Το χόρτο, μπάφος, γάρο, ρο, φοσμπά, γενικώς ή το χασίς ή το τσιγαριλίκι.
Got a better definition? Add it!
Η φούντα (ή μπάφος) η οποία είναι κακής ποιότητας, συνήθως από την Αλβανία.
Ρε μαλάκα πάλι μπουρούχα αλβανική θα πιούμε; Αφού ξέρεις ότι μου γαμάει το λαιμό!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αργεί να γυρίσει ένα τσιγαρλίκι.
- Ε τον ρούκουνα τον Περικλή, το γονάτισε... Γύρνα το ρεεεεεεεεεεε!!!
Got a better definition? Add it!
Μεθάω, γίνομαι ντίρλα. Πιο συνηθισμένα έχω σβερκώσει.
- Αρχίσαμε τα κεράσματα στο μπαράκι και μετά από 6-7 ποτά είχα σβερκώσει τελείως! Σηκώθηκα να πάω τουαλέτα κι είδα το φως στο ταβάνι! Ξαναέκατσα αμέσως!
Got a better definition? Add it!
Λέγεται μεταξύ των στρατευσίμων, ότι βάζουν στο φαγητό μια ουσία η οποία εμποδίζει τη στύση (και συνεπώς τις όποιες ορέξεις ή ατυχήματα).
Περισσότερο μύθος παρά αλήθεια, κάτι τέτοιο συμβαίνει λόγω άγχους / στρες / κακής ψυχολογίας / απουσίας γυναικείου φύλου.
Να τρώω το φαγητό απο το μαγειρείο ή λές να έχει αντικούκου μέσα;
Δες και αστικός μύθος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η φτιαγμένη πουτάνα (όχι αποκλειστικά από πρέζα γενικώς φτιαγμένη με ναρκωτικά).
-Φτιαχτήκαμε χθες και μετά την έσκισα σου λέω...
-Εντελώς πρεζοπούτανο ε;
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο προμηθευτής ναρκωτικών, το βαποράκι.
Πήρα τηλέφωνο την πόρτα μου για να δω αν παίζει κάνα χόρτο, αλλά τίποτα.
Got a better definition? Add it!
Άλλος όρος για την κοκαΐνη, όπως κοκορέτσι, κόκορας, λόγω του άσπρου χρώματος.
Got a better definition? Add it!
Το χάπι ecstacy. Λέγεται και απλά ι από το αρχικό αγγλικό γράμμα.
- Άσε φίλε έφαγα ένα έψιλον χθες στο πάρτυ και τα είδα όλα.
Got a better definition? Add it!