Selected tags

Further tags

Αυτός που είναι μεθυσμένος.

- Ήρθε μέσα στο μαγαζί ο Νίκος και ήταν τελείως γκολ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως πράσινη συνήθως εννοείται η μπίρα Heineken, η οποία βγαίνει σε πράσινα μπουκάλια και κουτάκια.

Ρε μάστορη, πιάσε μια πράσινη ακόμα και τρεις άμστελ για τα καρντάσια.

Η κλασική πράσινη (από poniroskylo, 01/06/08)Πράσινο κουτάκι (από poniroskylo, 01/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από γερό μεθύσι, γονατίζω και κρατιέμαι από τη λεκάνη της τουαλέτας για να ξεράσω.
Συνώνυμο: προσκυνώ (τη λεκάνη).

- Τι λιώσιμο ήταν αυτό χθες ρε μαλάκα... Τό 'πιαμε το τσίπουρο όλο!
- Άσε, μόλις γύρισα σπίτι δεν την πάλευα, πήρα τη χέστρα αγκαλιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από γερό μεθύσι, γονατίζω μπροστά από τη λεκάνη της τουαλέτας για να ξεράσω. Σαν να την προσκυνάω δηλαδή...
Συνώνυμο: παίρνω τη χέστρα αγκαλιά.

(Εν μέσω γερού πιώματος)
1. - Τι έγινε ρε μαλάκα, πολύ ώρα ήσουνα στην τουαλέτα...
- Φίλε, προσκύνησα κανονικά... Δεν πίνω άλλο!!

  1. - Τι έκανες τόσην ώρα εκεί μέσα;; - Προσκυνούσα τη λεκάνη!

(από poniroskylo, 28/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω λιώσει από κούραση, ξενύχτι, αλκόολ, ναρκωτικά ή και όλα μαζί.

- Ξύπνα! Είχαμε πει ότι θα πάμε θάλασσα σήμερα!
- Άσε με να κοιμηθώ ρε μαλάκα, είμαι κομμάτια από χθες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την ακούω, καίω εγκεφαλικά κύτταρα, είμαι καμμένος, παθαίνω κάψιμο.

Χτες που ήταν αργία πήγαμε στο νετκαφέ... καήκαμε 12 ώρες να παίζουμε Counter Strike... πάνε όλα τα εγκεφαλικά κύτταρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μεγάλα φύλλα για στριφτό τσιγάρο Rizzla, λόγω του μεγέθους τους. Κάνουν μάλλον για να στρίψεις τρίφυλλο παρά κανονικό τσιγάρο.

- Τράβα στο περίπτερο και πάρε ένα πρεζόχαρτο μέχρι να ετοιμάσω εγώ το μαύρο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε κατάσταση χαλάρωσης, νωχελικότητας, αποβλάκωσης, κούρασης ή μαστούρας, ανάλογα με τον τύπο του λιωσίματος.

Επίσης χρησιμοποιείται για να δείξει ότι ασχολούμαι με κάτι σε υπερβολικό βαθμό.

  1. Έλιωσα στον ύπνο όλο το Σαββατοκύριακο... Δεκαπέντε ώρες την ημέρα κοιμόμουν!

  2. Ήρθε προχθές ο Βαγγελάκης σπίτι και λιώσαμε στο Playstation!

  3. — Έφερα το μαύρο! — Είναι καλό ρε μαλάκα ή δεν θα καταλάβουμε Χριστό πάλι; — Καλό είναι ρε, θα λιώσουμε σου λέω!

  4. Άντε να τελειώνει η εξεταστική γιατί έχω λιώσει στο διάβασμα έναν μήνα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την λήψη ναρκωτικών ουσιών, όταν αρχίζω και νιώθω την επίδρασή τους. Όταν δηλαδή αρχίζω και φτιάχνομαι, όταν αρχίζω και την ακούω.

  1. - Τι έγινε ρε, πήρες κάνα σήμα; - Όχι ρε πούστη μου, τίποτα... - Ούτε κι εγώ... Μούφα μαύρο μου έφερε ο μαλάκας ο Τάκης!

  2. - Πώω μαλάκα, ρούφηξα μια καλή και πήρα τρελό σήμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω κουμπιά, χαπάκια.

Μ' αυτά τα πριόνια που παίζει το μαγαζί, άμα δεν κουμπωθείς, δεν την παλεύεις μία...

Να μην συγχέεται με το κουμπωμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified