Selected tags

Further tags

Το τσιγάρο. Το απλό κανονικό, τσιγαράκι, απ' το περίπτερο. Πακέτου ή στριφτό, δεν έχει σημασία.

Χρησιμοποιείται όταν στον χώρο παίζεται μπάφκετ και κάποιος που είναι και κανονικός καπνιστής (και όχι μόνον πότης) αποφασίζει να κάνει και ενα απλό, άδειο τσιγάρο.

(Ούτε 5 λεπτά αφότου έσβησε ο έκτος γάρος, σκύβει μετά κόπων ο ένας και πιάνει καπνό και χαρτάκια.)

- Α μπράβο ρε μάγκα, και σκεφτόμουνα ποιος σηκώνεται τώρα να κολλήσει τσιγάρο...
- Όχι ρε μαλάκα, χαλάρωσε. Ένα ψεύτικο θα κάνω για την πάρτη μου.
- Ααα. Ε, στρίψε μου και εμένα ένα ρε συ!
- Ρε, δε γαμιέσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός της λέξης τριπάκι.

Όρος της πιάτσας για την γνωστή ουσία LSD που κυκλοφορεί σε μορφή εμποτισμένου χαρτιού με διάφορα χρώματα και παραστάσεις τα οποία ανάγουν και σε διαφορετική περιεκτικότητα ουσίας.

Ο όρος χρησιμοποιούταν πολύ στα τέλη της δεκαετίας του '80 – αρχές '90 στον κύκλο των μπαρ της Θεσσαλονίκης, ίσως κι αλλού.

  1. - Τι έχουμε σήμερα Τζόρτζ;
    - Τα πάντα ψηλέ! αντίδια, σοκολά, γκαζόζα, ζουζού, κουμπιά, πάκια, εσύ μιλάς!
    - Έλα ρε φίλος, έχεις πατρίκιους; Πίασε 10 κόκκινους δράκους!
    - Δράκοι τέλος! Μου’χουν ξεμείνει κάτι γελαστοί κλόουν...
    - Μπα, δεν τα τρώω αυτά, μου πέφτουν βαριά.

  2. - Μάγκα μου, προχθές φάγαμε κάτι πατρίκιους τεφαρίκια! Μπήκαμε με την Νάνσυ και τον Μάκη στον σκαραβαίο για να την κάνουμε Χαλκιδική αλλά μετά από ένα δίωρο πήραμε πρέφα ότι ήμασταν ακόμη παρκαρισμένοι πάνω στην Καμάρα! Κόκαλο! Μας έκανε χάζι ο κόσμος που πήγαινε για δουλειά τα χαράματα! Πάλι καλά που δεν μας μάζεψαν οι μπάτσοι…
    - Παρκαρισμένοι πάνω στην Καμάρα; Πως τα καταφέρατε, ρε παίκτη, να ανεβείτε εκεί πάνω;
    - Τι πίνεις και δεν μας δίνειςρε μαν!

άγιος κι αυτός! (από MXΣ, 21/01/10)Πατριπ (από MXΣ, 21/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τριπάκι στην λυσεργική αποκαλείται η δόση παραισθησιογόνου αλλά και το συνεπαγόμενο ψυχεδελικό άκουσμα.

Το τριπάκι έχει όμως καθιερωθεί και με την ευρύτερη έννοια της καλώς ή κακώς εννοούμενης καύλας, ψώρας, ρουτίνας ή ενασχόλησης με οποιοδήποτε αντικείμενο ή υποκείμενο.

Μπορείς να μπεις σε τριπάκι του εγώ, σε τριπάκι ενοχής, σε τριπάκι φιλοτελισμού, σε τριπάκι οιουδήποτε ονείρου που τρίζει ωσάν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας (βλ. παραδείγματα). Η αρνητική διατύπωση «μη μπαίνεις στο τριπάκι» είναι βεβαίως-βεβαίως συνώνυμη του ξεκόλλα.

Εκ των αγγλικών trip και trippin’ που όμως έχουν πιο περιορισμένο πεδίο χρήσης.

Βλ. επίσης: κανάλι, λούκι, γκεζί, αρρώστια, πώρωση.

- Οι αγρότες δεν θα πρέπει να μπουν στο τριπάκι του λαθρεμπορίου πετρελαίου.
(Σλανγκομούνα Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στη πρωινή εκπομπή του Άρη Πορτοσάλτε στο Σκάι, 19/1/10)

- Δεν μπαίνουμε στο... τριπάκι ότι έχουμε ήδη προκριθεί στο Πεκίνο, αλλά πρέπει να αποδείξουμε στο γήπεδο ότι είμαστε ικανοί.
(Νίκος Ζήσης, εδώ)

- Πολιτικοί στο τριπάκι του Facebook - Αρχηγοί, υπουργοί και βουλευτές άνοιξαν προσωπικά ημερολόγια και συζητούν με φίλους τους.
(Το ΕΘΝΟΣ)

- Μερικοί μπαίνουν στο τριπάκι να πουλήσουν πολλούς δίσκους, αντί να φτιάχνουν καλή μουσική...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός της αργκό που εννοεί το γνωστό ναρκωτικό, την άσπρη.

Τι έγινε ρε Γιακουμή, έφερες τη χιονάτη;;;

(από Khan, 29/12/12)(από Khan, 29/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε σε κλασικές κυριούλες αλλά ούτε και σε τσατσάδες ντέλων.

Μαντάμ αποκαλείται χαϊδευτικά από την υποκουλτούρα των ρέιβερ η μεθυλενεδιοξυμεθαμφεταμίνη (MDMA), το κύριο συστατικό του ναρκωτικού ecstasy.

- Την τελευταία φορά που έγραψα για την «μαντάμ», το mdma, μου διαμαρτυρήθηκες οτι η περιγραφή μου γύρω από το πως την ακούς με την ουσία ήταν ξερή και ελλειπής...
(εδώ)

- Οχι ρε αδερφε τι να κλάσει η μορφινη μπροστα στη «Μανταμ»;;; Το κυριο συστατικο του ecstasy ειναι και αμα το βρεις ατοφιο και καθαρο κανεις κατι trip-ακια τρομερα!!!!
(εδώ)

(από Vrastaman, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλοί το εκλαμβάνουν ως ένα χαριτωμένο έως γουτσιστικό επιφώνημα, όπως το τσα!, το γιούπι κι έτσι. Όμως οι παροικούντες την Σλανγκουσαλήμ γνωρίζουν ότι προέρχεται από την τσίκα (δες το λήμμα του Βίκαρ για ετυμολογίες), δηλαδή το «επεξεργασμένο, «ψημένο» μαύρο». Οπότε τσικαμπούμ < τσίκα + μπουμ, = το σκάσιμο του μπάφου, χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει.

Έχει γίνει διάσημο από το άσμα του Γ. Κούτρα σε μουσική Γ. Γιοκαρίνη, στίχους Σ. Μπουλά με τον τιραμισουρεαλιστικότατο στίχο «στο παράλογο το ρίχνεις του Ιονέσκο, χτες αγόραζες καρτούλες της Ουνέσκο».

Πηγή: Τζόνι Μπλακ.

Το Άσμα.

Το βραδάκι παντελόνι κολλητό φοράω
στο κουδούνι σου το χέρι μου κολλάω
το Garelli μας κοιτάζω και θυμώνω
μια εφτάμησι yamaha ζαχαρώνω

Σου την πέσανε προχτές πάλι στην παμπ
και εσύ το 'παιζες ως άνετη και βαμπ
είμαι πρίγκιπας και μην ξεχνάς Μαρία
πριν δυο μήνες πασατέμπο και πορεία

Τσικαμπούμ, και όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου
τσικαμπούμ, και μου την πέφτεις μεσ' τη ζάλη μου
τσικαμπούμ, θα βελτιώσω τα στιχάκια μου
τσικαμπούμ, πήραν φωτιά τα μηχανάκια μου

Στο παράλογο το ρίχνεις του Ιονέσκο
χτες αγόραζες καρτούλες της Unesco
όρους θέτεις πια με ύφος σοβαρόν
μα όλα τούτα ρουφηχθέντων των μπυρών

τσικαμπούμ και εγώ την έπεσα στην Βίκυ
σου την έφερα ρε κάλπικο ραδίκι
έχω γκόμενα με δυάρι προς το στάδιο
που έχει Φίατ πέρσοναλ με ράδιο

Τσικαμπούμ...

Fiat personal (από MXΣ, 14/01/10)Garelli KL50 5V του 1976 (από MXΣ, 14/01/10)Τσίκα Τσίκα Μπουμ - τι ήθελε να πει ο ποιητής; (από poniroskylo, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τελευταία τζούρα του γάρου, γνωστή και ως καυτή. Ονομάζεται έτσι, καθώς, κατά Χότζα, «επειδή το τσιγάρο έχει φτάσει στη τζιβάνα, μαζεύεται όλο το λάδι της καννάβεως στο τέλος και η ρουφηξιά είναι αναγκαστικά λαδερή, έχει δε οσμή και γεύση ψητού στα κάρβουνα (όταν είναι άλφα ποιότητα), γι' αυτό και η φούντα λέγεται και «ψητό» ή «ψητούρα».

Μόνο μια δυο μπριζολάτες έχουν μείνει...

Ακόμη: καρκινιάρικη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοκαΐνη στη ναρκοσλάνγκ. Ίσως εκ του συλλογισμού (σοφιστείας):

Η κόκα (κόλα) είναι αναψυκτικό.
Η κοκαΐνη παράγεται από κόκα.
Άρα: Η κοκαΐνη είναι αναψυκτικό.

Trivium: Κι όμως υπάρχει αναψυκτικό με το όνομα κοκαΐνη, για το οποίο δες εδώ.

Από το www.iatronet.gr:

Κοκαΐνη: Λεξιλόγιο 'πιάτσας': αναψυκτικό, κοκό, κόκα

(από Khan, 04/01/10)Στο 0.56 (από Khan, 04/01/10)

Σχετικά: κοκό, κοκορέτσι, κοκόρι, κοκακόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eπίσης, τα χάπια τύπου Ecstasy.

Από το medicum.gr:

«Ε», κουμπί, μπίου, μπιφτέκι ή..., όπως το ξέρουν οι περισσότεροι το γνωστό παραισθησιογόνο Ecstasy.

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς τα χάπια τύπου Ecstasy.

Σύγκρινε: πράσινα μπίου-μπίου, γκαομπίου, γκάου-μπίου, τσίου μπίου τσικιμπίου.

Ο Στήβεν Ντβήερ είπε για τα μπίου που βρέθηκαν στην κατοχή του ότι πίστευε πως ήταν αντισυλληπτικά για την σκυλίτσα του. Συγκεκριμένα, βρέθηκαν στην κατοχή του όταν σε ένα πλυντήριο ρούχων γνώρισε έναν κύριο που είχε κι αυτός μια σκυλίτσα της ίδιας ράτσας με την δική του (shar-peis). Εκεί λοιπόν που έπιασαν την κουβέντα για τους καλύτερους τους φίλους, και την αναπαραγωγή τους. Επειδή όμως πρόσφατα είχε κάνει στείρωση στην σκυλίτσα του και δεν τα χρειαζόταν προσφέρθηκε να του τα δώσει, μια και τυχαία τα είχε στο αυτοκίνητο του. Οι κρίσιμες μέρες για τον κατηγορούμενο (την σκυλίτσα του πιο σωστά) ήταν κοντά, οπότε θεωρώντας ότι πρόκειται όντως για αντισυλληπτικά χάπια τα πήρε με χαρά. Δεν πλήρωσε μάλιστα ούτε δραχμή!

Η είδηση από εδώ.

Πάνω αριστερά διακρίνονται ορισμένα πράσινα μπίου μπίου. (από Khan, 02/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published