Selected tags

Further tags

Αυτός ο οποίος μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός χανγκόβερ, κατέχοντας γνώση ανακατωτικής μαντζουνίων και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων ανάλογη με αυτήν του μαγκάιβερ.

Ύψιστο αξίωμα πότη, καθώς τα χανγκόβερ είναι ο εξελικτικός μηχανισμός που επινόησε η πάνσοφος φύσις ούτως ώστε να μην πίνει ο πάσα ένας, αλλά μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με ανδρεία.

– Ξυπνάω, μαλάκα, χτες μετά την καταστροφή και με τη μία κατεβάζω μισό νεροπότηρο με το ζουμί απ' τ' αγγουράκια τουρσί. Σε 5 ήμουνα τζιτζί.
Άτσα ο χανγκάιβερ!!

(από patsis, 17/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πίνει το κάτι τις παραπάνω, αλλά μην το κάνουμε και θέμα.
Είναι σαφώς λιγότερο άμεσο από το Ορέστης Μακρής, αλλά κι αυτός ο χριστιανός τι φταίει που όλο τέτοιους ρόλους του έδιναν και τώρα έχει μείνει στην ιστορία ως μέθυσος;

1
- Ήπινι, ήπινι, ήπινι, ήπινι. Ουλ' μέρα πλακωμένος ζ' μπύρες έσμε να βραδιάσει να πλακωθεί ζ' ρετσίνες ο ζβίγγος... [από παλιά επιθεώρηση]

2
- Ρε γιατί μιλάς ορέστικα πρωί πρωί;
- Ε, ήπιαμε κάτι ρετσίνες με τα παιδιά...
- Τι ρετσίνες 10 η ώρα το πρωί ρε ζβίγγο; Δηλαδή στις 10 το βράδυ τι θα πίνεις; Φωτιστικό οινόπνευμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αγανακτώ
  2. Μαστουρώνω (από το μπάφος)

Είχε τόσο καπνό εκεί μέσα... μπάφιασα κι έφυγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση στην οποία οδηγούνται κάποιοι μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών.

Η όψη τους θλιβερή, η φάτσα παραμορφωμένη. Μάτια πρησμένα και κόκκινα, στόμα μισάνοιχτο, μαλλιά αχτένιστα, και ρυτίδες σε έξαρση.

Τάκης: Έλα ρε! Γιατί δεν το σηκώνεις το γαμοτηλέφωνο;
Μανώλης: ... Ποιος είναι;
Τάκης: Ρε μαλάκα κοιμάσαι ακόμα;
Μανώλης: Ωχ, τι ώρα είναι;
Τάκης: Δύο και δέκα. Σε είκοσι λεπτά πρέπει να είμαστε στη Βάρκιζα!
Μανώλης: Όχι ρε πούστη!!!... Ντύνομαι κι έρχομαι να σε πάρω.
Τάκης: ... Καλά ρε μαλάκα πάλι την ήπιες.
Μανώλης: Άσ' το! Ήρθε χθες ο Μάρκος με έναν ξάδερφό του κρητικό , και δύο λίτρα τσικουδιά.
Τάκης: Και σίγουρα τα κατεβάσατε!!
Μανώλης: Ναι μαλάκα, γίναμε κουνουπίδια.

(από nick, 20/04/08)(από poniroskylo, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει πιει. Τόπος διαμονής, αλλά πιθανόν και κατάσταση.

- Τσακώσανε οι μπάτσοι την άκρη μου και έχω μείνει ανέμπαφος εδώ και δύο βδομάδες. Ξέρεις εσύ κανέναν που να δίνει πράμα γκαραντί;
- Ξέρω έναν τύπο που πουλάει ρωσσικό σταφ.
- Ρωσσικό;;; Μη φάμε κάνα πακέτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός

Ο καφές (ή το τσάι, κακάο κ.ό.κ.) από τα φασόλια του οποίου έχει αφαιρεθεί η καφεΐνη. Ο ντεκαφεϊνέ καφές έχει δηλαδή υποστεί αφκαφεΐνωση (ή αποκαφεΐνωση τέλος πάντων).

Ο όρος ντεκαφεϊνέ προέρχεται μάλλον εκ του γαλλικού décaféiné, ενώ ο όρος ντεκάφ ή ντικάφ εκ του αγγλικού decaffeinated.

Ερωτήματα...

Το εύλογο ερώτημα που γεννάται είναι, γιατί να προτιμήσει κανείς ντεκαφεϊνέ καφέ και όχι κάποιο άλλο ρόφημα, εφόσον το συστατικό που προκαλεί τον εθισμό και τις βλαβερές συνέπειες είναι η, αφαιρεμένη πλέον, καφεΐνη. Μην είναι η γεύση του; Το μεθυστικό άρωμά του;

Και απαντήσεις...

Το συνημμένο διάγραμμα ροής (βλ. πολυμέσο 1) επιχειρεί να δώσει σχηματικά απαντήσεις.

Φραστικά, ο ντεκαφεϊνέ καφές ανήκει στη γενικότερη κατηγορία προϊόντων που προσφέρει πλέον η βιομηχανία, τα οποία (προϊόντα) μας επιτρέπουν αμαρτωλές αποδράσεις ευχαρίστησης, χωρίς όμως τις τύψεις και/ή επιπτώσεις που κανονικά θα πήγαιναν πακέτο.

Έτσι έχουμε μπέικον με 0% λιπαρά, πάστες χωρίς ζάχαρη, τυροκαφτερές που δεν καίνε για τους μικρούς μας φίλους, νηστίσιμα McDonalds, τσιγάρα που κάνουν καλό (ή λιγότερο κακό), φυτικά κρέατα, ζωικά φυτά, και άλλες τέτοιες αηδίες γι' αυτούς που δεν έχουν τα κότσια να κάνουν το κέφι τους ανεξαρτήτως κόστους, αλλά ούτε και την πρέπουσα αυτοπεποίθηση ώστε να επιβληθούν στον εαυτό τους και να κόψουν ό,τι θεωρούν επιβλαβές, καταφεύγοντας σε τεχνηέντως πασαρισμένες μεσοβέζικες λύσεις.

Προέλευση και κοινωνικές προεκτάσεις

Έχει παρατηρηθεί μια στροφή της αγοράς προς προϊόντα που απευθύνονται σε τρυφερά πόδια. Η τάση αυτή έχει επιβληθεί στο αγοραστικό κοινό κυρίως μέσω των (metrosexual) προτύπων που προβάλλονται από τα ΜΜΕ γενικότερα και τις διαφημίσεις αντίστοιχων προϊόντων ειδικότερα. Σε συνδυασμό με μια πιασιάρικη ονομασία ωσάν το ντικάφ, τα αποτελέσματα δεν μπορεί παρά να είναι αυτά που μαρτυράμε σήμερα: μεταξύ άλλων, άνδρες που πασαλείβουν τα μούτρα τους με κρέμες περιποίησης, που προσέχουν τη σιλουέτα και τα κιλάκια τους περισσότερο απ' τον Κολοκοτρώνη και που πίνουν... «ντικάφ».

Αβίαστο συμπέρασμα: αν πίνεις ντικάφ, είσαι γκέι, όπως με το ενυδρείο ένα πράμα. Ή μάλλον, είσαι τουλάχιστον ψευδο-γκέι. Χάριν αποφυγής παρεξηγήσεων, δεν χρειάζεται να στάζει κανείς βαρβατίλα (σαν τον Κολοκοτρώνη) για να μην είναι γκέι, ούτε είναι κακό να είναι γκέι, εφόσον όμως ακολουθεί τις σεξουαλικές ορμές του, κι όχι τη nestlé.

Λοιπές παρατηρήσεις

Τέλος μια παρατήρηση σε σημαντικό επίπεδο: συγκεκριμένα ο ντεκαφεϊνέ καφές δεν αποτελεί απλώς οξύμωρο σχήμα, αλλά αυτοαναιρούμενο. Άλλα παραδείγματα αυτοαναιρούμενων σχημάτων:

  • γυάλινο σφυρί (βλ. συνημμένο πολυμέσο 2)
  • τασάκι σε ποδήλατο
  • αθλητικό παπούτσι (σπορτέξ) με τακούνι (βλ. συνημμένο πολυμέσο 3)
  • το αυτοκίνητο των Flintstones (βλ. συνημμένο πολυμέσο 4)
  • τα κινητά τηλέφωνα πρώτης γενιάς με τη μπαταρία βάρους 3 κιλών και αυτονομίας 10 λεπτών
  • αμάνικο χειμερινό μπουφάν (βλ. συνημμένο πολυμέσο 5)
  1. Σάκης: Αχχχ, με πόνεσες βρε Τάκη! Πρόσεχε που πατάς...
    Τάκης: Σιγά μωρή κυρία, ίσα που σ' ακούμπησα! Μήπως πίνεις και ντικάφ;
    Σάκης: Ναι, γιατί;
    Τάκης: ...

  2. - Όχιιιι, μη βάζεις αλάτι! Παχαίνει!
    - Σώπα καλέ, δεν είναι αλάτι! Αλατίνη είναι!
    - Αλατίνη; Τι είναι αυτό, καινούργιο;
    - Ναι χρυσή μου, πως είναι η ζαχαρίνη για τη ζάχαρη...
    - Α μάλιστα!
    [...]
    - Και τώρα που φάγαμε, έλα να πιούμε το καφεδάκι μας, να σου πω και τα νέα μου...
    - Ντικάφ φαντάζομαι ε; Χιχι...
    - Ε βέβαια!
    - Ωραία, για πες μου τα νέα σου λοιπόν...
    - Έχω καρκίνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγαριλίκι, το χόρτο.

- Πάμε για κανά τιρουρίρου;
- Εε; Τι 'ναι το τιρουρίρου ρε μαλάκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ζαμπόνιασα...

Ωχ, πρέζωσα τωρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ή αυτή που πίνει πολύ.

- Μωρό μου, σήμερα είπα στην Ελένη και τον Τάσο να έθουν από δω για κανα χαρτάκι. Λέω να πω και στην Στέλλα. Τι λες;
- Κάνε ό,τι θες αρκεί να μην έρθει πάλι από δω εκείνη η μπεκροκανάτα η Αναστασία και μας πιει πάλι όλα τα ξίδια...

Βλ. και ρούκουνας, τσικουδόχοιρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερμπόμπα ουίσκι, που σίγουρα δεν παρασκευάζεται σε ουισκοπαραγωγό χώρα, αλλά μάλλον κάπου αλλού, πιθανόν δε και στη Θήβα.

- Πω ρε φίλε Θήβας Ρήγκαλ μας ποτίσανε πάλι. Τι πονοκέφαλος είναι αυτός.
- (με επική φωνή) This sounds like a job for.....HangGyver!!!
Αφικνούται εκ του πουθενός τύπος με ένα τεράστιο Χ στην μπλε στολή με την κόκκινη μπέρτα και το σώβρακο έξω απ' το κολάν, τους φτιάχνει κάτι ματζούνια, τα πίνουνε και ζούνε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Τέλος επεισοδίου.
(για την αισθητική του παραδείγματος, βλέπε εδώ)

τζώνη γουόκερ (από MXΣ, 21/03/12)Και σε single malt (από Vrastaman, 12/12/12)

Βλέπε και λιωσέ κουέρβο, κοριοζούμι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified