Further tags

Προέρχεται από την Ελληνική λέξη βλάκας και την Αγγλική hacker. Χαρακτηρίζει τον αδαή κομπιουτεράκια που νομίζει πως γνωρίζει τα πάντα που σχετίζονται με υπολογιστές. Η πεποίθησή του ότι είναι hacker συνοδευόμενη με επιδειξιομανία τον καθιστούν γελοίο στους γνώστες και βαρετό στους υπολοίπους.

- Ο Μάκης μου είπε ότι μπορεί να σπάσει τους κωδικούς του e-mail μου. Λες να μπορεί να το κάνει;
- Τι κάθεσαι κι ακούς. Ο τύπος είναι βλάκερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική αργκό, είναι το βαρύ κράνος παλαιάς κοπής.

- Καλά, θα κάνουμε πορεία με χέβι μέταλ; - Έεεετσετσέτσι!, θα πήξει η μούνα σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Ακουμπώ > touch
Τζάμι οθόνης
> screen
∴ Aκουμπότζαμο --> touchscreen.
Τυχαίο; δε νομίζω.

- ...όλα τα smartphones with ακουμποτζαμο ονομάζονται iPhone...
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεξία: είμαι ιντερνετικώς πώς συνδεδεμένος με τον άλλον (σε παιχνίδι, σε τσατ, σε μπλογκ, σε ό,τι).

Μεταφορικά: η σκέψη μου συμπίπτει με του άλλου ως δια μαγείας, σα να λέμε τηλεπάθεια ένα πράμα. Είμαι «στο ίδιο μήκος κύματος» με αυτόν, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση, απολύτως τυχαία.

Αντίθετο: είμαι είμαι οφλάιν, οφ (σημασία 1δ).

Από το αγγλικό on line.

  1. - Ρε φίλο, όλη μέρα σε έβλεπα ονλάιν, γιατί δεν απαντούσες;

  2. - Δε μπάμε να χτυπήσουμε κανα μπυρόνι λέω γω;
    - Καλά ε, είμαστε ονλάιν, αυτό ακριβώς πήγα να σου πω και γω τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το combination, βλέπε και κομπίνα.

Ο συνδυασμός κινήσεων δηλαδή ο υπολογισμός των φάλτσων κινήσεων που θα κάνει η μπάλα σου αφού την έχεις στεκάρει (χτυπήσει) προκειμένου να βάλεις την συγκεκριμένη (άλλη) μπάλα στην κατάλληλη τρούπα.

(επιδειξίας) - Κοίτα τώρα τι κομπινέ θα κάνω να την βάλω στην γωνία, κοίτα σου λέω ρε. (ήχος στεκαρίσματος ακολουθούμενος από ήχους από καμιά δεκαριά φαλτσοχτηπήματα)
- Φτου! Παραλίγο, γαμώ την ατυχία μου.
(σκέψη παρατηρητή )
- Μα τι χοντρομαλάκας είναι αυτός ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντραμίστας ή ντράμερ, drummer. Ο μουσικός που παίζει τα κρουστά σε ένα τυπικό ελληνικό παραδοσιακό λαϊκό ή δημοτικό μουσικό συγκρότημα. Προφανώς από το Jazz Band.

O όρος εμπεριέχει περιπαικτική διάθεση μιας και δημιουργήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν, από λαϊκούς μουσικούς για να προσδιορίσει τους συναδέλφους τους μουσικούς, εκτελεστές των κρουστών, με δεδομένη την καχυποψία και ειρωνική διάθεση προς την ξενόφερτη τότε μουσική rock jazz latin pop κλπ και τους έλληνες θιασώτες της μουσικούς.

Συχνά ο τζαζμπανίστας ήταν ντραμίστας με ανησυχίες διεθνούς μουσικής καριέρας που ... κατέληγε σε λαϊκό ή δημοτικό συγκρότημα για βιοπορισμό.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι ... τζαζμπανίστες που έπαιξαν σε πάρα πολλές παλιές λαϊκές ελληνικές επιτυχίες, και τους απολαμβάνουμε στα τραγούδια μέχρι σήμερα, είναι ανεπανάληπτοι.

Επίσης το σύνολο των κρουστών μουσικών οργάνων (ντραμς, τύμπανα, πιατίνια κλπ) που στήνονταν στο «λαϊκό» πάλκο αναφέρεται και ως (η) τζαζ.

Μήτσο για το πανηγύρι στο χωριό μεθαύριο, θα πάρουμε για τζαζμπανίστα τον Γιώργο, που έχει και το αγροτικό τζιπάκι, για να μεταφέρουμε τη μικροφωνική, τους ενισχυτές και τη τζαζ.

(από iwn, 16/10/10)(από iwn, 16/10/10)(από iwn, 16/10/10)

Βλέπε και ντηλέυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό κιόρ, που σημαίνει κυριολεκτικά ο τυφλός ο αόμματος. Απαντάται και ως «κιόρι».

Έτσι προσφωνείται απαξιωτικά έως υβριστικά ο απρόσεκτος. Ευρέως διαδεδομένο στη Β. Ελλάδα.

Πού πας βρε κιόρι;! Ολόκληρο STOP μπροστά σου και δεν το βλέπεις;

(από iwn, 17/10/10)(από jesus, 31/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυναικάς, τουρκική προέλευση, σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Επίσης πεφτοπηδίκουλας, καζανόβας.

- Κάτω τα χέρια σου από μένα γιατί έμαθα ότι είσαι μεγάλος ζαμπαράς.

(από iwn, 16/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοτορόλες είναι οι ασύρματοι VHF, που χρησιμοποιούνται όταν απαιτείται μεν φορητότητα αλλά και μεγάλη εμβέλεια εκπομπής και λήψης.

Οι ασύρματοι αυτοί χρησιμοποιούνται κυρίως από την αστυνομία (η οποία έχει δεσμεύσει ένα εύρος συχνοτήτων αποκλειστικά για τις ανάγκες της), αλλά και από ραδιοερασιτέχνες, διασώστες, οδηγούς οχημάτων (φορτηγά, βλ. και σιμπί - CB) το στρατό και διάφορα μικρά ή μεγαλύτερα πλοία. Στο στρατό, βέβαια, στα φορτηγά και στην θάλασσα οι ασύρματοι συνήθως είναι μεγαλύτεροι και όχι απαραίτητα φορητοί.

Η λέξη έχει συνδεθεί περισσότερο με τους ασυρμάτους της αστυνομίας και προέρχεται από την γνωστή εταιρεία ηλεκτρονικών Motorola.

Παρεμφερείς πληροφορίες εδώ. Πρβλ. και ρακαλάκι.

  1. Από εδώ:

αν έπρεπε να ανησυχώ για τα ραδιοκύματα θα έπρεπε να κρυφτώ σε σπηλιά στα βάθη της γης. (Κι εκεί έχει ηλεκτρομαγνητικά κύματα). Διότι κι εσύ που τα αποφεύγεις τρως τις ακτινοβολίες και τα κύματα: του ραδιοφώνου, της ΤιΒι, των δορυφόρων, του GPS, των κινητών, τηλεφώνων (συσκευών και κεραιών), του ασύρματου τηλέγραφου, των ραδιοερασιτεχνών, από τις μοτορόλες των μπάτσων, συν το Wi Fi και το ασύρματο τηλέφωνο του γείτονα...

[Σ.σ. Φωσφορίζουν τ’ αρχίδια του δηλαδή...]

  1. Από εδώ:

Αστυνομικοί της Διεύθυνσης Ηρακλείου είχαν πληροφορίες ότι καταστηματάρχες της περιοχής είχαν ασυρμάτους συντονισμένους στη συχνότητα της αστυνομίας και γνώριζαν ανά πάσα στιγμή πότε θα γίνει έλεγχος στα μαγαζιά τους, ενώ με μοτορόλες ενημέρωναν και τους συναδέλφους τους. «Χοντρός», «μαύρος», «παππούς» και «καμπούρης» ήταν μερικά από τα ψευδώνυμα που είχαν δώσει στους ντόπιους αστυνομικούς, [...]

  1. Από εδώ:

Το Εθελοντικό Τμήμα αυτή τη στιγμή [...] διαθέτει μοτορόλες, σχοινιά, κράνη, ειδικά φορεία, είδη καταυλισμού και ένα μικρό λεωφορείο, προσφορά του Δήμου Άργους Ορεστικού.

Στο 4:30. (από patsis, 08/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος για τους φορητούς ασυρμάτους με μικρή ή μέση εμβέλεια, το πολύ μερικών χιλιομέτρων. Τα ρακαλάκια έχουν συνήθως τρία με πέντε κανάλια που είναι αριθμημένα με απλούς αριθμούς (1, 2, 3 κλπ) και όχι ρυθμιστικό συχνότητας.

Καλύπτουν τις ανάγκες μοτοσυκλετιστών που κάνουν ταξίδι με δύο ή παραπάνω μηχανές, ορειβατών, εργαζομένων που κινούνται συνεχώς σε μεγάλους χώρους (αποθηκάριοι, σεκιούριτι κλπ). Τώρα πια έχουν μικρό μέγεθος χωρώντας ακόμα και σε τσέπη, παλαιότερα όμως ήταν ογκώδη και με μεγάλη κεραία. Γενικό χαρακτηριστικό των ασυρμάτων είναι η μονόδρομη επικοινωνία, στην ίδια συχνότητα δηλαδή μπορεί να ακούγεται μόνο ένας πομπός. Γι’ αυτό οι ασύρματοι έχουν κουμπί push to talk ή κάτι ανάλογο που ενεργοποιεί την εκπομπή μόνο όταν το πατήσουμε.

Η λέξη είναι ελληνοποίηση της επωνυμίας Racal, μιας βρετανικής εταιρείας που προμήθευε ασυρμάτους τον ελληνικό στρατό και τα σώματα ασφαλείας.

Πρβλ. και μοτορόλα.

  1. Από εδώ:

Φυσικά είχαμε τον σπορτ-μπιλη (DJMIKE) που είχε τα πάντα (έξτρα μπαταρίες για το ρακαλάκι μου, έξτρα ρακαλάκι για όταν τελείωσαν οι μπαταρίες,και φυσικά 3-4 ζευγάρια αλυσίδες για παν ενδεχόμενο :-D )

  1. Από εδώ:

εγώ που είμαι κοντά που θα σας περιμένω;(λόγω που είμαι σχετικά κοντά και θα έρθω από Άγρα Έδεσσα) να έρθω κατευθείαν η να περιμένω κάπου ενδιάμεσα;; (έχω και ρακαλάκι)...

  1. Από εδώ:

Θυμάμαι κυκλοφορούσαν κάτι κοστουμαρισμένοι τύποι που κρατούσαν κινητό που θύμιζε ρακαλάκι –σαν αυτά του στρατού- και τους κοροϊδεύαμε. Αυτοί βέβαια είχε ένα τουπέ τέτοιο, που νόμιζες ότι ήρθαν από το διάστημα, από έναν άλλον πολιτισμό, πιο προχωρημένο από τον δικό μας.

Got a better definition? Add it!

Published