Selected tags

Further tags

Εκτός από τη γνωστή έννοια, στην Κρήτη σημαίνει και στάχτη (από ξύλο) και χρησιμοποιείται στη ζύμη για τα κουλουράκια ώστε να γίνονται πιο αφράτα και κρατσανιστά. Τώρα γιατί το λένε έτσι, αφήνω τη φαντασία σας ελεύθερη. Εγώ νομίζω πως, για κάποιο λόγο, στο συλλογικό φαντασιακό των Κρητών το γκρίζο χρώμα της στάχτης παραπέμπει στα γκρίζα μαλλιά των γέρων που συνήθως είναι άλουστοι. Ίσως ο Χαλ να ξέρει να μας πει κάτι συγκεκριμένο.

- Στα κουλουράκια η μάνα μου βάζει πάντα αλουσιά, γι' αυτό γίνονται έτσι νόστιμα.
- Αλουσιά;;; Μπλιάξ!!!! Τι είν' αυτή η αηδία;
- Ηρέμησε ρε πούστη, στάχτη είναι.
- Καλά, άσε, δεν θα πάρω.
- Είσαι και πολύ μαλάκας, μη σώσεις να δοκιμάσεις. Λες και σου είπα ότι βάζει σκατά μέσα.

O Σκύλος απ\' την Ανδ αλουσιά (από Vrastaman, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευρισκόμενος σε κατάσταση κλασμεντέν.

- Πάρε ρε συ τηλέφωνο το Μήτσο να φέρει κάναν ψιλάκο...
- Σώθηκες... αυτός τέτοια ώρα θα είναι ολόχεστος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάτος Νάνο = φάε τον νάνο = τελείωσε το τσιγάρο που είναι πια μικρό.

Έκφραση που λέγεται μεταξύ χασικλήδων όταν κατά την διάρκεια της πόσης και ενώ το τσιγαριλίκι έχει σχεδόν τελειώσει, πασάρεται ο μπάφος στον τελευταίο με την προτροπή αυτός να τον τελειώσει κάνοντας τις καρκινιάρικες.

Πληροφοριακά ο Φάτος Νάνο ήταν πρωθυπουργός της Αλβανίας...

Πασάρει τον μπάφο που είναι στα τελευταία του λέγοντας:
«Δεν θέλω άλλο, Φάτος Νάνο.»

(από danielo, 17/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως καρκινιάρικες χαρακτηρίζονται οι τελευταίες τζούρες του μπάφου. Και αυτό διότι είναι καυτερές και ιδιαίτερα ανθυγιεινές και καταστροφικές για τον λαιμό και τα πνευμόνια. Δεν τις φοβούνται οι πεπειραμένοι μπαφόβιοι και τα χαρμάνια, οι οποίοι τις παίρνουνε αναλαμβάνουν να τελειώσουν το τσιγαριλίκι μέχρι και την τζιβάνα.

Συζήτηση μπαφοκατάστασης όπου κάποιος τα έχει παίξει:
- Ω ρε πούστη μου όλα γυρίζουν, δεν θέλω άλλο, θα ξεράσω! Σβήσ'το το γαμίδι!
- Καλά, καλά, χαλάρωσε και άσε τις καρκινιάρικες για μένα...

(από danielo, 17/01/09)

Δες ακόμη: καυτή, μπριζολάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρό χαρτάκι κυλινδρικά διπλωμένο που τοποθετείται ως επιστόμιο στο τσιγαριλίκι, με σκοπό να αποτρέψει αυτόν που θα το καπνίσει από το να τρώει σε κάθε ρουφηξιά καπνό με μαύρο και γίνει και το τσιγάρο μπουρδέλο. Εννοείται πως ο σωστός μπαφόβιος δεν βάζει ποτέ φιλτράκι στο γάρο. Για τη τζιβάνα χρησιμοποιείται ό,τι σκληρό χαρτί βρεθεί πρόχειρο, συνήθως λοιπόν ένα κομματάκι που σκίζεται από τα πακέτα των τσιγάρων.

Η τζιβάνα είναι βασικό στοιχείο για ένα σωστό τσιγαριλίκι, καθώς υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να είναι πολύ σφιχτή και να μην ρουφιέται ο καπνός εύκολα. Αναγνωρίζοντας τη σημασία της στην λήψη ευκρινών σημάτων από το μαύρο, ο σοφός λαός κατέληξε: στη τζιβάνα δώσε βάση το τσιγάρο μη χαλάσει.

  1. - Κάντο πάσα το τσιγάρο ρε!
    - Μια τζουρίτσα ακόμα...
    - Τι τζουρίτσα, όλο μόνος σου το πίνεις κι εμένα μου αφήνεις τη τζιβάνα!

  2. - Σκατά την έφτιαξες τη τζιβάνα ρε μαλάκα! Δεν ρουφάει το γαμίδι...
    - Βγάλτη και το πίνουμε έτσι...

(από LoNas, 24/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγάρο με καπνό και χασίς, κοινώς μπάφος, μαύρο, γάρο.

Η κατάληξη -λίκι χρησιμοποιείται για να το αντιδιαστείλει προς τα κανονικά τσιγάρα με σκέτο καπνό. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και από φιλήσυχους πολίτες και έντρομους γονείς, οι οποίοι θέλουν να δείξουν ότι είναι αρκετά μέσα στα πράγματα, ώστε να χρησιμοποιούν και λέξεις της νεολαίας (τώρα της νεολαίας ποιας εποχής, αυτό είναι άλλο ζήτημα)...

  1. - Μαμά φεύγω!
    - Πάλι σε αυτούς τους χαραμοφάηδες τους φίλους σου θα πας που όλη την ώρα κοπροσκυλιάζουν και καπνίζουν τσιγαριλίκια; Και για τη σχολή σου πότε θα διαβάσεις;;

  2. (από blog)
    «Χθες έμαθα ότι στην Καλιφόρνια, ενώ απαγορεύεται το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους, δεν ισχύει το ίδιο για την ινδική κάνναβη. Για να το πω καλύτερα : ο καταστηματάρχης είναι υπεύθυνος για να μην υπάρχει τσιγάρο στο μαγαζί - το τσιγαριλίκι είναι θέμα της αστυνομίας.»

βλ. και καρότο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με αναγραμματισμό του παλιού κλασικού συνθήματος, «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη».

- Φίλε μήπως ξέρεις πού είναι η πλατεία ηρώων;
- Η πλατεία ποιων;
- Αυτών που πουλάνε τη μπατσίνη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρμένο από την αγγλική λέξη drugs, που σημαίνει ναρκωτικά.

Παίζει παρτάκι με ντρόγκια το Σάββατο...

Μηδοπάσα: Jeanoir (από Khan, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των χασικλήδων, δηλώνει ότι αυτός που έστριψε το γάρο είναι ο ίδιος που θα το σκάσει (ανάψει).

- Ποιος το σκάει;
- Στρίφτης σκάστης είπαμε...

Σε άλλες γλώσσες: wer baut, der haut (γερμανικά).

Χασισοσοφία: να γυρίζει, στρίφτης σκάστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ζεστού τονωτικού ροφήματος με προέλευση το χωριό Αγιάσος της Λέσβου του οποίου η συνταγή περιλαμβάνει διάφορα μπαχαρικά (όπως κανέλλα κλπ), αλλά παραμένει κρυφή.

- Στρατέλ'... πιάσε από ένα καϊνάρι στα παιδιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified