Further tags

Αυτός που θέλει επειγόντως να ενεργηθεί, να πάει τουαλέτα, να κάνει το χοντρό του (βλ. κάνω το χοντρό μου)

- Ουφ, αυτό το βρώμικο με πείραξε. Είμαι λίγο χεζμπολάχ τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση για το γνωστό ποτό Jagermeister (Jager).

Αν και η αρχική προέλευση της λέξης παραμένει άγνωστη, εικάζεται ότι ειπώθηκε από κάποιον εξαιρετικά μεθυσμένο ο οποίος δεν μπορούσε να αρθρώσει σωστά τη λέξη γιαγκερμάϊστερ.

  1. - Τι πίνεις;
    - Βότκα γκέιγκα.

  2. - Να πάρουμε ένα καλιμπού (μπουκάλι) γκέιγκα να γίνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειος όρος από τη γειτονική μας Ιταλία. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις ανεξέλεγκτες παραγγελίες, κυρίως φαγητού αλλά και ποτού.

Χτες φάγαμε τον άμπακο. Ο μαλάκας ο Θοδωρής παράγγελνε αβολοντέ. Και πέντε λεπτά πριν έλεγε ότι και καλά δεν πεινάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό Ape (πίθηκος). Κάποιος ο οποίος κάνει σαν πίθηκος συνήθως μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

(κοιτώντας δυο φίλους πάνω στον καναπέ ενός κλαμπ)

- Έιπς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την ελληνογαλλική μετάφραση της φράσης «τον πούτσο (φάγαμε)», όπου το «φάγαμε» παραγράφεται για λόγους διακριτικότητας. Χρησιμοποιούμε συνήθως την έκφραση αυτή για να υποδηλώσουμε ότι βρεθήκαμε ή θα βρεθούμε σε μια δύσκολη κατάσταση από την οποία θα βρεθούμε μάλλον χαμένοι (βλέπε και τον ήπια).

  1. (σε μπαρ)
    - Ωχ, η Μαρία... φτου και της είχα πει ότι θα μείνω μέσα να διαβάσω και με είδε και έρχεται προς τα δω...
    - Κατάλαβα... λα 'πουτς φίλε μου!

  2. - Πήγατε για 5x5 σήμερα;
    - Ναι..
    - Και...; πώς τα πήγατε;
    - Λα 'πουτς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποίηση του πασίγνωστου αγγλικού όρου «shock». Δηλώνει μεγάλη έκπληξη ή θαυμασμό. Για να δοθεί έμφαση, είναι καλό στον προφορικό λόγο να προφέρεται με παχύ 'σ' (σσοκ) και στο chat να αναγράφεται ως εξής: σοκκκκκκκ. Οι χρήσεις του αμέτρητες - βλ. παραδείγματα.

  1. - Μαλάκα, φάε αυτό το μπανόφι και κλάψε.
    - Τόσο καλό;
    - Σοκκκκ λέμε...

  2. - Παίδες, χτες έβαλα ένα γκομενάκι το σοκ το ίδιο.
    (σημ.: εδώ κολλάει η απάντηση: Ηρέμησε).

  3. - Κοιτάξτε μαλάκες, έρχονται δυο μουνιά-σοκ.

ή εναλλακτικά:

- Κοιτάξτε μαλάκες, έρχονται δυο σοκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόνος. Χωρίς γκόμενα /-ο.

  1. - Θα σκάσεις με την Μαρία το βράδυ;
    - Όχι θα είμαι σόλο.

  2. - Παίζει καμιά γκόμενα αυτή την περίοδο;
    - Μπα, Χαν Σόλο είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα η οποία ψάχνεται.

Για εξαιρετικά ακραίες περιπτώσεις, από το αγγλικό desperate σε συνδυασμό με την γνωστή ταινία.

  1. - Τι ντεσπεράντο είναι αυτή η Αλέκα ρε μαλάκα. Με παίρνει συνέχεια για να βγούμε αλλά είναι μπαζόμπαζο.

  2. - Καλά, ναυάγιο αυτό το μπαρ, τίγκα στη ντεσπερίλα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματικό για την πράξη του αυνανισμού. Αποτελεί καμουφλάζ του λατινικού «manus» που σημαίνει χέρι, σε όνομα γυναίκας που συναντάται κυρίως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής (πολύ δημοφιλές στις βραζιλιάνικες σαπουνόπερες).

- Πού πας Αντρέα;
- Να παίξω με τη μανουέλα...Από τότε που με άφησε η Ερατώ, δεν κάνω και τίποτα άλλο...

- Ρε, άκουσα ότι ο Βαγγέλης βρήκε γκόμενα. Αληθεύει;
- Σιγά μην βρήκε ο Βαγγέλης άλλη...Αφού ξέρεις πόσο πιστός είναι στη μανουέλα...μπουχαχαχαχαχα!!

- Άσ' τα... και σήμερα καμία γκόμενα δεν χτυπήσαμε γαμώ την τύχη μας μέσα!!
- Μην ανησυχείς αγόρι μου...Αφού μας περιμένει σπίτι η μανουέλα, τι στενοχωριέσαι..;

(από DT Jesus, 26/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδεικνύει υπερβολικό χαϊλίκι.

Ο γουόναμπι, ο φλάσυ, ο μαλλί, γυαλί και παντελόνι Lee, εν γένει αυτός που πουλάει αέρα (συνήθως κοπανιστό). Από το αγγλικό wazzaaa (= what's up).

Σημ. Σαν υπερθετικός, έχει ειπωθεί και ο γουαζάμπι (wasabi).

- Κοίτα το γουαζά με το Φερραρικό στην πλατεία.

Βλ. και σχετικά λήμματα πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore, πουλάω μούρη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified