Selected tags

Further tags

Λέξη γενικής χρήσης. Αλλάζει νόημα ανάλογα την φράση που την χρησιμοποιούμε. Δείτε παραδείγματα.

  1. Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτυ της Νίκης, μπιστάγαμε (χορεύαμε) μέχρι το πρωί.

  2. Ποιος μου μπίστηξε (βούτηξε) τον αναπτήρα ρε; Είχα έναν αναπτήρα εδώ.

  3. Πα να μπιστήξουμε (φάμε) κανά σαν ντουΐ; Πείνασα...

  4. Τί πάρτυ θα 'ναι αυτό ρε; Θα μπιστάει (βαράει) καθόλου;

  5. Τι έγινε με την Σούλα χθες ρε; Την μπίστηξες (πήδηξες);

  6. Καλά ρε πρεζάκια, χθες σου άφησα ένα σακούλι γεμάτο. Πότε πρόλαβες και το μπίστηξες (ήπιες);

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προστακτική. Σημαίνει στρίψε ή ρόλλαρε (ένα τσιγάρο, αν μη τι άλλο), από το αγγλικό rolling papers.

  1. Κόλλα ένα μπάφο ρε να πιούμε.

  2. Θα κολλήσει κανείς άλλος κανα τσιγάρο ρε ή μόνο εγώ θα στρίβω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τελευταίο αποκούμπι, σε χόρτο μορφή, του χασικλή.

Κατά την εποχή των παχέων αγελάδων, ο επί του στριψίματος είναι χουβαρντάς με την ομήγυρη, στρίβει και ξαναστρίβει τρίφυλλα μπουριά. Στην πορεία το γυρνάει στα διφυλλάκια. Ακολουθούν οι ψύλλοι με τον κατιμά και το επόμενο πρωί έχει γενική καθαριότητα.

Το τίναγμα της κουρελούς μπορεί να κρύβει ευχάριστες εκπλήξεις. Συνήθως περιέχει σπόρια και κομματάκια φούντας που ίσα που τα πιάνει το μάτι, αλλά συμβαίνει αραιά και πού να έχει πέσει στην κουρελού και κανένα αξιοπρεπές κομμάτι. Πού καιρός για διαλογή όμως. Ο φίλος μας τα σκουπίζει όλα, σκόνες, χορταράκια και τα λοιπά συστατικά της κουρελούς για ένα τελευταίο πιώμα. Πιάνει το έπιπλο και γρατζουνάει ένα ταξίμι για τις ευτυχισμένες μέρες που πέρασαν και η ζωή συνεχίζεται. Στην υγειά μας.

- Ξύπνα Μήτσο, μεσημέριασε.
- Τι έγινε ρε μάγκα, στον ύπνο σου με έβλεπες;
- Ξύπνα ρε Μήτσο σε λέω, μία πάει η ώρα.
- Στρίψε έναν ψίλο να πιούμε με τον καφέ.
- Δε γίνεται. Πάλι χάσαμε το ρέγουλο χθες και σώθηκε το πράμα. Άσε που δεν και παίζει μία και μας βλέπω στην ξεραΐλα για καιρό.
- Μην άγχεσαι Αρίστο, συνηθισμένα τα βουνά απ' τα χιόνια. Θα πιούμε την κουρελού. Για μετά βλέπουμε.

Από σέβας και δέος μπροστά στον Γιοβάν Τσαούς και ένα μουσικό παράδειγμα.

Δώστε βάση στο μήδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντίλερ που δεν έχει ζυγαριά και, ανάλογα την φάτσα σου και την γνωριμία που έχεις μαζί του, σου βγάζει και την ανάλογη ποσότητα. Ποτέ όμως δεν σου βγάζει παραπάνω από αυτό που θα έπαιρνες εάν είχες μία καλή άκρη.

- Θα πάω στου Αλέκου να ψωνίσω κανα σκου... Θες εσύ τίποτα;
- Άσε ρε με τον Αλέκο... αυτός είναι σφάχτης, κατιμά θα σου βγάλει, πάνε στου Νικήτα.
- Ναι ρε μαλάκα, αλλά ο Αλέκος είναι ο μόνος που χει σκου.
- Σ' έχει κάψει τελείως το skunk, δεν μιλάω άλλο μαζί σου.

Είναι δέκα, να τ\' αφήσω; (από Stravon, 14/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο πρεζάκιας που έχει μουστάκι και ντύνεται στα μαύρα γιατί παραπέμπει σε πέτσακα.

- Είδες την Ρούλα που τα έφτιαξε με τον Νίκο τον κρητικό; Μάλλον θα ξεκόψει τώρα..
- Μπα, δε νομίζω... πρέζακα θα τον κάνει και αυτόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατιμά λέμε και τα τρίμματα που έχουν μείνει στην σακούλα με το χόρτο.

Ρε Τάκη... Πάλι κατιμά θα μου βγάλεις; Κάνα παπά δεν έχεις;

...στη σπηλιά την κουρελού... (από Stravon, 14/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στο ζαμπόν, όταν μιλάμε για κυριλέ πρεζάκια.

Τον είδες τον μαλάκα; Πάλι λε μπον ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο μιας κομιλφό φράσης που αυτολεξεί μεταφράζεται σε ενασχόληση με παράνομες ουσίες.

Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούμε την έκφραση «δουλειές με φούντες» στην καθωσπρέπει εκδοχή της για να αναφερθούμε σε επιχειρήσεις (δουλειές) μεγάλου βεληνεκούς και κερδοφόρες.

Το Μείζον Ελληνικό Λεξικό (Τεγό - Φυτρά) ερμηνεύει ως «φούντα» δέσμη από κλωστές ισομεγέθεις, ελεύθερες στο ένα άκρο, ή θύσανο.

Όμως, ο όρος «φούντα» (ή νταφού) αναφέρεται και για τον ανθοφόρο θύσανο της κάνναβης (χασίς, ποτ, χόρτο, μπάφος, μαύρο, αλβανός, στριφτό, γεμιστό, γάρο, ρο ή απλά «ο».)

Στο Βυζάντιο όμως, φούνδα ή κοιλιόδεσμος ή πουγγίον λεγόταν το σακίδιο με τα χρήματα που έζωναν στη μέση τους οι Βυζαντινοί.

Η ρίζα της λέξης είναι λατινική από το fundo, που σημαίνει κυριολεκτικά βυθίζω (το καράβι ή η επιχείρηση «πήγε φούντο» λέμε σήμερα). Θυμηθείτε το Αγγλικό fund, το Γαλλικό fonds, το Ιταλικό fondo.

Μεταφορικά, fundo σημαίνει: θεμελιώνω, καθιερώνω, παγιώνω, πακτώνω και τελικά συνάπτω σύμβαση. Αυτό γιατί κατά την σύναψη μιας σύμβασης οι Ρωμαίοι συμβαλλόμενοι βύθιζαν τα ραβδιά τους στο έδαφος για να στερεώσουν συμβολικά την συμφωνία (pactun, βυζαν, πάκτον) βλ. Κ. ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΧΕΙΡΟΝ ΝΟΜΩΝ ή ΕΞΑΒΙΒΛΟΣ σελ. 411 και ΜΕΛ σ. 853 βλ . και την νομική ρήση «pacta sunt servanda» = τα συμφωνημένα είναι τηρητέα, πρέπει να τηρούνται. Ακόμα και τώρα λέμε «τα μιλημένα και τιμημένα» (τιμώ=τηρώ).

(μεταξύ παλαιού και νέου συγκρατουμένων)

Παλιός (με μόρτικη προφορά): - Και γιατί σε κλείσανε ελόγου σου στην ψειρού, περικαλώ;
Νέος: - Επειδή έκανα δουλειές με φούντες. Κι εσένα;
*Π*: - Εμένανε επειδή έβγαζα χοντρά λεφτά. Περίπου 2 χιλιοστά πιο χοντρά.

Δουλειές με φούντες (από Stravon, 12/06/10)Κι άλλες δουλείες με φούντες (από Stravon, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από την γνωστή σε όλους /-ες «ιδρωτίλα»: ιδρωτίλα-τωτσίλα-τωτσίλας.

Ο τωτσίλας είναι ο κλασικός βρωμύλος σουβλατζής, ο οποίος εκτός του ότι πιάνει όλα τα υλικά με τα χέρια (εκτός από τις σάλτσες που χρησιμοποιεί για όλες το ίδιο σιχαμερό μαχαίρι), έχει την τρισάθλια συνήθεια να μην σκουπίζει ποτέ τον ιδρώτα του (!), με αποτέλεσμα αυτός (ο ιδρώτας) να ρέει άφθονος μέσα στο σουβλάκι που σου φτιάχνει, οπότε καταλήγεις να τρως κάτι το οποίο εκτός από βρώμικο είναι λες και το έχεις ψαρέψει από αλυκές... Επίσης μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε και για το σουβλατζίδικο, και όχι μόνο για τον σουβλατζή αυτοπροσώπως.

- Ρε μαλάκα Μάκη ψήσου να παραγγείλουμε κανένα σουβλάκι να φάμε μαζί με τον αγώνα!
- Ναι ρε, εννοείται, από που λες να πάρουμε; - Απ' το «special» κάτω απ' τις γραμμές.
- Τι λες ρε;! Απ' αυτόν τον τωτσίλα θα πάρουμε; - Έλα ρε, αφού κι εσύ ξέρεις ότι το βρώμικο είναι πάντα πιο γευστικό!

Οβελιστήριον το Βρώμικο (Ρέθυμνο -- παλιά πόλη) (από GATZMAN, 11/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει τσαλακώσει τόσο πολύ αλκοόλ, που δε τον βαστάνε τα πόδια του.

Βέβαια επειδή η έκφραση αποδίδεται σε βετεράνους που αρρωσταίνουν με νύχτα, οι εν λόγω γονυπετείς συνεχίζουν τον ανήφορο της νύχτας τους μέχρι να πέσουν τελικά σαν τον Απόλλο...

Λέγεται και σκέτο «γόνατα».

  1. - Θα μαζευτούμε σε κάνα σπίτι ρε πριν βγούμε να πιούμε τίποτα;
    - Ναι ρε, μην ανησυχείς, πίνουμε μια κάλα σπίτι μου και μετά σκάμε στα γόνατα ακρωτήρι.
    - Αρρωσταίνεις με νύχτα τελικά!

  2. Περιγράφοντας σ' έναν φίλο το προηγούμενο βράδυ:
    - Πώς περάσατε τελικά χθες;
    - Εγώ δεν ήπια πολύ, αλλά ο Τέο ήπιε το βόσπορο πάλι.
    - Πόσο δηλαδή;
    - Άσ' το ρε, γόνατα σου λέω.

(από notheitis, 11/06/10)

Λέξεις για την υπερβολική μέθη: αλοιφή, γκολ, γόνατα, ζαμπόν, ζάντα, κόκαλο, κομματιανός, κουδούνι, κουνουπίδι, κουρούμπελο, κώλος, λιάρδα, λιώμα, μουνί, ντίρλα, πίτα, πλακάκι, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, στρακόττο, τάπα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τύφλα, φέσι, φέτα, φσέκι, χώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified