Πιθανώς στα ποδανά (=ανάποδα) η μορφή του λήμματος «πούτσα», που χρησιμοποιήθηκε από τον καλλιτέχνη Χάρρυ Κλύνν σε παλιές κωμικές εκτελέσεις.

- Τσάκα την τσαπού, ολέ ολέ!... Σε λίγο, όλοι θα κυκλοφορούμε με μία τσαπού στο στόμα!

(από Khan, 29/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα ποδανά (=ανάποδα): το μουνί. Αναφέρεται σε πρόσωπο, οπότε μπορεί να θεωρηθεί και αντωνυμία.

Πού είσαι ρε φίλε, τι έγινε; Κανά νιμού, παίζει;

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συλλαβικός αναγραμματισμός της λέξης τσό-ντα.

(Ηχητικά η λέξη παραπέμπει στην μάρκα Datsun και ίσως γι' αυτό επικράτησε στα ποδανά, καθώς είναι φορτισμένη και με τους συνειρμούς που προκαλεί η συγκεκριμένη μάρκα).

- Το παιχνίδι χθες ήταν πολύ ντατσό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ποδανή λέξη, και προέρχεται από γνωστό υπερρεαλιστικό ποίημα των ποδανών, το εξής:

Ο τσάρος, που;
κι ο νάρος μου,
τα δυο να βουλώνουν, μα...

Για τους ποδανόφωνους, ο τσάρος δεν είναι άλλος από τον πούτσαρο.

Λακαμά, χθες δίβρα ρασαπέ από την Νηέλε και της πέταξα έναν τσάρο....

(από John Kar, 21/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Το τσιμπούκι στα ποδανά.

Σήμερα θα βγω για πρώτη φορά με το γκομενάκι που γνώρισα στην Πάρο. Πιστεύω ότι, στην καλύτερη περίπτωση, θα γίνει μόνο μπουκιτσί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από Αόριστος του «είμαι», είναι και το μουνί στα Ποδανά. Το χρησιμοποιούν παιδιά στο Δημοτικό, άντε και στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, καθώς και οι καβουροσλανγκόσαυροι που το αναπαράγουν.

Υπερβολικά χαζό για να μπει και παράδειγμα κιόλας...

(από Hank, 17/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρύ εστί το άπατο πηγάδι. Συνήθως αναφέρεται και στις δύο οπές χωρίς διακρίσεις. Επίσης μπορεί να υπονοεί συνήθως το γυναικείο όργανο, αλλά μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και σαν χαρακτηρισμός κατάστασης όπως πατρύ λοκώ, πατρύ βιεϊρά.

«Χθές, ήμουν με το γυναικάκι και της έσκισα την πατρύ. Μετά πήρα πατρύ λοκώ και στο τέλος πανηγύρισα σαν τον πατρύ Βιεϊρά»

Σημείωση. Ο Βιεϊρά για όσους δεν ξέρουν είναι Γάλλος ποδοσφαιριστής, υπήρξε μεγάλος αμυντικός μέσος ο οποίος μεγαλούργησε τα προηγούμενα χρόνια. Τώρα που εγέρασε κολλάει τα τελευταία του ένσημα πριν την σύνταξη. Το πλήρες όνομά του είναι Patrick Vieira εξού και το λογοπαίγνιο.

Patrice Loko (από poniroskylo, 31/07/09)Patrick Vieira (από poniroskylo, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα-ζήτα ή, αντεστραμμένον και έτι ξεκαρφωτικότερον, ζήτα-βήτα (γραπτώς ΖΒ ή ΒΖ) είναι συνθηματικός ποδανισμός με επίφαση αρκτικόλεξου για τη βίζιτα, δηλαδή είτε την ίδια την πράξη της επ' αμοιβή συνουσίας είτε για την πουτάνα ως πρόσωπο, δηλωμένη ή μη αδιάφορον.

Σαπά: τζόνι μπλακ.

Ρε βλάκα μ' αυτήν πήγες κι έμπλεξες; Όλος ο κόσμος το ξέρει οτι είναι ζήτα-βήτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χιλιοτραγουδισμένο βυζί, στα ποδανά.

Πάσα: Ηodjas, σχολιάζοντας εδώ.

- Άρε Kate να είχες κανένα νούμερο μεγαλύτερα (.)Υ(.)
- Τι λετε ρε η Kεητ ειναι απλα θεα. Και μια χαρα ζυβι εχει!
(για την φακιδομύτη του Lost, εδώ)

- Άτσα ζυβί ο Νώντας, την αναβόλα μου μέσα!

- Εγω τα στραπλες τα φοραω με σουτιεν βαζοντας μονο μια τιραντα (πιανει απ'το δεξι ζυβι στο αριστερο). Και κραταει το στηθος καλα,κι αν χαλαρωσεις τελειως την τιραντα δεν πιανεται τοσο ο αυχενας.
(εδώ)

Το "χαμένο" ζυβί της Κέητ (από Vrastaman, 10/05/10)...ν\'ν\' κακό στην τελική (από Vrastaman, 10/05/10)(από Mr. Cadmus, 10/05/10)Αφιερούται τη σλανγκοτήμ: Κάτω στο γιαλό-κάτω στο περιγιάλι" υπο Π.Ι. Χαρβή... (από HODJAS, 10/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πίπα, δηλαδή η πεολειχία, στα ποδανά.

Επίσης σημαίνει το καυλί στην έκφραση κάτσε στο παπί μου.

  1. - Μωρό μου είσαι να τραβήξουμε κανά παπί;
    - Τραβήξου μόνος σου ρε σαλιγκαροψώλη!

  2. Λοτρέ το μεναγκό! Παπί, νιμού, λώκο και πάλι παπί.

(από Khan, 18/02/11)(από Khan, 16/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified