Further tags

Φτηνή απομίμηση του αναψυκτικού που σπονσοράρει τον άη-Βασίλη και τα σχετικά παιδικά όνειρα. Η συγγένεια των αναψυκτικών συνήθως περιορίζεται στο χρώμα, την ύπαρξη ανθρακικού, την υπερεπάρκεια ζάχαρης και την αδιαμφισβήτητη θρεπτική αξία.

- Έλα ρε βλάκα, πάρε την κόκα φόλα μπας και γλυτώσουμε κάνα φράγκο. Λες και θα καταλάβει κανείς τη διαφορά να πούμε. Σαββάτο πεθαίνεις, Κυριακή, Δευτέρα θα σε θάψουνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μία παρέα θέλει να ετοιμάσει τσιγάρο παράνομων ουσιών, υπάρχει πάντοτε ένας που ονομάζεται ψήστης. Είναι ο κωδικός για αυτόν που θα «ψήσει» κατάσταση. Έτσι χρησιμοποιείται ο όρος BBQ από την σάλτσα για το κρέας σε barbeque ... και κανένας δεν καταλαβαίνει τίποτα!!!

- Πού είναι ο θώμας ρε;
- Τώρα βάζει την BBQ και τελειώνει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από γερό μεθύσι, γονατίζω μπροστά από τη λεκάνη της τουαλέτας για να ξεράσω. Σαν να την προσκυνάω δηλαδή...
Συνώνυμο: παίρνω τη χέστρα αγκαλιά.

(Εν μέσω γερού πιώματος)
1. - Τι έγινε ρε μαλάκα, πολύ ώρα ήσουνα στην τουαλέτα...
- Φίλε, προσκύνησα κανονικά... Δεν πίνω άλλο!!

  1. - Τι έκανες τόσην ώρα εκεί μέσα;; - Προσκυνούσα τη λεκάνη!

(από poniroskylo, 28/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήπιαμε πολύ... Κάποιος με κοπάνησε δυνατά...
Πολλοί ορισμοί.

Μου έσκασε μια μπάτσα και την άκουσα στέρεο ρε φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλικής έμπνευσης παραλλαγή της λέξης «φραπές». Χρησιμοποιείται σε στιγμές χαλάρωσης, ανεμελιάς, τεμπελιάς και σπαρίλας.

Προφέρεται και φγγγαπού (γαλλική προφορά).

  1. - Τι κάνεις μαν, διαβάζεις για αύριο;
    - Μπα, έχουμε φτιάξει φραπού και το κωλοβαράμε.
    - Κατάλαβα πάλι θα μείνουμε...

  2. Λίωνω, όπως ο Λένον για τη Γιόκο Όνο,
    σαν τα παγάκια στη φραπού που τώρα στρώνω...
    (στίχος των Χατζηφραγκέτα)

(από Khan, 10/04/13)Και η σάμερ βερζιόν (από Khan, 10/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αντίθεση με το μπριζώνω, η έκφραση αυτή είναι πιο συγκεκριμένη και αναφέρεται σε μια στιγμιαία αναλαμπή της διάθεσης και το πέρασμα σε μια πιο ενεργητική φάση της.

Ενδεχομένως αυτό μπορεί να προκληθεί από τυχαίους παράγοντες (διαταραχές ορμονών, πιο συχνό στο ασθενές φύλο, ας με συμπαθάνε οι κυρίες αλλά έτσι είναι πάρτε το χαμπάρι επιτέλους) ή κι από ουσίες που δεν άπτονται νομιμότητας, κυρίως σκόνες και άλλα χαποειδή σκευάσματα που «σε κάνουν όλους να τους αγαπάς και να χορεύεις τρανς».

Στον πληθυντικό «τρώω μπρίζες» δηλώνει διάρκεια και εν γένει (μ)πριζωμένο άτομο. Τουλάχιστον για μια περίοδο δικαιολογείται, μετά όμως είσαι κι εσύ (μ)πριζωμένος ή (μ)πρίζας ή κωλοφωτιάς...

  1. - Μη μου μιλάτε σήμερα, μη μου μιλάτε απόψε... Έφαγε κάτι μπρίζες σήμερα η γυναίκα μου και με πέταξε έξω απ' το σπίτι.
    - Πάλι τα ίδια ε; Μη χολοσκάς ρε συ, θα της περάσει μόλις κατέβουν τα γαμοοιστρογόνα...

  2. - Πωππππω δδδδικέ μου έφφφαγα μια μπρίζζζζα σου λλλέω, τττιιτιι ήταν αυτό που μού 'δωσες ρε μλκ;
    - Τεφαρίκι πράμα σου λέω, απ' τα εργοστάσια του υπαρκτού σοσιαλισμού της Ολλανδίας όχι κιούσπα από φτουσγύ...

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαδικασία pot-σης κατά την οποία δύο ή περισσότεροι pot-ες είναι συνδεδεμένοι με κάμερα μέσω διαδικτύου και πίνουν χόρτο. Η φράση αυτή έχει ως γλωσσική βάση της τον όρο cyber sex.

Cyber pot βέβαια, να πίνουν μόνοι τους, οπότε μπαίνουν on-line και πίνουν με φίλους τους από άλλες πόλεις ή χώρες. Το σωστό cyber pot προϋποθέτει όσοι είναι on camera να πίνουν. Ε, τι; μισές δουλειές θα κάνουμε;

- Ήμουν χθες Skype και μιλούσα με την Inga, τη φίλη μου από τη Σουηδία. Δυο ώρες κάναμε cyber pot, λιώσαμε!
- Α, δηλαδή πάθατε υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω τσιγάρο με μαύρο, μαστουρώνω.

Σειρά, έχω ένα ψημένο, πάμε στο δασάκι να τον πνίξουμε τον αράπη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχω απόλυτη αίσθηση της απόστασης (πχ στο πεζοδρόμιο, σε σκαλοπάτι), εξαιτίας της επίδρασης ξιδιών ή ναρκωτικών.

Χάνω δηλαδή το επίπεδο στο οποίο θα έπρεπε να πατήσω ώστε να μην πέσω.

- Βγες ρε μαλάκα από το αυτοκίνητο! - Δεν μπορώ, έχασα τα επίπεδα...

(από ironick, 19/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδανά = Πίνεις γάρα;

Η φράση χρησιμοποιείται όταν θές να μάθεις αν κάποιος πίνει φούντα και δεν θες να φανερωθείς στους τριγύρω σου προκαλώντας αντιδράσεις δυσφορίας.

Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες ουσίες (π.χ. νισπεί κακό;) με τον ίδιο πάντα σκοπό.

- Αρχηγέ μου, νισπεί ραγά;
- Εννοείται (χαμόγελο).
- Ωραίος! Άμα θές έλα πίσω για άραγμα σε 5.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified