Selected tags

Further tags

Μπάφος κορωνίδα της κατηγορίας που οι χασίστες και φουντικοί ονομάζουν «διφυλλάκια».

Αποτελείται από 2 τσιγαρόχαρτα, το ένα κάθετα κολλημένο στην άκρη του άλλου δίνοντας την εικόνα του Τ (και όχι του σταυρού που θα ήταν και λάθος κατασκευαστικά) και με την δέουσα (δις) βεβαίως... γόμωση.

- Φτιάσε ένα ταφάκι ρε για καπάκι...
- Ωραία ιδέα... και δεν το φτιάχνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική έκφραση καπνιστή ο οποίος προσπαθεί να το κόψει αλλά δεν την παλεύει να μην κάνει ένα τσιγαράκι με τον καφέ.

- Ρε Μητσάρα, τι ανάβεις τσιγάρο; Χθες δεν είπες ότι το έκοψες;
- Άσε ρε Κώτσο, αφού ξέρεις, ο ρουφιάνος του τσιγάρου είναι ο καφές. Δεν μπορώ να μην κάνω ένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοίλο μέρος του ναργιλέ ή του τσιμπουκιού (με την πρωταρχική έννοια, αμάν πάλι στο πονηρό πήγε το μυαλό σας!), όπου τοποθετούνται ο καπνός και τα κάρβουνα. Επίσης, η σύριγγα με την οποία καπνίζεται το όπιο και το χασίς. Είναι τουρκική λέξη.

-Όταν γκαπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν πρέπει να μιλάς, κοίταξε τριγύρω οι μάγκες, κάνουν όλοι, κάνουν τουμπεκί.

Άρτσι μπούρτσι και λουλάς.

Got a better definition? Add it!

Published

Το αφοπλιστικό επιχείρημα.

Παλαιότερα και ο γεωργικός ελκυστήρας (απαρχαιωμένο).

- Αυτό που ζητάς δε γίνεται ρε παιδί μου!
- Θες να σου παραθέσω 200 τρακτέρ;
- Νταξναούμ ρε μαγκίτη! Τσάκω 500 μύρια!

(από pavleas, 28/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ καλής ποιότητας χόρτο, από την Κρήτη. Το ουσιαστικό (χόρτο ή μπάφος) παραλείπεται, όχι μόνο για slangικούς λόγους, αλλά για να μην καταλάβει ο κόσμος για τι πράγμα μιλάνε.

- Παίζει καθόλου κρητικό;
- Μπα, δυστυχώς όχι. Μόνο αλβανικό της κακιάς ώρας.

Σχετικά: μαύρο, νταφού, νταμίρα, σκάν(γ)κ, μπάφος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαϊδευτικό της Λίλιαν. Λίλιαν- Λιλιανάρα- (μουνάρα)- νάρα.

-Και ποιοι θα είναι στο μπαράκι;
-Ο Μήτσος, ο Κίτσος, ο Λάκης, ο Μάκης, ο Τάκης, ο Σάκης και η Νάρα.
-Ποια Νάρα;
-Η Λιλιανάρα!
-Α, κατάλαβα! Θα είναι πάλι η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα!

Η Λίλιαν συστήνεται σε νέο ψαρωμένο θαυμαστή: Με λένε Λίλιαν. Οι φίλοι με φωνάζουν Νάρα. Εσύ μπορείς να με λες δεσποινίδα Ευαγγελία Μηνιάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λένε κι έτσι τον «ναργιλέ». Ο «ναργιλές» είναι τούρκικη λέξη με ρίζες σε Περσία- Ινδία. Ο ναργιλές είναι όλη η συσκευή, ενώ ο λουλάς είναι μόνο το δοχείο, όπου καίγεται ο καπνός τουμπεκί.

Άκου πώς παίζει ο μπαγλαμάς,
και πάτα αργιλέ για μας.

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη της κρητικής για τα άνοστα, ανούσια και μη χορταστικά φαγητά.

Μήπως από το σαχλός;

Αν ήξερε η μάνα μου ότι τώρα τρώω σούσι, θα έσκαγε που μου αρέσουν αυτά τα σουχλοφάητα, έτσι τα λέει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοφιλής έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια μπυροποσίας, ιδίως όταν ένας εκ της παρέας θέλει να δικαιολογήσει (είναι γνωστή η διουρητική ιδιότητα της μπύρας) τις συχνές επισκέψεις του στο βε-σε.

- Σόρυ παίδες..
- Άντε ρε, πριν λίγο δε πήγες;
- Εμ... μία πίνεις, τρεις κατουράς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει τζούρα. Από τον Σέρβο προπονητή μπάσκετ Βλάνταν Τζούροβιτς, του Πανιωνίου και άλλων ομάδων. Σχηματίζεται κατά το δεντηβρίσκοβιτς και άλλες εμπνεύσεις εκ Γιουγκοσλαβίας.

- Ωχ, θα μας φέρεις κι εκείνον τον τζούροβιτς στην παρέα;

(από Lafkadio, 03/02/09)(από Lafkadio, 03/02/09)(από pavleas, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified