Αυτός που είναι κομμάτια από καταχρήσεις, αλκοόλ, ναρκωτικά, σεξ, εθισμούς, από τα σκατά της ζωής, ο αποδιοργανωμένος, ο καμένος.

«Ρε Σοφία, γιατί πολλές γυναίκες τις τραβάει ο παρακμιακός ο άντρας ο κομμάτιας

Πρώτα πρώτα κάνουμε τον ορισμό του παρακμιακού του άντρα του κομμάτια. Είναι ο άντρας ο μαλλιάς (αν και είναι λίγο εκτός μόδας το μαλλί – μπορεί και να το κοψε τώρα- ποτέ όμως δεν έχει αφάνα ή μαλλί μπλε – αυτή είναι άλλη κατηγορία), ο χασικλής, ο νταής, ο ιππότης. Λύκειο πήγε ΣΚΥΠ, Σιβιτανίδειο, Πολυκλαδικό Πειραιά κλπ (μπορεί και στο 1ο Λύκειο Μοσχάτου αλλά χλωμό το κόβω). Φόραγε και βέρμαχτ – τον θυμάστε γιατί είχε μια μυρωδιά μαύρου γύρω τριγύρω. Αν ακόμα δε το πιάσατε πάρτε σκηνικό κινηματογραφικό: Μαλλί μαύρο μακρύ να κρύβει το μισό πρόσωπο – σόλο στην ηλεκτρική κιθάρα – ένα δάκρυ κυλά καθώς ο ήλιος δύει και η Harley ξεκουράζεται στο back ground.

(σ.ς.: Αν θέλετε να μάθετε και γιατί τραβάει τις γυναίκες, δείτε εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είμαι πολύ κουρασμένος, είμαι εξαντλημένος, σε βαθμό που δεν έχω δυνάμεις για τίποτα, δεν παίρνω τα πόδια μου. Στα αθλητικά, έχω απαράδεκτη απόδοση, κυρίως λόγω κούρασης πάλι, αλλά και γενικότερα.

  2. Είμαι μεθυσμένος.

  3. Είμαι συναισθηματικά συντετριμμένος.

Κοινό χαρακτηριστικό των εννοιών είναι η ιδέα της ισοπέδωσης, της εξίσωσης με το έδαφος, όπως στο παραπλήσιο είμαι χώμα. Ευνόητο είναι πως λέμε και γίνομαι λάσπη. Υποψιάζομαι ότι αποτελεί περισσότερο βορειοελλαδίτικη έκφραση, αφού το έχω ακούσει ελάχιστα ή καθόλου στα νότια.

Πρβλ. κατεβάζω ασφάλειες, είμαι χώμα, είμαι κομμάτια, είμαι πτώμα, οφ, αλοιφή, κομματιανός, ζόμπι, λιώμα, πίτα, κουνουπίδι αλλά, με άλλη έννοια: λάσπη.

1α. Από εδώ (διασκευή):
Δυστυχώς φίλοι μου μόλις γύρισα απ’ τη δουλειά (και από 3ήμερη αποστολή κιόλας)! Και στην γιορτή μου δούλευα... Είμαι λάσπη παιδιά, πολύ θά ’θελα να ήμουν εκεί στο καλαμπούρι και στην παρέα σας...

1β. Από το μπλογκ ενός κουρασμένου φαντάρου εδώ (γεια σου ρε φίλε Chris-Top...):
Εάν δεν βγάζετε άκρη με πολλά από αυτά που γράφω δεν φταιν τα μάτια σας εγώ είμαι λάσπη και δεν θυμάμαι τι ακριβώς έγραψα στα προηγούμενα posts με αποτέλεσμα πολλές φορές να επαναλαμβάνομαι. Ευχαριστώ για την κατανόηση κωλοφάνταρο είμαι στο κάτω κάτω :)

1γ. Από εδώ:
Στο γκολ, δημιουργεί χώρο ο Μουσλι και από θέση τρέιλερ έρχεται ο Ίβιτς φάτσα ,γι’ αυτό παίζει πίσω από τον Μουσλι και όχι δίπλα, αυτόν τον χώρο εκμεταλλεύεται, δουλεμένο γκολ, και δεν είχε καμιά δουλειά ο Αντου να τον μαρκάρει, ή ο αμ.χαφ ή να βγει πιο ψηλά και γρήγορα ο 2ος σέντερ μπακ. Εάν ο Άρης ήταν λάσπη στον τελικό αλλά έπαιρνε τελικά το κύπελλο με 1-0 θα είχες ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟ;

[Σ.σ. Παραθέτω σαν μπόνους την συνέχεια του κειμένου:] Αγαπάς υπερβολικά την ομάδα σου και δεν βλέπεις τις ατέλειες της, όπως το παθαίνω εγώ με την γυναίκα μου που είναι σαν ινδικός δράκος αλλά... πάρε τα μάτια μου να δεις, εγώ την βλέπω ΚΟΥΚΛΑ.

2α. Από εδώ:
Θωμά γουστάρω!!!Να γίνουμε λάσπη στο τσίπουρο και μετά μια ομαδική κλήση ταξί για να μας γυρίσουνε..!

2β. Από εδώ:
Χρόνια πολλά σε όλους Ίντι και καλή χρονιά. Εύχομαι τα καλύτερα για σένα και όλες τις κούκλες σου. Όπως θα κατάλαβες, είχα γίνει λίγο λάσπη-λιάρδα-χώμα-κουνουπίδι μετά που σε είδα και δεν κατάφερα να έρθω. Να περάσετε καλά!

  1. Από εδώ:
    μια φορά έκανα το λάθος να δω το γάμο μου στο βίντεο. οι μισοί που ήταν στην εκκλησία είναι νεκροί σήμερα. Το ξεκίνησα για πλάκα αλλά έγινα λάσπη :(

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι γνωστή η ταυτοποίηση του άνδρα με τους γεννητικούς του αδένες σε πάρα πολλά παραδείγματα στη γλώσσα, κάτι που φαντάζει λογικό και στέκει ακόμα και βιολογικά, αφού είναι η μόνη πηγή τεστοστερόνης που ξεχωρίζει τον άντρα από το αγόρι, για να ξέρεις να μην στείλεις το δεύτερο να κάνει τη δουλειά του πρώτου. Αν φανταστούμε τα αρχίδια ως δύο μπουμπούκια που μετατρέπονται σε άνθη (του καλού, κατά κανόνα, εκτός από τα αρχίδια του μπαμπά του Χίτλερ), τότε η έκφραση αυτή αφορά τα συναισθήματα εκείνα που τα επηρεάζουν αρνητικά με τέτοιο τρόπο, ώστε, αντί να ανθίσουν, να μαραθούν και να μαραζώσουν, μαζί με τους ιδιοκτήτες τους.

Στην κατάσταση που η φράση περιγράφει, ο ατυχής ιδιοκτήτης των αρχιδιών είναι ψυχολογικά σε αδιέξοδο, ανίκανος να δει από μόνος του φως στο τούνελ, συχνά σε κάποιας μορφής σοκ, αφού αυτό που προκάλεσε την περί ης ο λόγος κατάσταση, προέκυψε ξαφνικά και απροειδοποίητα, συνήθως ανατρέποντας status quo και παραβιάζοντας ολοκληρωτικά δικλείδες συναισθηματικής ασφαλείας που θεωρούνταν μέχρι τότε απαραβίαστες. Ο παθών χάνει κάθε ενδιαφέρον για οτιδήποτε θετικό και ουσιαστικά παραδίδει την πρωτοβουλία των κινήσεων στη Μοίρα. Παραδείγματα, δυστυχώς, πολλά: σε παρατάει η γκόμενα, στο γλέντι του γάμου σου πιάνεις τη γυναίκα σου στην τουαλέτα με τον κουμπάρο (έχει γίνει), ο γκόμενός σου γίνεται στρέιτ, η κόρη σου παντρεύεται μαύρο Νεοδημοκράτη, το τεστ DNA δείχνει ότι είσαι εκ γενετής στείρος ενώ έχεις ήδη τρία παιδιά (έχει γίνει), σκίζεσαι στη δουλειά αλλά την καλή τη θέση την παίρνει άλλος (αυτό κι' αν έχει γίνει ... ) κ.α.

Συνελόντι ειπείν, είναι η κατάσταση που, από την πίκρα και την απογοήτευση, καταρρακώνει τον ανδρισμό του φορέα των μαραμένων όρχεων και μηδενίζει την ενεργητικότητά του, γιατί, ως γνωστόν, αν δε δρας δεν είσαι άνδρας.

Παραδείγματα στη παρ.2

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οιονεί υπερθετικός του καμένου από τις καταχρήσεις, ο καρακαμένος ένα πράμα.

Συνώνυμα:

Καψούλι, το επί το λογιότερον καψύλλιο, είναι κανονικά ο πυροκροτητής, μια μικρή δηλαδή ποσότητα εκρηκτικής ύλης, τοποθετημένη σε ειδικό μεταλλικό περίβλημα / θήκη, η έκρηξη της οποίας προκαλεί την ανάφλεξη πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής / προωθητικής ύλης.

Καψούλια χρησιμοποιούν και τα παιδικά (ψεύτικα) πιστόλια, με τα οποία καυλώναμε μικροί παίζοντας κλέφτες-αστυνόμους και λοιπά φαλλοκρατικά παίγνια. Εδώ η (ελάστιχη) εκρηκτική ύλη, με την οποία επιτυγχάνεται η πολυπόθητος απομίμησις εκπυρσοκροτήσεως, τοποθετείται εντός μικρής πλαστικής θήκης, συνήθως στρόγγυλης. Προφάνουσλυ, αυτά τα παιδικά καψούλια είχαν στο μυαλό τους κι αυτοί που πρωτοχρησιμοποίησαν σλανγκικώς τον όρο.

Διότι το καψούλι είναι προορισμένο να καεί, να καταναλωθεί, να λάμψει διαμιάς και να σβήσει ως διάττων αστέρας, χαρίζοντας στο μπόμπιρα που την έχει δει πιστολέρο και σερίφης μια πολύ πρόσκαιρη χαρά... Ας θυμηθούμε μόνο την αγωνία μας στα αποκριάτικα πάρτι «μήπως μας τελειώσουν τα καψούλια» και «αν θα βρούμε να αγοράσουμε»... Την ίδια σύντομη ευχαρίστηση προσφέρουν - σε λίγο μεγαλύτερα παιδιά - τα καργιόλια που καταπίνουν στα ρεϊβάδικα και λοιπά νταπαντουπάδικα: χορεύεις σαν πούστης για λίγες ώρες και την επόμενη μέρα - ίσως και την επόμενη ζωή σου αν το έχεις παραξηλώσει - είσαι φυτό, κλασμένο μαρούλι...

Τέλος, πολύ ενδιαφέρον είναι και το gender neutral της έκφρασης. Ένα καψούλι έχει στερηθεί την πολύτιμη ιδιότητα του γένους, είναι απλά ένα άφυλο αξιολύπητο πλάσμα. Είναι άλλωστε γνωστό πως η κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών ευθύνεται για σεξουαλικά προβλήματα (στυτική δυσλειτουργία, πρόωρη εκσπερμάτιση, διαταραχές της libido και μειωμένη επιθυμία κλπ). Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως όταν θέλουμε να εκφράσουμε συγκαλυμμένα την περιφρόνησή μας για κάποιον, τον αποκαλούμε συγκαταβατικά «παιδί», ασκώντας ένα είδος λεκτικής βίας (π.χ. τα παιδιά στη φυλακή = τρόφιμοι, τα παιδιά με τα μηχανάκια = καμπαλέρος, τα παιδιά με τα γυάλινα μάτια = πρεζάκηδες κ.ο.κ.)

(μαμά και κορασίς)

- Καλά βρε Αγγελικούλα μου, τι πήγες κι έκανες, έβαψες τα μαλλιά σου ροζ κι έκανες τρύπα στον αφαλό; Τι θα πει ο πατέρας σου άμα σε δει;
- Έλα ρε μαμά, ξεκόλλα! Ο Μάκης μου έτσι με θέλει, καγκουρογκόμενα, για να ταιριάζω μ' αυτόν που είναι καγκούρι, όταν πάμε βόλτα με το κωλοφτιαγμένο αυτοκίνητό του!
- Αλίμονό μας... Μήπως πηγαίνετε και σ' αυτά τα ρέιβ πάρτι και παίρνετε χάπια;
-Χαλάρωσε, κάγκουρες είπα πως είμαστε, όχι τίποτα καψούλια...

(από Vrastaman, 06/09/09)

Σχετικό: έχω κάψει RAM

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κουρασμένος και πεσμένος, είτε σωματικά είτε ψυχολογικά.

- Άσε, δεν έχω κουράγιο για τίποτα, μετά τον πρόσφατο χωρισμό είμαι συνέχεια ράκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified