Το τσιγάρο που περιέχει χασίσι (βλ. και γάρο)
Από το νταραβέρι. Η δοσοληψία. Χρησιμοποιείται ευρέως για πάρε-δώσε με ναρκωτικά.
- Μέρ' φέρε εσύ τα φράγκα και θα πάω εγώ να κάνω το βέρι.
Got a better definition? Add it!
Η πρέζα, ηρωίνη. Προκύπτει μάλλον από το:
πρέ-ζα -> ζα -> ζα-μπόν
Έφερε καλό ζαμπόν και γίναμε καλά...
Got a better definition? Add it!
Ο πρεζάκιας, το πρεζόνι, ο ναρκομανής τέλος πάντων. Προκύπτει από την πρέζα, την ηρωίνη.
- Και του 'δωσες λεφτά;
- Ε, του 'δωσα. Δεν είδες πώς ήταν ο πρέζονας...;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που καπνίζει πολύ, το φουγάρο.
-Ανάβει το ένα μετά το άλλο. Μερικές φορές καπνίζει και δύο μαζί. Τούρκος σου λέω...!
Got a better definition? Add it!
Το σπασαρχίδικο. Από το ομώνυμο φάρμακο κατασταλτικό του νευρικού συστήματος (γνωστό και ωα ακινετόν).
Got a better definition? Add it!
Βγαίνει από το τσιγάρο και χρησιμοποιείται για τα τσιγάρα με χασίς.
Στρίψε κανένα γάρο να πιούμε ρε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το στριφτό τσιγάρο που είναι πολύ χοντρό. Συνήθως και ο υπερμεγέθης μπάφος.
Τι μπουρί είναι αυτό που έστριψες; Να δω πώς θα το καπνίσεις.
βλ και καρότο
Got a better definition? Add it!
Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».
Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.
Got a better definition? Add it!