Από την ελληνική λέξη μπάφος. Συνήθως έτσι ονομάζεται ο μπάφος στα σπίτια των Ελλήνων φοιτητών που σπουδάζουν κυρίως στο UK.
- Yo chickano στρίβουμε κάνα μπέιφ;
- Άντε κάνε δουλειά chiiiiiiiiiiiiiiick.
Από την ελληνική λέξη μπάφος. Συνήθως έτσι ονομάζεται ο μπάφος στα σπίτια των Ελλήνων φοιτητών που σπουδάζουν κυρίως στο UK.
- Yo chickano στρίβουμε κάνα μπέιφ;
- Άντε κάνε δουλειά chiiiiiiiiiiiiiiick.
Got a better definition? Add it!
Αφενός το μουσικό και μη σουξεδάκι και αφεδύο η τζούρα κανναβινοειδούς ή άλλης ουσίας, κυρίως από μπονγκ ή πίπα.
Εκ του αγγλικανικού hit.
- Παίξτε και κανα χιτάκι. Όλο κάτι b-sides παίζετε...
(εκεί)
- Ε, λοιπόν κι εσείς οι ποιοτικοί τα ίδια σκατά είστε. Νούμερο ένα χιτάκι ήταν οι τσοντίτσες της greek erotica! Και μάλιστα οι τσοντίτσες που σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες του Bouldela.com είναι το τοπ ελληνικού γούστου: λεσβιακά.
(εδώ)
- Μπρε Μανωλιό, πιε ένα χιτάτσι και φεύγει το φαρμάτσι...
Got a better definition? Add it!
Η σύριγγα με την οποία τρυπιέται (σουτάρει) το ζάκι. Εκ του αγγλικάνικου (warm) gun.
Εναλλακτικά: γκαν, γκάνι, σέο.
1.
Στο βαγόνι γινόταν χαμός, κάτι πρεζόνια με το γκανάκι να εξέχει από την τσέπη (πρώτη φορά είδα ανθρώπους να κυκλοφορούν με το γκανάκι εμφανές στην τσέπη) προσπαθούσαν να πείσουν τους επιβάτες ότι δεν είναι πρεζόνια αλλά απλώς άνεργοι που δεν έχουν να φάνε, και «βοηθήστε μας καλέ κύριοι» και τέτοια.
2.
Με το «γκανάκι» βρίσκεις τη φλέβα, κάνεις αναρρόφηση κι όταν βλέπεις ότι είσαι μέσα τότε «σουτάρεις» και αισθάνεσαι το «φλας». Παίρνεις σήμα και «νταγκλάρεις». Οταν η δόση είναι μικρή στανιάρεις, γίνεσαι φυσιολογικός. Οταν η δόση είναι κανονική νταγκλάρεις, μαστουρώνεσαι. Αισθάνεσαι σπουδαίος και δυνατός. Ετοιμος να κατακτήσεις τον κόσμο.
3.
Μέρες του '79......Αχ τι μου θύμισες.. Το Ντούφη.. τα Youth Hostels που στέγαζαν Γερμανούς κάθε ηλικίας στο δρόμο από και για Ινδίες (που έκοψε η πτώση του Σάχη ακριβώς το '79).. Τα μαύρα μαύρα.. τα τάι, η μορφίνη (που συχνά ήταν Romidon και μας έκαψε) το ένα γκανάκι για μέρες και μέρες διότι δεν έδιναν σύριγγες οι φαρμακοποιοί..
Got a better definition? Add it!
Το κλασσικό λάδι coppertone που σε μαυρίζει λες και είσαι χάλκινο ρομπότ που σκουριάζει.
Συνήθως το ακούς στην παραλία από Πακιστανούς με την χαρακτηριστική προφορά ή από οποιονδήποτε κάγκουρα που θέλει να το παίξει μούρη στο γκομενάκι.
Ρε συ βαράει ο ήλιος, δώσε μια το κοπερτόνι...
Got a better definition? Add it!
Κοροϊδευτικός όρος για τα ροφήματα-εφευρέσεις που θέλουν να ονομάζονται είδη καφέ ενώ κατά βάθος η περιεκτικότητά τους σε καφεΐνη περιορίζεται στο ελάχιστο.
Ο «Ice Cool Super Turbo Jet Energizer Carameloccino» για παράδειγμα είναι ένας πουτσοτσίνο.
Ο όρος έγινε γνωστός από το γνωστό σποτάκι με το «Star Mitsos» όπου ο Ελληνάρας πελάτης του ομώνυμου μαγαζιού στην Αμερική δεν καταφέρνει να παραγγείλει ελληνικό καφέ (μέτριο), αλλά μόνο φραπουτσίνο κτλ.
- Όχι ρε μαλάκα, μην πάμε εκεί, τι θα πιούμε, πουτσοτσίνο;
- What καπουτσίνο, φραπουτσίνο, πουτσοτσίνο και τα παπάρια του Καράμπελα over here you have; I want a greek coffee, μέτριο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πολύ μικρή δόση (συνήθως στο ποτό).
- Την πίνεις για τα καλά εσύ, τελικά...
- Σιγά μωρέ, τί πίνω; Κατά τις εφτά στάζω το πρώτο, και μην φανταστείς, ένα μπέιμπυ όλο κι όλο.
- ... και μέχρι να κοιμηθείς έχεις πιει πεντέξι στάνταρ, άσε τα μεσημεριανά, ένα ουζάκι από δω, ένα ρακί από κει, λίγο κρασάκι να πάει κάτω η μπουκιά, άσε σου λέω, τό 'χεις παραχέσει τελευταία...
- Ε, καλά, άλλο το μεσημέρι, δεν μετράνε αυτά...
Got a better definition? Add it!
Πληθυντικός του ντεπόν.
- Έλα, μάνα, πάρε μου και ντεπά τώρα που θα έρχεσαι γιατί πάει να σπάσει το κεφάλι μου...
Got a better definition? Add it!
Αποτελούν φανταστικά-κοροϊδευτικά συμπληρώματα διατροφής ευρέως διαδεδομένα στους κύκλους που συχνάζουν επίδοξα μπιλντέρια.
Αποδίδεται (η χρήση τους) με έναν ειρωνικό τόνο, σε αυτούς που καυχιούνται ότι «έχτισαν» το εν λόγω σώμα τους περνώντας αμέτρητες εργατοώρες στα γυμναστήρια, ενώ μια βδομάδα πριν είχαν το σώμα του Παναγιώτη (σώμα γνωστού τυροπιτούλη).
Εικάζεται λοιπόν ότι η απότομη αλλαγή αυτή οφείλεται στο κούμπωμα των ουσιών αυτών από τον εκάστοτε τσαρώφ των gym.
Πιάνοντας το χέρι του φίλου μας
- Τι έγινε μωρή ξεφτίλα, τουμπάνιασες σε μια βδομάδα μέσα; Τι πήρες, κοκταίηλ απο πρισμενολ και πριξτίν πάλι;
- Ρε μαλάκα ξεκόλλα, γαμιέμαι δυο μήνες στα βάρη!
- Έλα τώρα... μεταξύ μας μεταξά..
Βλέπε και σταρχιδιαμόλ.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του γνωστού μπάφου. Με λίγα λόγια ένα χορταράκι του Θεού που σε ταξιδεύει σε άλλη διάσταση. Προέρχεται από το αγγλικό ρήμα joint αφού το τσιγαριλίκι περνάει από όλα τα στόματα της παρέας.
- Πώς περάσατε στο πάρτυ;
- Α, δεν έχω παράπονο. Μας περιποιήθηκαν τα παιδιά. Μέχρι και τζόιντ είχαν!
Got a better definition? Add it!
Σύντμηση - υποκοριστικό του αντιβηχικού σιροπιού Dovavixin.
Γευστικό απεριτίφ για την κουζίνα του χαπάκια. Το δραστικό συστατικό του καλείται ζιπεπρόλ, έχει ελαφρά ψυχοτρόπο δράση σε συνδυασμό με βαρύ ζάβλακα.
Από το ΔΠ: AN21.
- Πού ήσουν χτες ρε μαλάκα και δεν απαντούσες στα τηλέφωνα; - Είχα πιει μια ντόβα και δεν μπορούσα να κουνήσω τα πόδια μου.
Got a better definition? Add it!