Further tags

Αναφέρεται σε ομάδα κοριτσιών που δεν είναι όμορφες. Λέξη που βγαίνει από το παπαράτσι, αλλά καμία σχέση.

Μπακαλιάρος: - Πάμε Traffic;
Στέφος: - Όχι ρε μαλάκα, όλο μαπαράτσι έχει εκεί μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όνομα μπρατσωμένου ρετρό «υπερανθρώπου» που χρησιμοποιείται για προσδιορισμό τόφαλου, πολύ χοντρής σαβουρογκόμενας.

- Δες μαλάκα τι περνάει, πωπω, πρέπει να είναι τουλάχιστον 500 κιλά! Δες και τι φοράει ρε μαλάκα, θα μας τρελάνει!
- Πού πά ρε Τζιμ Αρμάο με το μίνι!

(από patsis, 28/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακρύ, ίσιο μαλλί, γυρισμένο προς τα πάνω, στην άκρη.

Επειδή μοιάζει με λασπωτήρα αυτοκινήτου.

- Να! Αυτός εκεί είναι ο Λάκης, ο μελαχρινός με το μαλλί-σπόιλερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απατεώνας.

Αυτός ο ασφαλιστής δεν με πείθει. Πολύ παγαπόντης μου φαίνεται!

Μπαγαπόντισσα. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδιώκει να βρει ευκαιρία να εκμεταλλευθεί.

Ο τύπος κυκλοφορεί στην πιάτσα και αλλοίμονο στα κοριτσάκια τέτοιος αβανταδόρος που είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει μανία με τις μπίζνες αλλά δεν έχει απαραίτητα δική του επιχείρηση. Αν δεν έχει δική του επιχείρηση είναι συνήθως στέλεχος μεγάλης εταιρίας. Η μετεξέλιξη του γιάπη. Τον ενδιαφέρει πάντα το χρηματιστήριο και οι οικονομικές ειδήσεις. Το κοστούμι και η γραβάτα είναι τα απαραίτητα αξεσουάρ καθώς και το κοντό καλοχτενισμένο μαλλί. Πάντοτε κάθεται μέχρι αργά στη δουλειά (και υπερηφανεύεται γι' αυτό) και συνήθως πηγαίνει και τα σαββατοκύριακα. Μισεί τους δημοσίους υπαλλήλους. Τους συναντάμε σε μεγάλες ποσότητες στο Κολωνάκι και γύρω από το χρηματιστήριο.

  1. Εγώ πεντέμιση σχολάω, δεν είμαι μπιζνεσαίος να κάθομαι μέχρι τις 9.

  2. Σιγά μη φορέσω γραβάτα! Γιατί με πέρασες, για μπιζνεσαίο;

  3. Προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ να βρω μια δουλειά. Τις έχουνε πιάσει όλες οι μπιζνεσαίοι!

  4. Αυτά τα μπιζνεσαίικα κόλπα με τα τεστ δεξιοτήτων δεν τα μπορώ.

  5. Μπιζνεσαίοι, μπιζνεσαίοι, ποιος σας είπε ότι είστε ωραίοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρακμή, αλλά και ο παρακμιακός, -ή, -ό. Από την γαλλική λέξη décadence που σημαίνει παρακμή και προφέρεται «ντεκαντάνς» (παρεμπιπτόντως: οι dead can dance παίζουν με την προφορά της λέξης αυτής). Το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ανθρώπους, καταστάσεις, χώρους, μουσική.

  1. Είδα την Ράνια χθες. Χάλι. Ήταν υπερβολικά βαμμένη, ντυμένη σαν τρεντάκι ενώ έχει κλείσει τα πενήντα, την έπινε χαλαρά όλη την ώρα και δεν ήξερε πού πατούσε όταν σηκωθήκαμε, άσε που μιλούσε φωναχτά και έλεγε κάτι μαλακίες... Γάμησέ τα, πολύ ντέκα...

  2. Με πήγε να φάμε σε ένα εστιατόριο μες στη ντέκα. Ψευτοχρυσές πλαστικές καρέκλες, συνθετικά τραπεζομάντηλα, μουσική να κόβεις τις φλέβες σου, τα 'παιξα και δεν μπορούσα να φύγω, ήμασταν οι δυο μας μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O ομοφυλόφιλος, αλλά και η γυναίκα που δεν έχει άντρα, η νυμφομανής.

- Αχ δεν είναι πολύ άντρας ο Μπάμπης;
- Ο Μπάμπης; Ας γελάσω! Ρε αυτός είναι γνωστός poutsless.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που θέλει συνέχεια να επιδεικνύεται.

- Καλά, χτες το βράδυ ήμουν φοβερός... Πού να στα λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ανοίγω λογαριασμό στη Google
  2. Κάνω chat μέσω google

Ουδέν σχόλιον..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified