Further tags

Εκ του Gay friend. Ο πουστάκος κολλητός-αξεσουάρ μιας χάϊ-κλας γκόμενας, βλ. π.χ. την Κάρυ Μπράντσω στο «Sex and the City» με τη φιλενάδα της τον Stanford Blatch, την «πέμπτη κυρία» του σόου.

- Είναι ένας τυπάς που θα μας γνωρίσει κάτι φίλες του.
- Μπα και πώς έτσι, έχει τόσες πουτου περισσεύουν;
- Όχι ρε, κλασικός τζίφης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ακούσαμε στη νέα διαφήμιση γνωστής τηλεφωνικής υπηρεσίας. Προέρχεται εκ τoυ γαλλικού «merveilleux» (merveilleux < merveillus < merveille), που σημαίνει «θαυμάσιος».

Όπως και πολλές άλλες γαλλικές εκφράσεις, έχει εισαχθεί στην ελληνική αργκό αυτούσια από τους παλιούς μουστακαλήδες μπεγλεροφόρους βαρύμαγκες.

- Τα τσιμέντα έπηξαν;
- Έπηξαν!
- Μερβεγιέ...

(από The Gray Jedi, 08/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκομμέ τύπος του «κάλμαρε». Ίσως επειδή το «κάλμαρε ρε» έχει πολύ ρο και κάνει κάπως, είχαμε απλοποίηση.

Κάλμα ρε φιλενάδα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλούνται έτσι οι φασίστες (ή όσοι θεωρούνται τέτοιοι) από τους ιδεολογικούς αντιπάλους τους. Πρώτον διότι πρόκειται για νεο-φασίστες (όχι τους αυθεντικούς του Χίτλερ) που «νεκραναστήθηκαν». Επίσης λέγεται ως πικάρισμα με την έννοια ότι ο φασίστας είναι μίζερος άνθρωπος που δεν έχει πραγματική ζωή, αλλά νεκροζώντανος σαπίζει μες το συντηρητισμό του βλέποντας Πρετεντέρη στη τηλεόραση.

Βία στη βία της εξουσίας. Να μάθουν οι μπάτσοι να ρίχνουν χημικά και να δέρνουν όσους πάνε να τιμήσουν νεκρούς. Το ξύλο που έφαγαν οι μαθητές, οι ηλικιωμένοι και οι μετανάστες δεν είναι φασιστικό; Όσοι χτυπήθηκαν ανάιτια από τα ζόμπι, δεν είχαν ψυχή; Φασίστες στις τρύπες σας. http://prezatv.blogspot.com/2012/04/blog-post_973.html

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντιρν­ιλούδι (ουδ) ή και Ιντιρνιλούδα (θηλ.): λόγω της παρονομασίας (ιντιρνιλού - ίντερνετ - λουλούδι) ο όρος χρησιμοποιείται πλέον στο διαδίκτυο για να εκφράσει την γυναίκεια ομορφιά και να την εξυμνήσει, προερχόμενο απ' τον στίχο παραδοσιακού θρακιώτικου τραγουδιού, η Ιντιρν­ιλούδα.

Ιντιρν­ιλούδα: θηλυκό υποκοριστικό του «Ιντιρνιλού» (αυτή που είναι από την Αδριανούπολη / Εντιρνέ στα τούρκικα).

Το δε ουσιαστικό, συνοδεύεται πάντα (μα πάντα) μέσα στον λόγο, ανεξαρτήτως θέσεως, απ' το επιφώνημα ωχ αμάν αμάν, για να εκφράσει τον σεβντά.

Στο κατόπι τους δε, είναι πάντα ο Internet Jones.

παραδειγμα1

ωχ αμάν αμάν,μια ιντίρνιλούδα λούζονταν,
μια ιντίρνιλούδα λούζονταν κι η μάνα της τη χτένιζε
............... παραδειγμα 2

-ρε συ μπηκα σ ενα προφιλ και ωχ αμαν αμαν ρε
-τι;! εχεις παθεις σοκ
-ναι.νεοτάτη κι εχει κορη!την ειχα για τη μικρη της αδερφη!
-και;
-τι ιντιρνιλουδια ηταν αυτα ωρε κι οι δυο τους
-για λεγε
-μανα και κορη ρεξονα μαζι
-τι ρεξονα ρε ζαβε;
-ρεξονα ρε σου λεω.μ αφησανε ξερο.πως να στο περιγραψω!
-αλλος Internet Jones μας προεκυψε,σοβαρεψου!

(από panos of oz, 17/04/12)(από panos of oz, 17/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετάφραση της αμερικλανιάς long walk ή perp walk, η απόσταση δηλαδή που είναι αναγκασμένος να διανύσει ένας κατηγορούμενος ή κρατούμενος φορώντας (ή όχι) χειροπέδες, συνοδεία των αστυνομικών οργάνων προκειμένου να παρουσιαστεί στον ανακριτή ή να διαβεί το κατώφλι του σωφρονιστικού καταστήματος, κατά τη διάρκεια της οποίας είναι εκτεθειμένος σε κάμερες, φωτορεπόρτερ, και λοιπούς παριστάμενους που μάλιστα τον λούζουν και με διάφορα κοσμητικά. Αν και στην πραγματικότητα πρόκειται για απόσταση ολίγων μέτρων, εντούτοις (του) φαίνεται ότι διαρκεί μια αιωνιότητα.

- Το περιπολικό μόλις πέρασε το κατώφλι των φυλακών και ο Άκης είναι έτοιμος για τη μακριά του βόλτα.

Η μακριά βόλτα του Άκη. Το παραληρηματικό μπινελίκωμα από παριστάμενο με αυθεντική λαϊκή φωνή, ξεκινά στο  0:33 (από allivegp, 17/04/12)To μακρύ ζεϊμπέκικο του DSK (από Vrastaman, 18/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλοφλώρικη έκφραση εκ του je ne sais quoi, που σημαίνει «δεν ξέρω τι», ή, ευρύτερα, «αυτό το κάτι το πώς το λένε;» ή «αυτό το ξερωγώ». Θα το μετέφραζα και ως αύρα.

Το λέμε για αυτό το κάτι το άπιαστο, το οποίο υπερβαίνει ένα σύνολο ιδιοτήτων κάποιου. Δηλαδή για να είσαι κάτι, λ.χ. επαναστάτης, Λατίνος εραστής, Σλάνγκος Δράκος, σελεμπριτόνι, μεταλάς, άνθρωπος του υποκόσμου, νταβατζής, άνθρωπος του μόχθου ενίοτε δεν φτάνει να εξασφαλίσεις αντικειμενικές ιδιότητες, αλλά πρέπει να έχεις και αυτό το κάτι το άπιαστο, μια αύρα σχετική. Αντιστρόφως, μπορεί να μην συγκεντρώνεις όλες τις απαιτούμενες ιδιότητες, και όμως να έχεις το ζενεσεκουά, οπότε ακριβώς λόγω αυτού του λ.χ. επαναστατικού ζενεσεκουά, να σε βλέπουνε όλοι και να λένε «να, ένας επαναστάτης». Το ζενεσεκουά είναι κάτι που ή τό 'χεις, ή δεν τό 'χεις, κι ακόμα κι αν το αποκτήσεις στην πορεία, θα έρθει ως χάρισμα εκεί που δεν το περιμένεις, και χωρίς να έχεις κοπιάσει γι' αυτό. Ή θα έρθει, ακριβώς όταν πια θα έχεις απελπιστεί ότι δεν πρόκειται ποτέ να το αποκτήσεις.

Γι' αυτό η έκφραση χρησιμοποιείται συνήθως ως «έχει αυτό το ζενεσεκουά», ή «καλός είναι, αλλά του λείπει αυτό το ζενεσεκουά». Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτός που έχει το ζενεσεκουά έχει τσαμπουκά, αρχίδια, νεφρά, άλλοτε έχει μια σχετική -φατσα, αλλά συνηθέστερα το ζενεσεκουά είναι κάτι πολύ πιο ευαίσθητο και κρύφιο.

Πάσα (Δ.Π.): Vrastaman.

  1. Προτείνω να εισάγουμε κι ένα άλλο είδος αντωνυμίας στο υπουργείο παιδείας, ή στον κ. Μπαμπινιώτη ή δεν ξέρω που αλλού:
    Την κλάση των Ζενεσεκουά αντωνυμιών, οι οποίες θα φανερώνουν αυτό το κάτι μπουρδέλο.
    Πχ, «νοιώθω ζμουτ σήμερα».
    Ή, «πω πω … μόλις την είδα έγινα παρασυμπαθητικόνος«, κλπ. (Εδώ).

  2. - Αν μας μιλούσαν για το «Βράχμα» ή το «Άτμαν» ή την ᾿« Παγκόσμια Υπερβατική Συνείδηση», θα μάγευαν τα αυτιά μας;
    - Ε ναι, όσο να πεις, «Άγιο Πνεύμα»... του λείπει ένα γκλαμούρ, μια δόση εξωτικού μυστηρίου, ένα ζενεσεκουά... (Εδώ).

  3. Έχουν ένα κατιτίς τα ποζεράδικα, μια χαζοχαρουμενιά να την πεις, ένα ζενεσεκουά τελοσπάντων. (Εδώ).

  4. μπορει εκ πρωτης οψεως να φαινεται μισοριξια και παρλιακο (και φοραει ολο ριγε) αλλα εχει θεικο κεφαλι και ενα αναμφισβητητο ζενεσεκουα. (Κι αν ήσουν ο Αρίστος (Ωνάσης);).

  5. Που να έχει αυτό το επαναστατικό ζενεσεκουά… Γιατι δε βάζεις κάννα μπουρλότο σε καμιά φάμπρικά; Γιατί δε ρίχνεις και εσύ κάννα γκαζάκι στον Δημοσίας Τάξεως; (Εδώ).

  6. Ψηφιακή κλάκα δεν μπορούν να οργανώσουν οι οπενγκόβενοι, δεν έχουν το απαιτούμενο ζενεσεκουά. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Επειδή οι εμπορικές ονομασίες όμως είναι συνήθως μακρόσυρτες και δυσνόητες και τελειώνουν σε -εξ χρησιμοποιείται ο όρος για να δηλώσει φάρμακο για αποβολή. Εναλλακτικά το χάπι της επόμενης μέρας.

Προς φαρμακοποιό: «Κανα αποβολέξ έχετε;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγώνας ομαδικού αθλήματος (ποδόσφαιρου, μπάσκετ) που έχει ξεφύγει από τα πλάνα και τις τακτικές των προπονητών και έχει αποκτήσει «μια άγρια ομορφιά» (κατά την προσφιλή έκφραση των σχολιαστών), δηλαδή το παιχνίδι έχει καταστεί άναρχο και εξελίσσεται φουλ επίθεση με ξαφνικές άμυνες, με παίκτες που δεν υπακούουν στα συστήματα των προπονητών και αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες με επιθετικό χαρακτήρα κατά το δοκούν (π.χ. run-and-gun).

Συνήθως, υπό τέτοιες συνθήκες τα πνεύματα είναι οξυμένα, το παιχνίδι αναπόφευκτα καθίσταται αντιαθλητικό και οι συρράξεις μεταξύ των παικτών στον αγωνιστικό χώρο και των οπαδών στις κερκίδες, συμπληρώνουν την εικόνα του εκτραχηλισμού και της αποδιοργάνωσης.

  1. Έγινε… ροντέο το ματς στο Παπαστράτειο (εδώ)

  2. Από περίπατος έγινε… ροντέο! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαϊμού είδος ρουχισμού Zara.

[εντελώς κλασμένος μετά από απίστευτη κραιπάλη, γυρνάς σπίτι και προσπαθεί ο φίλος σου να βγάλει το παντελόνι του χωρίς να βγάλει τα παπούτσια του και το σκίζει]

- Ρε συ, κόψε τους μπάφους, έσκισες το Zara.
- Μην... ανησυχείς... είναι... κινεzara.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified