Τζέι είναι αυτός που του αρέσει να επιδεικνύεται, να πουλάει λεζάντα, αυτός που κάνει πράγματα δίχως ουσία ...κάποιος που στην ουσία κάνει βλακείες.
Κάποιος αγοράζει ένα πανάκριβο τζιπ χωρις να μπορει να το συντηρησει ...είναι Τζέι
Τζέι είναι αυτός που του αρέσει να επιδεικνύεται, να πουλάει λεζάντα, αυτός που κάνει πράγματα δίχως ουσία ...κάποιος που στην ουσία κάνει βλακείες.
Κάποιος αγοράζει ένα πανάκριβο τζιπ χωρις να μπορει να το συντηρησει ...είναι Τζέι
Got a better definition? Add it!
Ιδιάζουσα περίπτωση ανθρώπου με έπαρση και παντογνωσια, η οποία εχει ως σκοπό την ατομική και μόνο προβολή
Σιγά ρε τζέι που τα ξέρεις όλα!
Got a better definition? Add it!
Εκ του ματσό: το παίζεις καλά και ντε άντρας «βαρύς κι ασήκωτος».
Τα ματσιλίκια αλλού !
Got a better definition? Add it!
Παραπλησίως του ορισμού της λεξιλογίας, έχει πάρει την έννοια του φιρουλί φιρουλά, δηλ. γενικότητες, μπούρδες, παπαρίτσες, σούξου μούξου μανταλάκια και τα ρέστα καραμέλες, κλπ.
Λόγω όμως του χάι, τείνει να αλλάξει τελείως σημασία σήμερα και να σημαίνει το χαϊλίκι, το πουλμούρ, τη δηθενιά κλπ.
Εμείς εδώ έχουμε το χάι χού και θα ήθελα να μου πείτε αν ξέρετε τι από τα 2 είναι πιο σωστό ή πιο διαδεδομένο. Γενικώς δεν βρήκα και τπτ σπουδαίο στο νέτι γι' αυτό και επαναλαμβάνεται το παρ. 1 (από το λήμμα αγάπες και λουλούδια).
Όλα αυτά τα τραγουδάκια του Νέου Κύματος και πίσω ήταν τελείως Χάι Χούι. Όλο αγάπες και λουλούδια και ανθοστήλες. Η πραγματικότητα όμως είναι αλλιώς.
Βασική αρχή του γκομενίζειν, όταν η μεναγκό δεν αποδέχεται την πρότασή μας, το παίζει δυσκολάκι ή χάι χούι και γενικά μας τα κάνει τσουρέκια.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Εκ του hipster και του γαμοσλανγκοτέτοιου β΄ συστατικού -ιαση, που δηλώνει φανταστικές σλανγκικές παθήσεις, συνήθως υπερβολές, είναι η αρρώστια του να είσαι χιπστεράς ή χιπστέρι.
Συνώνυμο είναι η χιπστερία ή χιπυστερία, η οποία όμως περισσότερο δηλώνει μια υστερική αγωνία μήπως και δεν είσαι αρκετά χίπστερ, τρέντι αλτέρνατιβ, μήπως έχεις χάσει το Επόμενο Μεγάλο Πράγμα κ.ο.κ., ενώ η χιπστερίαση σημαίνει απλά ότι το έχεις τερματίσει.
1. «Ο Dreamer, αυτός ο 20χρονος τύπος που έγινε γνωστός απ’ τις πειραγμένες στο photoshop φωτογραφίες των προγόνων του», «μου λέει για το σπίτι του στα Σπάτα, απ’ όπου περνάνε τα αεροπλάνα σε απόσταση αναπνοής κι αυτός κάθεται και παρατηρεί τις επιγραφές που έχουν κολλημένες στο κάτω μέρος ». «Ο Dreamer έκανε τον θείο Κούλη μπλουζάκι», «ονειρευόταν ότι θα γινόταν ο νέος Ταραντίνο, παρόλο που το κόλλημά του ήταν (και είναι) τα γιαπωνέζικα manga και anime». Κινητό στερεότυπο ο τύπος. Η χιπστερίαση είναι χειρότερη και από την ψωρίαση τελικά.
2. status....lifo....μονικα....χιπστεριαση...οξια...τσαγκαρουσιανος...
παρακμη...παω να γινω cool..
Got a better definition? Add it!
Ο διάδοχος του Χαμουρα A' ήταν ο Χαμούρα B'.
Μπορεί να αναφέρεται σε γυναίκα χαμούρα που όμως είναι πατσαβούρα.
Ποια ρε; Η Ελένη η Χαμούρα B';
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μπάσο τύμπανο (αγγλικά: bass drum), επίσης γνωστό ως μπότα ή κάσα (προερχόμενο από το ιταλικό cassa), είναι το μεγαλύτερο τύμπανο του συνόλου και χρησιμοποιείται για την παραγωγή βαθύφωνων τόνων. Η κάσα στην καθομιλουμένη των ντράμερ ή γενικότερα μουσικών κρουστών λέγεται και γκρανκάσα.
Συχνά γκρανκάσα λέμε μια γριά ή τουλάχιστον λέγαν οι παλαιότεροι (μπαμπαδισμός). Λογική δεν υπάρχει. Ίσως το γεγονός πως η λέξη είναι παλαιά ιταλική από την περίοδο της προκλασικής μουσικής και το συγκεκριμένο όργανο είναι μεγάλο, βαρύ και θορυβώδες, έφερε στο μυαλό των Νεοελλήνων παλαιοτέρων δεκαετιών που λίγη σχέση είχαν με μουσική παιδεία την εικόνα μιας άσχημης και γκρινιάρας ''μέγαιρας'' γριάς γυναίκας.
- Βρε την γκρανκάσα όλη μέρα γκρινιάζει.
- Πούτσο θέλει η πουτανόγρια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο φαντάρος που ναι μεν εισήχθη στην γιωτομπαλέ κατηγορία (Ι3-Ι4), αλλά νιώθοντας ότι έτσι αποτελεί στόχο χλεύης και περιφρόνησης από τους υπόλοιπους, προσπαθεί μανιωδώς να αποτινάξει το στίγμα του γιωτά από πάνω του, επιδιώκοντας συμμετοχή και δείχνοντας ζήλο σε όλες τις δραστηριότητες (ασκήσεις, πορείες κ.τλ.). Διακαής του πόθος να αλλάξει η Σωματική Ικανότητα (κατά την διάρκεια της θητείας εννοείται).
Got a better definition? Add it!
Μειωτικός χαρακτηρισμός για τον μουσουλμάνο, που συνήθως χρησιμοποιείται σε ακροδεξιά ισλαμοφοβική συνάφεια.
Got a better definition? Add it!