Further tags

Τα χάπια ή ναρκωτικά των οποίων η ημερομηνία λήξεως έχει παρέλθει. Επιφέρουν ακόμα πιο έντονες παρενέργειες σε αυτόν που τα έχει πάρει και ωσεκτουτού η συμπεριφορά του είναι ιδιαιτέρως αλλοπρόσαλλη.

Όρος που χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να δηλώσει κάποιον που συμπεριφέρεται ακατανόητα, σα να είχε καταναλώσει ληγμένα...

- Δες, δες την τη γιαγιά που τραγουδάει μόνη της μες τη μέση του δρόμου!
- Ρε τα ληγμένα! Πάει αυτή!

Απολαύστε υπεύθυνα. (από Galadriel, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιώσιμο.

- Μαλάκα γκαγκάνιασα χτες με τα έτσι και τα γιουβέτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ιδιότητα ενός ατόμου υπό την επήρεια ουσιών.

- Θάνο πάνε να πάρεις κάνα τσιγάρο...
- Ώωω ρε φίλε είμαι πολύ καλαμωμένος... στείλε άλλον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εισπνοή κοκαΐνης από τη μύτη.

- Τι γίνεται ρε, αυτή η γκόμενα χορεύει σαν τρελή όλο το βράδυ... Κώλο δεν έχει βάλει κάτω!
- Αυτή; Αυτή ρίχνει μυτιές, γι' αυτό την βλέπεις συνέχεια στην τσίτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι μεθυσμένος.

- Ήρθε μέσα στο μαγαζί ο Νίκος και ήταν τελείως γκολ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω λιώσει από κούραση, ξενύχτι, αλκόολ, ναρκωτικά ή και όλα μαζί.

- Ξύπνα! Είχαμε πει ότι θα πάμε θάλασσα σήμερα!
- Άσε με να κοιμηθώ ρε μαλάκα, είμαι κομμάτια από χθες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε κατάσταση χαλάρωσης, νωχελικότητας, αποβλάκωσης, κούρασης ή μαστούρας, ανάλογα με τον τύπο του λιωσίματος.

Επίσης χρησιμοποιείται για να δείξει ότι ασχολούμαι με κάτι σε υπερβολικό βαθμό.

  1. Έλιωσα στον ύπνο όλο το Σαββατοκύριακο... Δεκαπέντε ώρες την ημέρα κοιμόμουν!

  2. Ήρθε προχθές ο Βαγγελάκης σπίτι και λιώσαμε στο Playstation!

  3. — Έφερα το μαύρο! — Είναι καλό ρε μαλάκα ή δεν θα καταλάβουμε Χριστό πάλι; — Καλό είναι ρε, θα λιώσουμε σου λέω!

  4. Άντε να τελειώνει η εξεταστική γιατί έχω λιώσει στο διάβασμα έναν μήνα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω κουμπιά, χαπάκια.

Μ' αυτά τα πριόνια που παίζει το μαγαζί, άμα δεν κουμπωθείς, δεν την παλεύεις μία...

Να μην συγχέεται με το κουμπωμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.

Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έξω απεξαρτηθεί από κάτι. Στην βασική του σημασία χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απεξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες, κατ' επέκτασιν όμως και με ειρωνική διάθεση σημαίνει την απεξάρτηση από οποιονδήποτε εθισμό.

  1. - Τι κάνει ο φίλος σου ο Κώστας; Ακόμα στην πρέζα;
    - Όχι ρε, ευτυχώς πήγε σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης και τα τελευταία δυο χρόνια είναι καθαρός.

  2. - Τι λέει το Facebook, ακόμα εκεί ξημεροβραδιάζεσαι;
    - Όχι ρε, κανέναν μήνα μου κράτησε η πώρωση και τώρα είμαι καθαρός. Τρελό κάψιμο το Facebook πάντως... Μέχρι και στον ύπνο μου το έβλεπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified