Selected tags

Further tags

Έξω απεξαρτηθεί από κάτι. Στην βασική του σημασία χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απεξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες, κατ' επέκτασιν όμως και με ειρωνική διάθεση σημαίνει την απεξάρτηση από οποιονδήποτε εθισμό.

  1. - Τι κάνει ο φίλος σου ο Κώστας; Ακόμα στην πρέζα;
    - Όχι ρε, ευτυχώς πήγε σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης και τα τελευταία δυο χρόνια είναι καθαρός.

  2. - Τι λέει το Facebook, ακόμα εκεί ξημεροβραδιάζεσαι;
    - Όχι ρε, κανέναν μήνα μου κράτησε η πώρωση και τώρα είμαι καθαρός. Τρελό κάψιμο το Facebook πάντως... Μέχρι και στον ύπνο μου το έβλεπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.

Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιώνω στα ξύδια, με το σκεπτικό ότι έχω μεθύσει τόσο πολύ που κάνω έκτροπα, εξ ου και το ξεβράκωμα...

- Άσε, πήγαμε χθες σε ένα τσιπουράδικο με κάτι γκομενίτσες και γίναμε λιώμα...
- Ήπιαν και οι γκόμενες ή μαλακίες;
- Αφού ξεβρακωθήκαμε σου λέω όλοι...

Από www.smbc-comics.com. (από patsis, 02/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του αποκαΐδι. Αρχικά: ο κατεστραμμένος από drugs, ξίδια και άλλες έξεις. Πλέον συνδέεται με κάθε είδους κολλήματα και μονομανίες, αλλά και συγκεκριμένες στυλιστικές επιλογές και το όλο πλασάρισμα.

- Πάμε Mall να δούμε καμμιά ταινία;
- Άσε ρε μαλάκα, είναι πήχτρα από emo καΐδια, μου έρχεται να τα ψεκάσω τα μαλακισμένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νοθευμένο ποτό.

- Καλά το ουίσκι χθες ήταν σκέτη μπόμπα...
- Εμένα μου λες... την έβγαλα όλο το βράδυ αγκαλιά με τη χέστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω κουμπιά, χαπάκια.

Μ' αυτά τα πριόνια που παίζει το μαγαζί, άμα δεν κουμπωθείς, δεν την παλεύεις μία...

Να μην συγχέεται με το κουμπωμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την λήψη ναρκωτικών ουσιών, όταν αρχίζω και νιώθω την επίδρασή τους. Όταν δηλαδή αρχίζω και φτιάχνομαι, όταν αρχίζω και την ακούω.

  1. - Τι έγινε ρε, πήρες κάνα σήμα; - Όχι ρε πούστη μου, τίποτα... - Ούτε κι εγώ... Μούφα μαύρο μου έφερε ο μαλάκας ο Τάκης!

  2. - Πώω μαλάκα, ρούφηξα μια καλή και πήρα τρελό σήμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε κατάσταση χαλάρωσης, νωχελικότητας, αποβλάκωσης, κούρασης ή μαστούρας, ανάλογα με τον τύπο του λιωσίματος.

Επίσης χρησιμοποιείται για να δείξει ότι ασχολούμαι με κάτι σε υπερβολικό βαθμό.

  1. Έλιωσα στον ύπνο όλο το Σαββατοκύριακο... Δεκαπέντε ώρες την ημέρα κοιμόμουν!

  2. Ήρθε προχθές ο Βαγγελάκης σπίτι και λιώσαμε στο Playstation!

  3. — Έφερα το μαύρο! — Είναι καλό ρε μαλάκα ή δεν θα καταλάβουμε Χριστό πάλι; — Καλό είναι ρε, θα λιώσουμε σου λέω!

  4. Άντε να τελειώνει η εξεταστική γιατί έχω λιώσει στο διάβασμα έναν μήνα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μεγάλα φύλλα για στριφτό τσιγάρο Rizzla, λόγω του μεγέθους τους. Κάνουν μάλλον για να στρίψεις τρίφυλλο παρά κανονικό τσιγάρο.

- Τράβα στο περίπτερο και πάρε ένα πρεζόχαρτο μέχρι να ετοιμάσω εγώ το μαύρο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την ακούω, καίω εγκεφαλικά κύτταρα, είμαι καμμένος, παθαίνω κάψιμο.

Χτες που ήταν αργία πήγαμε στο νετκαφέ... καήκαμε 12 ώρες να παίζουμε Counter Strike... πάνε όλα τα εγκεφαλικά κύτταρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified