Είναι ο πρεζάκιας που έχει μουστάκι και ντύνεται στα μαύρα γιατί παραπέμπει σε πέτσακα.
- Είδες την Ρούλα που τα έφτιαξε με τον Νίκο τον κρητικό; Μάλλον θα ξεκόψει τώρα..
- Μπα, δε νομίζω... πρέζακα θα τον κάνει και αυτόν.
Είναι ο πρεζάκιας που έχει μουστάκι και ντύνεται στα μαύρα γιατί παραπέμπει σε πέτσακα.
- Είδες την Ρούλα που τα έφτιαξε με τον Νίκο τον κρητικό; Μάλλον θα ξεκόψει τώρα..
- Μπα, δε νομίζω... πρέζακα θα τον κάνει και αυτόν.
Got a better definition? Add it!
Ο ντίλερ που δεν έχει ζυγαριά και, ανάλογα την φάτσα σου και την γνωριμία που έχεις μαζί του, σου βγάζει και την ανάλογη ποσότητα. Ποτέ όμως δεν σου βγάζει παραπάνω από αυτό που θα έπαιρνες εάν είχες μία καλή άκρη.
Got a better definition? Add it!
Το τελευταίο αποκούμπι, σε χόρτο μορφή, του χασικλή.
Κατά την εποχή των παχέων αγελάδων, ο επί του στριψίματος είναι χουβαρντάς με την ομήγυρη, στρίβει και ξαναστρίβει τρίφυλλα μπουριά. Στην πορεία το γυρνάει στα διφυλλάκια. Ακολουθούν οι ψύλλοι με τον κατιμά και το επόμενο πρωί έχει γενική καθαριότητα.
Το τίναγμα της κουρελούς μπορεί να κρύβει ευχάριστες εκπλήξεις. Συνήθως περιέχει σπόρια και κομματάκια φούντας που ίσα που τα πιάνει το μάτι, αλλά συμβαίνει αραιά και πού να έχει πέσει στην κουρελού και κανένα αξιοπρεπές κομμάτι. Πού καιρός για διαλογή όμως. Ο φίλος μας τα σκουπίζει όλα, σκόνες, χορταράκια και τα λοιπά συστατικά της κουρελούς για ένα τελευταίο πιώμα. Πιάνει το έπιπλο και γρατζουνάει ένα ταξίμι για τις ευτυχισμένες μέρες που πέρασαν και η ζωή συνεχίζεται. Στην υγειά μας.
- Ξύπνα Μήτσο, μεσημέριασε.
- Τι έγινε ρε μάγκα, στον ύπνο σου με έβλεπες;
- Ξύπνα ρε Μήτσο σε λέω, μία πάει η ώρα.
- Στρίψε έναν ψίλο να πιούμε με τον καφέ.
- Δε γίνεται. Πάλι χάσαμε το ρέγουλο χθες και σώθηκε το πράμα. Άσε που δεν και παίζει μία και μας βλέπω στην ξεραΐλα για καιρό.
- Μην άγχεσαι Αρίστο, συνηθισμένα τα βουνά απ' τα χιόνια. Θα πιούμε την κουρελού. Για μετά βλέπουμε.
Από σέβας και δέος μπροστά στον Γιοβάν Τσαούς και ένα μουσικό παράδειγμα.
Δώστε βάση στο μήδι.
Got a better definition? Add it!
Προστακτική. Σημαίνει στρίψε ή ρόλλαρε (ένα τσιγάρο, αν μη τι άλλο), από το αγγλικό rolling papers.
Κόλλα ένα μπάφο ρε να πιούμε.
Θα κολλήσει κανείς άλλος κανα τσιγάρο ρε ή μόνο εγώ θα στρίβω;
Got a better definition? Add it!
Λέξη γενικής χρήσης. Αλλάζει νόημα ανάλογα την φράση που την χρησιμοποιούμε. Δείτε παραδείγματα.
Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτυ της Νίκης, μπιστάγαμε (χορεύαμε) μέχρι το πρωί.
Ποιος μου μπίστηξε (βούτηξε) τον αναπτήρα ρε; Είχα έναν αναπτήρα εδώ.
Πα να μπιστήξουμε (φάμε) κανά σαν ντουΐ; Πείνασα...
Τί πάρτυ θα 'ναι αυτό ρε; Θα μπιστάει (βαράει) καθόλου;
Τι έγινε με την Σούλα χθες ρε; Την μπίστηξες (πήδηξες);
Καλά ρε πρεζάκια, χθες σου άφησα ένα σακούλι γεμάτο. Πότε πρόλαβες και το μπίστηξες (ήπιες);
Got a better definition? Add it!
Στην θάλασσα καθώς παίζουμε και γελάμε... πιάνουμε κάποιον φίλο μας από το κεφάλι και τον βουτάμε μέσα, καθώς αυτός βουλιάζει έχουμε την ευκαιρία να πατήσουμε και με τα πόδια μας πάνω του ώστε να τον κρατήσουμε πιο πολύ ώρα μέσα στο νερό μπας και πιει λίγο και κλάσουμε στα γέλια.
Τζούρα από μπάφο, όταν αυτός είναι στα τελευταία του.
- Θα κάτσεις να σου κάνω μια πατητή; Δεν είμαι βαρύς..
- Για μαλάκα ψάχνεις;
Δεν μου σκας καμιά πατητή από αυτόν τον μπάφο; Δεν την έχω ακούσει ρε φίλε.
βλ. και πατητή μάρκα
Got a better definition? Add it!
Ο ιδιοκτήτης / υπάλληλος κάβας.
Στις μικρές γειτονιές όπου η κάβα είναι πιο κοντά από το σούπερ μαρκετ / μίνι μάρκετ / ψιλικατζίδικο, δίνουμε το ψευδώνυμο αυτό για τον ιδιοκτήτη της κάβας, αφού σπανίως ξέρουμε το όνομά του, ενώ κάποιες φορές είναι απαραίτητο να τον αναφέρουμε στις συζητήσεις μας.
- Πού τις βρήκες τόσες μπύρες ρε;; - Τις κέρασε ο κάβαμαν, λήγουν λέει σε μία εβδομάδα και δεν προλαβαίνει να τις πουλήσει.
Στο τηλέφωνο:
- Έλα ρε, είσαι σπίτι να περάσω;
- Είμαι ακριβώς άπω κάτω και παρκάρω..
- Ωραία, περνάω απ' τον κάβαμαν κι έρχομαι.
Got a better definition? Add it!
Ψητό λέμε τον μπάφο, γιατί όταν σκάει μυρίζει σαν μπριζόλα. Όταν σου πει κάποιος «πάμε για τίποτα ψητά», είναι συνθηματικό να πάτε για μπάφο.
— Τι θα κάνεις πιο αργά; Έχω κάτι ψητά σπίτι και λέω να τα δοκιμάσω.
— Μέσα.
Δες και μπριζολάτη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Στην μπαρόβια σλανγκ, το scotch whisky μάρκας Famous Grouse, για τον προφανή λόγο ότι στην ετικέτα απεικονίζεται ένα είδος πτηνού ενδημικού στα Highlands της Σκωτίας (αγγλ. grouse), που μοιάζει πολύ με την δική μας πέρδικα (ενώ πρόκειται μάλλον για ένα είδος αγριόγαλου).
- Τι έχει ο Ιεροκλής;
- Άσε, χάλια... ήπιε μόνος του τρεις πέρδικες και τον κουβαλάγαμε μετά...
Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).
Got a better definition? Add it!