Further tags

Περιγράφει κάτι το ανίκητο/πολύ ποιοτικό. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρήσει ένα πρόσωπο,ενα μουσικό κομμάτι,έναν τρόπο εκτέλεσης κάποιας ενέργειας,η ένα champion στο League Οf Legends.

Lady Gaga ακούς ρε τελειωμένε; Ναι ρε,που να χάσει η gaga.

Ο Γιάννης που γνωρίσαμε χθες τρομερός λεβέντης ε; Πού να χάσει ο Γιάννης φιλε,έχεις πολλά να δεις ακόμα.

Τrynda mid που να χάσει.

Χθές πήγαμε τζαμπέ στο πάρτι με το ταξί, δεν δώσαμε φράγκο στον ταξιτζή. Ωραίοι ρε,που να χάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος κάποιος τρελένεται, ταράζεται, εκλπήσσεται , η πιο ακριβής περιγραφή για τη λέξη Μάντι είναι "σκάει επιληψία".

Μαλάκα δε φαντάζεσαι τι έγινε χθές τρελό μάντι μαλώσανε οι γείτονες και βριζόντουσαν στο δρόμο.

Δεν αντέχω να διαβάσω άλλο έχω σκάσει μάντι θα τα παρατήσω.

Καλά ο Νίκος είναι full μάντις άμα του πεις τίποτα σηκώνεται και φεύγει.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός(μερικές φορές και ρήμα: σμιγγολιάζω, ή και μόνο του σαν πράξη) που αποδίδεται σε κάποιον/α όταν κλείνεται σπίτι του, αποφεύγει κοινωνική αλληλεπίδραση και τον κάνει να νιώθει άβολα, δεν πλένεται , δεν φροντίζει τον εαυτό του και χαλάει το χρόνο του στο βρώμικο του σπίτι χώρις να κάνει τίποτα παραγωγικό.

Ρε μαλάκα ο Γιάννης έχει γίνει σμίγγολας πάλι κάθεται σπίτι παίζει παιχνίδια και τρώει πίτες δύο βδομάδες συνεχόμενα.

Καλά η Ελένη έκανε τρελό σμίγγολ πέρασε απο δίπλα μου τις προάλλες και δε με χαιρέτησε.

Ρε μαλάκα σμίγγολ κάνε ένα μπάνιο να πάμε για μια μπύρα με γαμιέσε.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο δυνατός, ο ισχυρός στην αρχαία ελληνική. Στον μοδέρνο κόσμο, χρησιμοποιείται εις την σλανγκικήν καταχρηστικά, ως επίθετο ή και ως επιφώνημα, σε τετριμμένες περιπτώσεις, όπου αναδίδει μια ντελικάτη εσάνς γαλλο-φερμένης αργκό, μαζί με το αυστηρό του κλασικού χαρακτήρα.


1.
-Ψιτ, τσέκαρε...
-Κραταιό (πατούρι)!
2.
-Ρε δε θα 'ρθει ο Σάββας το βράδυ για ταινία, βγήκε ραντεβού.
-Μαλάκα σπάει ο κραταιός κύκλος των αγάμητων;

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός/η που έχει πρήξει τους μύες του/της από την υπερβολική άσκηση στο γυμναστήριο. Συνήθως χρησιμοποιείται για άτομα που κυρίως βρίσκονται στους πάγκους με βάρη. Σύνθετη λέξη από τα πρήξιμο + -iser(en/fr) στην ελληνοποιημένη μορφή του, το οποίο αποτελεί αντιδάνειο του αρχαιοελληνικού -ίζειν επίθημα το οποίο χαρακτηρίζει δράση. Εναλλακτικά εμφανίζεται ως πρησκαλάιζερ για λόγους ευηχίας.

-Ακόμα διάδρομο κάνεις ρε;
-Γάμησε με τι να κάνω; Δε βλέπεις τον πρησκαλάιζερ εκεί πέρα, έχει παντρευτεί τον πάγκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άτομο αδέξιο, που δεν δείχνει ενδιαφέρον, ζήλο, προσήλωση η επιμέλεια στα έργα του, που κάνει πρόχειρη ανολοκλήρωτη δουλειά, σαν αγγαρεία, τεμπέλικα, βαρετά, στο γόνατο, στο πόδι, με ζημιές και κακοτεχνίες. Η σβάρνα είναι γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στις καλλιέργειες για να ισιώνει το χώμα σε χωράφι και να σπάει σβόλους γης. Το ρήμα σβαρνίζω σημαίνει ότι σέρνω κάποιο αντικείμενο απρόσεκτα, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή η προφύλαξη, αδιαφορώντας για τυχόν ζημία που μπορεί να υποστεί η να προκαλέσει.

  1. Στοιχείο λίστας

-Ωχ, σε ποιον πήγες και ανέθεσες αυτή τη δουλειά?! Είναι μεγάλος σβαρνιάρης. Στο τέλος θα αναγκαστείς να την κάνεις εσύ ο ίδιος.

  1. Στοιχείο λίστας

ο εργοδηγός στον εργάτη:- Αν συνεχίσεις να δουλεύεις έτσι σβαρνιάρικα θα πας στο σπίτι σου.

Got a better definition? Add it!

Published

Ἄλλ' ἀντ' ἄλλων, ὅ,τι νά'ναι.

-οτι και να βαλεις ειναι λιγο στην τυχη το θεμα εκτως αν εχεις τιποτα ψαγμενες σπουδες!

-ο αντωνης εβαλε ειδηκες και τον πηραν τεχνικο εγω εβαλα πεζικο και με πηραν διαβηβασεις και μωλις εβαλα υεα εφαγα μεταταξη τεθορακισμενα.*

-ααα μπουχλουμπου δηλαδη.. οκ ρε παιδια, ευχαριστω πολυ*

(ἁπὸ διάλογο νἐων γιά τὴ στρατιωτικὴ θητεία ἐδῶ)

Τὀ βρῆκα ψάχνοντας τὴν "κυρία Μπουχλουμποῦ" καὶ νομίζω πως ἡ λέξη σλανγκίζεται.
κυρία Μπουχλουμποῦ

Ἐπίσης βρῆκα καί "Κοντυλιὲς μπουχλουμποῦ", ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται ἀπὸ παλιὰ.
Κοντυλιὲς μπουχλουμποῦ
Στὰ σχὸλια τοῦ τραγουδιοῦ βρῆκα αὐτὸ:

"Οι κοντυλιές αυτές ονομάζονται 'κοντυλιές της Μπουχλουμπούς' χωρίς να μπορούν και αυτοί ακόμη οι λαϊκοί οργανοπαίκτες να δώσουν μια εξήγηση γιατί ονομάζονται έτσι" Η μητέρα μου, γέννημα-θρέμα της ίδιας περιοχής της Κρήτης (Ιεράπετρα) υποστηρίζει ότι είναι χαρακτηρισμός για γυναίκα που λέει ψέματα για να προκαλέσει σύγχυση, που κάνει νάζια, αερολογεί και που προκαλεί ανακατωσούρα γενικά. Ήταν σε χρήση παλαιότερα.

Σχόλιο του δίσκου "Κοντυλιὲς μπουχλουμποῦ"

Τὶ γνώμη ἔχουν οἱ Κρητικοὶ τοῦ σλανγκρ γιὰ τὰ παραπάνω;

Ἐπίσης σὲ ἄλλο σχόλιο τοῦ ἴδιου τραγουδιοῦ βρῆκα κι αὐτὸ:

όταν ήμουν μικρός ο παππούς μου, Σαρακατσάνως απ το Μαντούδι Ευβοιας μαγιρευε μια παραδοσιακι σούπα φτιαγμένη από σιτάρι, κατσικίσιο γάλα και μέλι στο τζάκι. Δεν έχω ακούσει αυτή τη λέξη "Μπουχλουμπου" από τότε. Σας ευχαριστώ για το δικό σας ορισμό της λέξης, εγώ εξακολουθώ να βρίσκω ενδιαφέρον το πώς η ίδια λέξη έχει πολλές σημασίες στα διάφορα μέρη της Ελλάδαs.

Σχόλιο του δίσκου "Κοντυλιὲς μπουχλουμποῦ" 

Τὸ δεύτερο σχὀλιο μᾶλλον παραπέμπει στὸ γλυκὸ μουχαλεμπὶ:

Το μουχαλεμπί είναι μια γλυκιά (στις αυθεντικές συνταγές βάζουν σχεδόν την διπλάσια ζάχαρη) ανατολίτικη κρέμα με πολλές παραλλαγές. Συνήθως αρωματίζεται με ανθόνερο, αλλά είναι πολύ νόστιμη και με μαστίχα.

Μουχαλεμπί και γκιούλ σερμπέτ ο αναστεναγμός σου

και του Χατζή Μπεκίρ λοκούμ ο τρυφερός λαιμός σου.

Ο κάθε λόγος σου γλυκός, σαν ραβανί αφράτος,

και σαν Αιβάν – Σεράι λοκμάς με μέλι μυρωδάτος

Βιβλίο Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου ἀπὸ ἐδῶ

Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ πράγματος εῖναι ἡ πορεία τῆς λέξης μέσα στὸ χρὸνο, ἀλλάζοντας μάλιστα νόημα. Ἔτσι αὐτὸ ποὺ παλιότερα σήμαινε γυναίκα ψεύτρα καὶ ἀνακατώστρα ἤ ἀλλοῦ γλυκὸ ἀπὸ γάλα καὶ μέλι ἔφτασε στὶς μέρες μας νὰ σημαὶνει ἄλλ' ἀντ' ἄλλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιακή φράση που έχει (πιθανόν) τις ρίζες της στην εποχή της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης του '21. Λέγεται για ο,τιδήποτε (πρόσωπο, πράγμα, κατάσταση) είναι υπερβολικά και εκνευριστικά αργό ή τραβάει σε μάκρος, σε σημείο που να σου σπάει τα νεύρα. Επίσης για κάποιον που έχει χαρακτηριστικά αργές αντιδράσεις, που μέχρι να κάνει κάτι τον "έχουνε πάρει αμπάριζα".

Η παρομοίωση είναι προφανής: παρομοιάζει μιά υπερβολικά αργή κατάσταση με τις μάχες που γίνονταν επί Τουρκοκρατίας με τα παλιά εμπροσθογεμή τουφέκια. Αυτά που έριχνες μία μπαταριά και μετά έπρεπε να κάνεις ολόκληρη διαδικασία για να γεμίσεις, με τη βέργα από μπροστά, και να ξαναρίξεις. Και φυσικά, εκεί ο άλλος δεν σε περίμενε να του ρίξεις. Ή την κοπάναγε και κρυβόταν, ή γέμιζε και στην μπουμπούνιζε αυτός πρώτος!

- Τι κάνεις εκεί ρε;
- Κατεβάζω μιά ταινία. Αλλά είναι πολύ αργή η σύνδεση και έχει πόση ώρα που το παλεύει...
- Καλά... Κάτσε Τούρκο να γεμίσω! Μέχρι το μεσημέρι αν έχει κατέβει σφύρα μου!

(διάλογος μεταξύ φίλων που βλέπουν ποδόσφαιρο):
- Κοίτα τι έχασε το άτομο ρε! Δεν το πιστεύω!
- Αγόρι μου το ποδόσφαιρο δεν είναι "κάτσε Τούρκο να γεμίσω". Μέχρι ν' αποφασίσει αυτός τι ήθελε να κάνει του πήραν τη μπάλα χωρίς να το καταλάβει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που με την δράση του νομιμοποιεί, βγάζει καθαρούς, ξεπλένει λαμογιές και λαμόγια που επιθυμούν μια έξωθεν καλή μαρτυρία, ένα ξεκάρφωμα βρε αδερφέ.
Με απλά λόγια, αυτός που κάνει ξέπλυμα βρώμικου λήμματος.

  1. Γιατι αν κατι ειναι χειροτερο στον κοσμο τουτο απο τον ολοκληρωτισμο, ειναι το να σαι ξεπλενης αυτου ... ΕΔΩ

  2. -μαλάκα θυμάμαι σε μια εκπομπή είχε εκπροσώπους από όλη την ακροδεξιά. ΝΔ, ΑΝΕΛ, ΛΑΟΣ και ΧΑ.
    -ξεπλένης των φασιστών είναι ρε, όπως όλοι αυτοί ... ΕΔΩ

  3. Βίζες θα μπορούν να αγοράζουν αλλοδαποί εκατομμυριούχοι στη Βρετανία αν δεσμευτούν να επενδύσουν. Λέγεται και κάλεσμα στην ξεπλένης United. ΕΔΩ

  4. Αυτη η χωρα δεν θα σωθεί ποτέ όσο υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν σοβαρά πως ενας ξεπλένης σκοπευει να τους χαρισει 600 δις ΕΔΩ

  5. ΑΓΓΕΛΙΑ ΓΑΜΟΥ ...
    Δημόσιος Υπάλληλος σε ξωτικιά χώρα, με ειδικότητα «φακελλάκιας-γρηγορόσημος» και με εταιρία «μαϊμού-μπαμπουϊνο» στο όνομα της τρίτης αξαδέρφης του, που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες στην ίδια του την περεσία (φυσικά με την έγκριση και την υπογραφή του ιδίου), κονομημένος, με πολλά ακίνητα στην οφσόρ «Ο Ξεπλένης» και πάμπολλα γκαφρά στην «Μασουρι-Μπανκ» στα νησα «Καϋμενα Αϊλαντς», ζητάει σοβαρή σκέση, με ζουζουνοκατάσταση και γουτσου-γουτσου, με σκοπό το γάμο. Η υποψήφια πρέπει να ναι νοικοκυρά και πομονετικιά, να περιμένει μαζί με τον καλό της, το «μπαμ», που θα σοπεδώσει τη ξωτικιά χώρα και μετά ο νοών-νοείτω με τοση περγιουσία στα ξωτερικά και στις οφσόρες, τα φέραμε μέσα και μαζέψαμε όλο το κεχρί.
    Πληροφορίαι: Κον Παμεινώντα, κατά τας εργασίμους ημέρας του δημοσιοπαλληλικού ωραρίου. ΕΔΩ

  6. Ὑπάρχει πιό …«ξεπλένης» ἀπό τόν «ποτάμη»; Πιὸ ξεπλένης-τσιράκι τῶν τραπεζῶν, γίνεσαι ἀρχηγὸς κόμματος, ποὺ τὰ χώνει μεγαλοεργολάβος. ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified