Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.
Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.
Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.
Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Ο παραδοσιακός ελληνικός καφές φραπέ. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως περιέχει περισσότερο γάλα παρά νερό, με αποτέλεσμα να πίνεις κάτι που μοιάζει με χτυπημένο γάλα με καφέ. Συνήθως συνοδεύεται με πολύ ζάχαρη.
- Έρχομαι από κει για καφέ.
- OΚ, αλλά πάρε και ένα γάλα από το περίπτερο καθώς έρχεσαι γιατί έχω μόνο μισό λίτρο περίπου και δεν θα φτάσει για το φραπόγαλο που πίνεις εσύ!!
- Εξυπνάδες...
Got a better definition? Add it!
1) Πρόκειται για όρο ενδεικτικό της κατάστασης μιας απεριποίητης ηβικής περιοχής, η οποία θυμίζει έντονα τον επεξηγούμενο όρο.
2) Παρασυνθηματική λέξη για το χασίς.
1) Η Λυδία, μεγάλη φούντα... Ρώτα όλους τους πρώην της. 2) Στο πάρτυ θα έχει φούντα ή να φέρω από το σπίτι;;;
Σχετικά με το 2): φουνταμενταλισμός, ο, χασίστες και φουντικοί, Ποκαφούντας, πρεζόφουντα, χάχα, η
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δηλώνει την κατάσταση που βρίσκεται κάποιος μετά από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ η οποία συνήθως είναι ένα βήμα πριν το νοσοκομείο!
Άσε, χθες το πρωί που γυρίσαμε από το κλαμπ είχαμε γίνει όλοι αλοιφή! Μάλλον θα ήταν μπόμπα τα ποτά.
Για συνώνυμα δες λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Παρασυνθηματική λέξη για το χασίς.
Συγκεκριμένα στην ακατέργαστη μορφή του, όπως κόβεται απ' το αντίστοιχο δενδρύλλιο.
-Μάγκες, υπάρχει καθόλου φούντα, να ψωνίσουμε; -Όχι, μόνο σοκολάτα υπάρχει. -Αυτή να την πιείτε εσείς.
Σχετικά: φουνταμενταλισμός, ο, χασίστες και φουντικοί, Ποκαφούντας, πρεζόφουντα, χάχα, η
Got a better definition? Add it!
Πίνω χωρίς μέτρο (χρησιμοποιείται για όλων των ειδών τις ουσίες).
-Δε ξαναβγαίνω με το μαλάκα! Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και μετά τον κουβαλάω σπίτι!
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό junkie, που σημαίνει ο εθισμένος στα ναρκωτικά και δη στην ηρωίνη. Ο πρεζάκιας.
-Μα που έχει χαθεί ο Νίκος, έχω καιρό να τον δω. –Άστα, έχει μπλέξει με κάτι τζάνκια και θα έχει άσχημα ξεμπερδέματα φοβάμαι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Περιγράφει τη συνάθροιση παρέας, συνήθως σε παραλιακό ταβερνάκι, ουζερί ή και σε σπίτι, για την κατανάλωση ούζου με τη συνοδεία μεζέ, συνήθως ψαρικών. Αντίστοιχα υπάρχει και η κρασοκατάσταση και η μπυροκατάσταση.
-Θα έρθεις την Κυριακή ε; -Πού να έρθω; -Έχουμε κανονίσει ουζοκατάσταση σε ένα ταβερνάκι στο Πόρτο Ράφτη, θα είμαστε μεγάλη παρέα. Έλα θα΄ναι ωραία.
Got a better definition? Add it!
Το σπίτι, σπιτάκι, υπόγειο, σοφίτα ή διαμέρισμα που αποτελεί τον κατεξοχήν τόπο συνάντησης μιας παρέας και όπου λαμβάνει χώρα η λεγόμενη «μπαφοκατάσταση», η ακατάσχετη δηλαδή κατανάλωση ινδικής κάνναβης.
Άτομα
Νέοι ηλικίας 17-30, πολλές φορές φοιτητές εκ των οποίων οι περισσότεροι με τάσεις αιωνιότητας. Μία κοπέλα το πολύ ανά παρέα 6 ατόμων. Οι περισσότεροι με κοινωνικό background που επιτρέπει την αγορά ποσοτήτων μπάφου τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα, αν και υπάρχουν κι αυτοί που τη βγάζουν στην τράκα και τη ζήτα.
Η παρέα συνήθως αποτελείται από τον ιδιοκτήτη του μπαφόσπιτου και / ή τον κολλητό ή συγκάτοικο, 1-2 άτομα, όχι απαραίτητα φίλους αλλά με κοινή δίψα για μπάφο, ίσως 1-2 φίλους φίλων και πάντα έναν καινούργιο, που συνήθως είναι «και γαμώ τα παιδιά» και γίνεται πιο κομματιανός απ' όλους.
Επίπλωση
Αν πρόκειται για καθιστικό, ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:
Αν πρόκειται για κρεβατοκάμαρα ή δωμάτιο εστίας, ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:
Διαρρύθμιση
Τα έπιπλα βλέπουν προς την τηλεόραση ή τον Η/Υ. Οτιδήποτε χρήσιμο κατά τη ντάγκλα βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη του μέτρου από τουλάχιστον ένα άτομο, ώστε να μη χρειάζεται να σηκωθεί κανείς. Στις πιο ανοργάνωτες παρέες που δεν έχουν φροντίσει για τον κανόνα «της απόστασης του ενός μέτρου», το πακέτο τρώει ο πιο κομπάρσος της παρέας που σέρνεται μέχρι το αντικείμενο σύμφωνα με τις παρακινήσεις / διαταγές των υπολοίπων κι αφού το παίξει για λίγο δύσκολος -προκειμένου να μη θεωρηθούν δεδομένες οι υπηρεσίες του εφεξής, αν και θεωρούνται ήδη.
Αξεσουάρ
Μουσική Επένδυση
Λοιπές Παρατηρήσεις
Στο τραπεζάκι του καφέ βρίσκει κανείς:
Στους τοίχους βρίσκει κανείς:
(21:19) - Σε ποιανού το μπαφόσπιτο να τη βγάλουμε απόψε;
(21:21) - Πάμε στου Τάκη που έχει και προ;
(21:22) - Μπα, με ξενερώνει η αδερφή του που μας τα σπάει κάθε φορά. Πάμε στου Σάκη;
(21:23) - Κάτσε να στρίψω ένα μέχρι να αποφασίσουμε... στου Σάκη λες ε... δεν έχει ποτέ τίποτα να φάμε μωρέ....
(21:26) - Ναι αλλά θυμάσαι αυτόν τον Γκας που είχε φέρει την άλλη φορά; Γαμώ τα παιδιά! Για φέρε κι από δω...
(21:32) - Χαχα, ναι γαμώ τα παλληκάρια. Βαριέμαι να τρέχω μέχρι εκεί όμως... δεν πάμε στου Μάκη που είναι και δίπλα;
(21:41) - Δεν καθόμαστε εδώ λέω 'γω, μια χαρούλα είμαστε... πρόσεχε την καύτρα...
(21:47) - Ναι μωρέ, ας κάτσουμε δω... χαχα
(21:55) - Χαχα
(22:06) - Χαχαχαχαχα
(22:17) - Χαχαχχαχαχα
(22:25) - Χαχαχαχαχαχαχ
(22:32) - Χαχαχαχα
(22:44) - Χαχαχαχαχαχχα
Got a better definition? Add it!
Ο μεθύστακας, αυτός που γίνεται λάσπη από το πιοτό συνεχώς.
- Θυμάσαι τον μπεκρούλιακα στη δουλειά; Τον λασπογιό;
Got a better definition? Add it!