσο, μπέκα μέσα πάλι. Κάθισε η ομάδα και βλέπω να τα μαζεύουμε τα μπαλάκια και να πληρώνουμε πάλι εμείς τις μπύρες.
- Έχω βγει Π.Ε.Ε. μεγάλε. Δε μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Καλύτερα να πλερώκω.
- Τι πράμα ήταν αυτό ρε πούστη μου; Πέντε ώρες και δεν έλεγε να σταματήσει η ψώλα. Μ' έβγαλε B.L.R. εντελώς. Θα κάνω να ξαναγαμήσω κάνα μήνα. Λέμε τώρα...
Got a better definition? Add it!
Παλιό Ιταλικό Τηλεπαιχνίδι της 10ετιας του '70 όπου οι συμμετέχοντες έπρεπε να υποστούν σειρά εκπλήξεων και απροόπτων.
Έμεινε με τη σημασία του έξυπνου κόλπου, της απατεωνιάς, της απρόσμενης κατάπληξης.
Συναντάται και ως: μοιραίο κόλπο, τί σού 'παιξε η μοίρα, άσχημο παιχνίδι της μοίρας, καρμικό κόλπο γκρόσο κλπ.
Μου έπαιξε κόλπο γκρόσο ο Μάκης, με κάρφωσε στη γκόμενα ότι τον σφύριζα στην φίλη της.
Τί σού 'παιξε η μοίρα ρε Γκαλίνοβιτς; Κόλπο γκρόσο, ρούφα το μπαλάκι μπάσταρδε.
Νόμιζες ότι θα χάσω εε; Κόλπο γκρόσο, τον πούτσο κλαίγανε, σε γάμησα!!!!
Got a better definition? Add it!
Ορισμός που χρησιμοποιείται σε online games, έχει να κανει με την ομαδική επίθεση παικτών σε κάποιον αντίπαλο.
-Σε όλο το παιχνίδι με γκανγκάρανε συνέχεια και δε μπόρεσα να ανέβω level.
Got a better definition? Add it!
Published
Χρησιμοποιώ την τελική μου κίνηση ulti. Λέξη που χρησιμοποιείται στο online game dota.
- Πάνω εκεί που φάρμαρα top μου την έπεσαν 2 ατομα αλλα πρόλαβα να ουλτάρω και να γλιτώσω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επίσης χρησιμοποιείται στα online games όταν θελουμε να δηλώσουμε ότι κολλάμε.
- Άσε μαλάκα, εκεί που πάω να κάνω ulti λαγκάραμε και μας πήρε double kill.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γράφω σε blog. Ανεβάζω, κάνω upload. Από το Αγγλικό ρήμα to post.
Πρόλαβα να ποστάρω πρώτος σε αυτή την τελεταυταία απόπειρα των κουρελιών να δημιουργήσουν μια διαδικτυακή οντότητα για το βιβλίο άλλου στυλ.
(Το αντέγραψα με copy and paste από blog χωρίς να αλλάξω τίποτε.)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που αδιαφορεί για τις συνέπειες των πράξεών του, και δη για αυτές που γυρίζουν στον ίδιο. Προέρχεται προφανώς από τους βομβιστές αυτοκτονίας.
Κατ' επέκτασιν, ο ασυλλόγιστος, ο σταρχίδιατου, αυτός που κάνει κάτι επειδή εντάξει, και όχι γιατί το ευνοούν οι συνθήκες.
Got a better definition? Add it!
Εκ του Αγγλικού high. Κάτι το χλιδάτο, όμως και κιτσάτο. Γκλαμουριά, μάλλον απροσδόκητη. Χρήση, συνήθως, ειρωνική. Συνήθως είπαμε.
- Και με το που προσγειωνόμαστε, περιμένει σωφέρ. Με καπέλο. Και μας πάει στη Ρολζρόις. Που έχει μπαρ. Που είναι πίτα στις σαμπάνιες. Χαϊλίκια πράματα.
- Νταξ, αφού είσαι χάι μεγάλε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ποια ήταν η Φατμέ και γιατί στο Γενί Τζαμί, ουδείς γνωρίζει. Αλλά, προφανώς, η εν λόγω κυρία συχνότατα έκανε τα κακά της στο συγκεκριμένο τέμενος διότι η έκφραση σημαίνει «έλα μωρέ τώρα, δεν έγινε και τίποτε, δε χάλασε ο κόσμος και στο φινάλε στα τέτοια μας, φιλάρα».
Απαντάται σπανιότερα και ως: «χέστηκε η Φατμέ στο Γκιουλ Μπαχτσέ».
Συνώνυμο είναι και: «Χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι».
- Τά 'μαθες; Η κυρία Κωλομεροπούλου φεύγει. 30% αύξηση + πέντε χιλιάρικα μπόνους της έδωσαν οι άλλοι.
- Ε, και; Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified