Further tags

(Γαλλοπρεπής κατάληξη κλπ.)

Εμπόρευμα, συνήθως ρούχο ή παπούτσι, που δεν είναι φιρμάτο. Απλά πάνω δε γράφει τίποτα, είναι αυτό που είναι γιατί έτσι γουστάρει, ούτε νίκε ούτε αντίντασλερ και κέρατα.

Είναι πάμφθηνο και ανεξιχνίαστου προέλευσης (συνήθως σινικής). Πουλιέται μαζικά στα καλάθια (Αιόλου, Αθηνάς, Μοναστηράκι, κλπ). Το προτιμούν τσίπηδες και φτωχοί. Έγκλημα καθοσιώσεως να φοράς αμαρκέ αν οι παρέες σου είναι υψηλού και μεγαλοπιασμένες και θες να φαίνεσαι τρέντι.

Σχετικό με το αμαρκέ είναι το μάρκα μ' έκαψες. Όταν η μάρκα είναι παγκοσμίως άγνωστη και ανύπαρκτη.

- Γιατρός άνθρωπος και φοράει παπούτσι πάνινο αμαρκέ με δέκα ευρώ απ την Αιόλου.
- Ναι, είναι μεγάλος εβραίος δεν το ήξερες ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος «ζεν» αποτελεί Ελληνοκινεζο-σλάνγκ που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση γαλήνης, ψυχοσωματικής ισορροπίας, επικοινωνίας με άλλους κόσμους, προϊόντα διαρκούς υπερβατικού διαλογισμού και πνευματικής άσκησης.

Ευρύτερα, συμπεριλαμβάνει όλες εκείνες τις ιδιότητες του μοντέρνου δυτικού ανθρώπου που θαυμάζει και θέλει να αφομοιώσει την ανατολική φιλοσοφία, χωρίς απαραίτητα να μπορεί να την καταλάβει, αλλά μπορεί να την «καταναλώσει» μέσα από απόπειρες γιόγκα, βιολογική διατροφή, σεμινάρια φιλοσοφίας και διαλογισμού κ.α. τυποποιημένα αγαθά made in Taiwan.

Σε ειδικές περιπτώσεις, πχ. σε αναφορά στη «μόνιμη γαλήνη», αντικαθιστά την μέχρι πρότινος δεσπόζουσα στο στερέωμα των Ινδοελληνο-σλανγκ φράση «είμαι σε φάση Νιρβάνας», η οποία είχε διαδοθεί ιδιαίτερα στα ενενήνταζ, χάρις στην εμφάνιση του ομώνυμου ροκ σχήματος ανακύκλωσης κιθάρων.

Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, όπου και ο μπάρμπα-Μπρίλιος από το αρβανιτοχώριον μπορεί να συνδεθεί στο ψαχτήρι και να κατεβάσει ταινίες όπως «Τίγρης και Δράκος» και «Kung-Pow», να παραγγείλει να του στείλουν «Μάνγκα» (αυτά είναι γιαπωνέζικα κόμιξ) και να μάθει για τον Κάπταιν-Κόζκο που θα πάρει τον Περαία, η επαφή με την Κινεζική κουλτούρα και φιλοσοφία μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή ντοπιολαλιά.

Φυσικά, η χρήση ξένων όρων δεν ταυτίζεται νοηματικά με την εκφορά τους στη μητρική γλώσσα με συχνά αποτελέσματα κακοποίησης, όπως και στη χρήση του όρου «ΖΕΝ».

- Καλά, ε; Αυτός ο διατροφολόγος είναι και πολύ «ζεν» τύπος! Άκου να δεις! Με το που μπαίνω στο γραφείο του και χαζεύω τους βούδες και τους ελέφαντες νίντζα αυτός απλά κοιτώντας με μου έχει βγάλει τα κιλά μου, την ηλικία μου και το όνομα του σκύλου μου! Και καπάκια με ψεκάζει με ένα κινέζικο αδυνατιστικό άρωμα και με κοιμίζει! Και ξυπνάω την άλλη μέρα 2 κιλά ελαφρύτερος! Απίστευτο, σου λέω! Ενώ όλα αυτά τα'χα για τα ούρα, τώρα πιστεύω!

- Ρε μπας και ενώ κοιμόσουν σου έκλεψε κανένα νεφρό και νιώθεις ελαφρύτερος; Για κοιτάξου σε κάναν ουρολόγο και τράβα κατά Ινδία μεριά, μπας και ο δικός σου τα' στειλε πακέτο στο «Μάστερ» να τα σκοτώσει σε καμιά λαϊκή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογία: τζελ + Έλβις.

Ο ροκαμπιλάς παλαιάς κοπής και νεότερης με το καλτ χαρακτηριστικό χτένισμα-κούρεμα-φαβορίτα (κυκλοφορεί και σε περούκα - αποκριάτικο αξεσουάρ, έχω μια) λαδωμένο από το τζελ (=μπριλκρίμ για τους +60). Ενίοτε η αμφίεσή του είναι πράγματι σαν του Έλβις.

Ωστόσο μπορεί να χαρακτηρίσει και οποιονδήποτε κυκλοφορεί παστωμένος (χτενισμένος όμως, όχι κοντό μαλλί) με τζελ.

Έχει χρησιμοποιηθεί και για να χαρακτηρίσει νεοσφίχτες - πρωηνχοντρούς που κυκλοφορούν με κολλητές μαύρες μπλούζες, γυαλί και μαύρο, λαδωμένο, σλικ, μαλλί.

Μας την έπεσε μια ομάδα τζέλβιδες και έγινε πανικός στην πλατεία...

Elvis from hell από τον πρωτοΜΑΣΤΟΡΑ (από alamo, 15/07/10)Ο Κώστας Ζουράρις με λίγο από Τζέλβις στάιλ, νταξ όχι απολύτως, αλλά τζελβισοφέρνει. (από Khan, 27/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκικής προέλευσης λέξη (binlik) που σημαίνει χαρτονόμισμα χιλίων λιρών. Δηλώνει γενικά την μεγάλη ποσότητα πραγμάτων.

Είχε πολλά μπινελίκια στο τραπέζι.

Got a better definition? Add it!

Published

Από το τούρκικο hamal.

  1. Ο ανειδίκευτος εργάτης που μεταφέρει βάρη, ο αχθοφόρος, ο φορτοεκφορτωτής.
  2. Το παιδί για όλες τις δουλειές, ο κουβαλητής σε σημείο εκμετάλλευσης, το κοροϊδάκι που κάνει ο,τι του ζητούν.
  3. Ο άνθρωπος που κάνει τις βαριές δουλειές με χαμηλό μισθό.

1.- Ρε Πέτρο, άντε πετάξου μία στο supermarket!
- Να πας μόνος σου, χαμάλης είμαι να κουβαλάω τα ψώνια σου;

  1. - Κοίτα τον, κοίτα τον. Μέχρι και την τσάντα της κουβαλάει. Ο,τι του πει..! - Μια ζωή χαμάλης. Ό,τι του ζητάς το κάνει.

  2. Άμα δε μάθεις γράμματα, μια ζωή χαμάλης θα είσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παππούς. Προέρχεται από το προσφιλές Jurassic Park και τους δεινοσαύρους για τους οποίους είναι γνωστό. Κατ' αναλογία, όπως οι δεινόσαυροι χρονολογούνται κάτι χρόνια πριν, αντίστοιχα και οι πρεσβύτεροι χιουμοριστικά ονομάζονται έτσι.

Συνώνυμα: ο με το ένα πόδι στον τάφο, ο ξεχασμένος από το Χάρο, κλπ

Τασούλα: - Πολύ μου αρέσει αυτός ο μαλλιάς που κάθεται απέναντι...
Σπυριδούλα: - Ποιος καλέ; Αυτός με την κοτσίδα και τα άσπρα μαλλιά; Αυτός είναι τζουράσιους!

Stegosaurus από την ιουράσια περίοδος: 199 ως  145 εκατομμύρια  χρόνια πριν. (από tryager, 23/07/10)τζουράσιους οργανάκιους (από Vrastaman, 23/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά στον πληθυντικό: ντιζαϊνιές.

Από το αγγλικό design (ντιζάιν).

Γραφικά, κυρίως, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους τομείς του σχεδιασμού (πχ. του βιομηχανικού) που εντυπωσιάζουν αλλά στερούνται πραγματικού νοήματος.

Έχουν γίνει μόνο για να γίνουν, χωρίς να εκφράζουν κάτι ή να περνάνε ένα μήνυμα.

  1. Καλές οι ντιζαϊνιές αλλά δεν υπάρχει κόνσεπτ…

  2. Πάλι καλά που αυτές που αυτές οι ντιζαϊνιές του κώλου δεν θεωρούνται αρχιτεκτονική από όσους πραγματικά γνωρίζουν το αντικείμενο.

  3. Το κουτάκι είναι από τις κλασικές ντιζαϊνιές της Apple.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλαξ ο κοινός.

Κοίτα πώς πάει ο Καραχαζούλης... δεξί χέρι - δεξί πόδι... Μα πόσο γκάου-μπίου μπορεί να είναι;

Τhe Seeker (The Who) (από allivegp, 23/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα πολύ καλοσχεδιασμένο αντικείμενο, με ιδιαίτερο και ψαγμένο στυλ, με μοντέρνο και μινιμαλιστικό κυρίως σχεδιασμό.
Αν είναι μπαρόκ, ρουστίκ ή οτιδήποτε άλλο, όσο καλοσχεδιασμένο κι είναι δεν χαρακτηρίζεται έτσι.

Όλοι αυτοί οι ορισμοί προκύπτουν από τον αγγλικό όρο design, γιατί στα ελληνικά δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος πλην του σχεδιασμού, που είναι αρκετά προβληματικός εφόσον χρησιμοποιείται για τελείως διαφορετικά πράγματα.

Πχ. σχεδιαστής μπορεί να είναι ο γραφίστας, μπορεί να είναι και ο χειριστής autocad που φτιάχνει αρχιτεκτονικά σχέδια, ή κάποιος που σχεδιάζει ρούχα.

  1. Ανακάλυψα ένα σούπερ ντιζαϊνάτο μπαράκι, είσαι για κανένα ποτάκι το βράδυ μωρό;

  2. Πάει ο άλλος και παίρνει laptop χωρίς να κοιτάξει specs, παρά μόνο κοιτάει να είναι ντιζαϊνάτο για να πουλά μούρη.

  3. Πολύ ντιζαϊνάτο το καινούργιο κινητό της Τsimpanarxidi.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουτάκι στην διάλεκτο των αυτόχθονων κατοίκων της φανταστρουμφικής Μποχαλίας.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιοδήποτε μεταλλικό κουτάκι / δοχείο, αλλά κυρίως περιγράφει το αλουμινένιο κουτάκι αναψυκτικού.

Η προέλευση της λέξης πιθανώς οφείλεται στην χρήση του τσίγκου (tin - κασσίτερος) για την κατασκευή παλαιότερα μεταλλικών δοχείων. Υπάρχει προφανής σχέση με το κρητικό Τσιγκάκι.

Η σχέση του όρου με τον παραλιακό οικισμό Τιγκάκι της αξιολάτρευτης Μποχαλίας, μόνο ως σύμπτωση μπορεί να ερμηνευτεί.

- Ένα τιγκάκι εφταΰρ παρακαλώ.
- Σε μποχάλι σε χαλάει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified