Συνώνυμο του κομπλέ.
Ναι ρε σου λέω, το 'φτιαξα, το 'κανα κομπλίκι. Καλύτερο από πριν!
Συνώνυμο του κομπλέ.
Ναι ρε σου λέω, το 'φτιαξα, το 'κανα κομπλίκι. Καλύτερο από πριν!
Got a better definition? Add it!
Από το κομπλέ + μπλέντερ. Συνώνυμο του κομπλέ.
Όταν βράσει, το σβήνεις με κρασί, ρίχνεις και το αλατοπίπερο και είναι κομπλέντερ...
βλ. και κομπλεδόν.
Got a better definition? Add it!
Το κυκλικό σημείο γύρω από την θηλή της γυναίκας.
- Ωραία γκόμενα, αλλά είχε μεγάλο γυροβιζιόν και της χαλούσε το στήθος.
Got a better definition? Add it!
Προφέρεται fo' sho και σημαίνει for sure, ή αλλιώς στάνταρ, σίγουρα, οπωσδήποτε κτλ.
- Θα πάμε τελικά το βράδυ;
- Φοσό...
- Τι φοσό κι αηδίες ρε ηλίθιε... θα πάμε ή όχι;
Got a better definition? Add it!
Η μεγάλη αναστάτωση, το μπέρδεμα. Η λέξη «κουλουβάχατα» προέρχεται από την Αραβική έκφραση «Kullu Wahad» η οποία σημαίνει «όλα ένα».
Να τη διώξεις αυτή τη καθαρίστρια. Μου κάνει κουλουβάχατα τα πράγματά μου, η μπετούγια.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται απο τον ιδιοκτήτη του fast food Gantas στο Βόλο.
Hamburger κομπλέ στο οποίο περιέχονται τα εξής υλικά: μπιφτέκι με νωπό κιμά δικό μου που τον φτιάχνω εγώ εδω, κασέρι, μπέικον, πατάτούλες χειροποίητες και σαλατούλα τις αρεσκεία σας. Τραχανάς κομπλέ χειροποίητος με κρητικές μπουκιές, φέτα και λουκάνικο.
Got a better definition? Add it!
Μαλάκας νεαρής ηλικίας, παιδαρέλι.
- Καλά, εδώ πλακώσαν τα τσουτσούν νταχτιρντί. Πάμε να φύγουμε, θα μας τα ζαλίσουν.
Got a better definition? Add it!
Μπερδεγουέη / μπέρδεγουέι / μπερδεγουέι: Μπερδεμένη κατάσταση, που δε βγαίνει άκρη.
- Ε πώς να γράψω καλά ρε μάνα μ' αυτήν την καθηγήτρια. Κάθε φορά που βγαίνω απ' την τάξη μετά το μάθημά της είμαι και πιο μπερδεγουέη!
- Τι μπαγουδέη παιδάκι μου μου λες... κάτσε διάβασε λέω 'γω!
Δες και μπερδεψοκατάσταση.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι στην μόδα. Από το αγγλικό trendy (=μοδάτο, μοδάτος). Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή για αυτούς που ακολουθούν τυφλά την μόδα.
Παραλλαγή: τρέντουλας.
-Κοίτα ρε πώς αλλάζει ο άνθρωπος, ο Γιώργος που πριν δυο χρόνια μας το έπαιζε σκληρός punk τώρα είναι τρέντουλας και τρέχει στα clubs.
Βλ. και βλαχοτρέντι, τρέντι, τρεντόπουλο, τον άντρα παλιά, τον ήθελαν λεβέντη. Τώρα τον θέλουν αδελφή και τον φωνάζουν τρέντι
Got a better definition? Add it!
Πολύ ανδροπρεπής (επίθετο). Συνήθως χρησιμοποιείται με αρνητική έννοια. (Σημειωτέον: η λέξη δεν είναι ελληνικής πρόελευσης, αλλά ισπανικής. Χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες λοιπόν, γραφόμενη ως macho.)
Δες ακόμη: αριδάς, χέζω στο δάσος.
Got a better definition? Add it!