Further tags

Σιλοφόρο όχημα μεταφοράς τσιμέντου σε σκόνη.

Ονομασία προερχόμενη από το γεγονός ότι τα σημεία εξαγωγής του σε σκόνη τσιμέντου, από το εν λόγω όχημα, βρίσκονται στο κάτω μέρος, πράμα που συνειρμικά θυμίζει άρμεγμα γελάδας.

Η εξαγωγή από το κάτω μέρος γίνεται με κύριο παράγοντα την βαρύτητα κάτι που βοηθάει στην εξοικονόμηση χώρου, χρόνου, ενέργειας και άρα χρήματος μιας και δε χρειάζονται παρά απλά, μικρά και οικονομικά μηχανήματα για την εξαγωγή του τσιμέντου απ το όχημα.

- Είναι λίγο παλιό, με προβληματίζει να το αγοράσω..
- Αυτήν την αγελάδα που βλέπεις μη τη βλέπεις έτσι, είναι σκυλί.
- Σκυλί η αγελάδα;!
- Γάτα είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ορολογία των αγώνων αυτοκινήτου, σανίδα ονομάζεται η μεγάλη ταχύτητα. Πολλοί συνοδηγοί στα ράλι περιλαμβάνουν τη λέξη στις σημειώσεις τους, για να δηλώσουν στον οδηγό ότι πρέπει να πατήσει το γκάζι μέχρι τέρμα.

«Δεξιά παρατεταμένη και 100 για αριστερή σανίδα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Μου έφυγε ο τάκος» είναι ταυτόσημο του «μου έφυγε η ψυχή».

Τάκος είναι ένα τρίγωνο κομμάτι ξύλου, ή σιδήρου, ή και πλαστικού, που τοποθετείται στον τροχό του αυτοκινήτου όταν αυτό είναι σταθμευμένο σε επικλινές έδαφος και προκειμένου να το ασφαλίσει, σε περίπτωση το χειρόφρενο αποτύχει να εκτελέσει την αποστολή του, που είναι να κρατήσει το αυτοκίνητο φρεναρισμένο όταν αυτό βρίσκετε σε ακινησία.

Όταν λοιπόν φύγει ο τάκος από τον τροχό του αυτοκινήτου και όταν αυτό είναι σταθμευμένο σε επικλινές έδαφος και αρχίσει να κυλά, την έχεις γεμίσει από χείρα.

- Κοίτα πίσω σου ρε! Το φορτηγό σου! Κυλά πίσω!
- Αχχχ! Παναγια μουυυ! Το φορτηγό μου!... αχχχ πάει ο γέρος!... αχχχ πάει και η γριά!... και... και... και... η πορσε... αχχχ και το ζαχαροπλαστείο... αχχχχ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σχετικά σπάνιο χαρακτηρισμό για τους οδηγούς ταξί.Ο ορισμός προέρχεται απο το γεγονός ότι σε πολλές απο τις πόλεις της Ελλάδας , το χρώμα των ταξί είναι , κίτρινο με λίγο λευκό αν και υπάρχουν και πόλεις στις οποίες το χρώμα διαφέρει.

Κλασσικό μέλος της κίτρινης φυλής.

-Θυμάσαι τον Τάκη ? Τι μπορεί να κάνει άραγε ?

-Ναι τον θυμάμαι , καλό παιδί ήταν. Αλλά δε μπορώ να θυμηθώ , τι κάνει , ο πατέρας του πάντως της κίτρινης φυλής ήταν , μπορεί να πήρε άδεια και να έγινε και αυτός ταρίφας.

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος που χρησιμοποιείται στη Λακωνία και δη στη Σπάρτη. Ταυτίζεται με την λέξη νερόλακκος.

Αρχικά, λούμπα ονομάζονταν ένας τύπου «λάκκος» που είχαν τα συνεργεία αυτοκινήτων, πριν της διάδοσης των υδραυλικών ανυψωτήρων, ώστε να μπαίνει μέσα ο μάστορας και να αλλάζει τα λάδια του αυτοκινήτου. Με αυτή της τη μορφή, η λούμπα ήταν δάνειο από το αγγλικό lube bay. Στη περιοχή της Λακωνίας όμως η λέξη διευρύνθηκε και έφτασε να σημαίνει τον λάκκο με νερά, και δη το κοίλωμα στο έδαφος που σωρεύει μέσα του το νερό της βροχής.

Σπαρτιάτης: Ο αναδεξιμιός δεν με πήρε σήμερα να μου ευχηθεί για τη γιορτή μου, η μπουζοπούλα που είχαμε πάρει χθες στο πανηγύρι με πείραξε στο στομάχι και καθώς γυρνούσα, σκόνταψα και έπεσα με τα μούτρα σε μια λούμπα.
Μη Σπαρτιάτης: Σοβαρά, πες μου τι πίνεις, θέλω και γω λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεχνικούρα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την υπερβολική χρήση τεχνικής ορολογίας και επαγγελματικής-τεχνικής ιδιολέκτου αναφορικά με θέματα που ενώ θα μπορούσαν να εξηγηθούν ή να περιγραφούν με πιο απλό και κατανοητό απ' όλους τρόπο, εν τέλει απλά αφήνουν το κοινό με ερωτηματικά πάνω από το κεφάλι τους. Επίσης, η τεχνικούρα χρησιμοποιείται αναφορικά με θέματα που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, τις οποίες και κατέχει ο εκάστοτε ειδικός του τομέα. Τέλος, παρατηρείται η χρήση του όρου ως επιθετικός προσδιορισμός αποκλειστικά αρσενικού γένους για ανθρώπους που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Η τεχνικούρα είναι παρεμφερής και εν μέρει συνώνυμη της μπολικούρας, με μία όμως ειδοποιό διαφορά: Η τεχνικούρα είναι εξεζητημένη μεν, αλλά δεν ξεφεύγει ποτέ (ή μάλλον σχεδόν ποτέ) από το συγκείμενο, οπότε με αυτή την έννοια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανούσια. Αυτό όμως δεν κρύβει τα ενίοτε άκρως ελεεινά κίνητρα του τεχνικούρα, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την επίδειξη γνώσεων, την τεχνοκρατική του ποζεριά και εν τέλει το ατελείωτο ψώνιο του.

Βέβαια, υπάρχει και το σπάνιο είδος ανθρώπων οι οποίοι παρουσιάζουν μία εμφανή και ειλικρινή αδυναμία να εκφραστούν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αυτούς τους άδολους τεχνικούρες η κοινωνία θα πρέπει να τους αγκαλιάσει με συμπόνια και κατανόηση... χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνουν πιο δημοφιλείς.

Τελικά, όπως είχε πει και ο τρισμέγιστος Μπουκόφσκι, «μεγαλοφυΐα είναι να λες εξαιρετικά δύσκολα πράγματα με εξαιρετικά απλό τρόπο», δήλωση με την οποία θα συμφωνήσει ο κάθε μαθητής, φοιτητής, αναγνώστης, ερευνητής, και γενικά ο κάθε ένας από εμάς που αναγκάζεται να ζητήσει την βοήθεια ειδικών για να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα που προέκυψε...

  1. Πάω που λες να πάρω ένα λάπτοπ και έρχεται ο πωλητής και μ' αρχίζει στις τεχνικούρες... Κάτι επεξεργαστής Intel Menlow Atom Z530 (1.6 GHz) με 512KB L2 cache στα 533 MHz οθόνη 13,4'' WXGA TFT LCD, Glare Type με LED backlight και ανάλυση 1366 x 768 μνήμη 2048MB (1 x 2048MB) DDR2 και σκληρό 250 GB SATA και τα' καψα όλα... Ευτυχώς που μία πελάτισσα τον διέκοψε να τον ρωτήσει κάτι και την έκανα μ' ελαφρά πηδηματάκια...

  2. Ρε συ, τι λέει πάλι εδώ; Δεν βγάζω άκρη με αυτές τις τεχνικούρες. Τ' είναι ο παλινδρομικός αναδευτήρας 4000/356 στα 500 rpm;
    — Εμ αφού πας και ψωνίζεις κινέζικα...

  3. — Πώς τον βλέπεις σαν κιθαρίστα;
    — Καλός είναι μωρέ, αλλά και μπολικούρας και τεχνικούρας. Χίλιες φορές John Lee. Παίζει μία νότα και σε στέλνει καρφί στο μπαρ για ένα ακόμη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπουκόφωνο ονομάζεται ο σιγαστήρας στις εξατμίσεις των μοτοσικλετών. Ονομάζεται έτσι διότι, όταν υπάρχει, μειώνει τον ήχο που παράγει η μοτοσικλέτα, όπως όταν ένας άνθρωπος έχει μια πίπα στο στόμα (ή όπως μια γυναίκα έχει το αντρικό όργανο στο στόμα κατά τη διάρκεια του σεξ!!!).

Τι έγινε ρε; Τι σαματάς είναι αυτός; Έβγαλες το τσιμπουκόφωνο μήπως και πάρει κανά άλογο το ψοφίμι σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεμπέλης λέγεται ο άξονας των φορτηγών, ο οποίος κατ' επιλογή μπορεί να σηκωθεί όταν δε μεταφέρεται φορτίο, ή να κατέβει όταν μεταφέρεται φορτίο.

Όταν φορτωθεί το φορτηγό, θα κατεβάσει τον τεμπέλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποστάτης στη γλώσσα του ποδηλάτου ονομάζεται ο μεταλλικός δακτύλιος που τοποθετείται μεταξύ συναρμολογημένων μερών του ποδηλάτου, ώστε να καλυφθεί τυχόν απόσταση μεταξύ τους και να επιτευχθεί σταθερότερη εφαρμογή (λ.χ. μεταξύ τιμονιού και σκελετού, πιρουνιού και σκελετού, ακόμα και στη σέλα ή στους άξονες των τροχών).

Εντάξει, δεν είναι πιουρ σλανγκ, αλλά δεν είναι ωραίο που αυτός ο αποστάτης προέρχεται από την απόσταση και όχι την αποστασία;

Να μη συγχέεται με τον Αποστάτη και τους πολιτικούς του επιγόνους: ο μεν ποδηλατικός αποστάτης αποτρέπει το τζόγο, ο δε πολιτικός αποστάτης συνέβαλε στο να ζήσει το Ελλαδιστάν μια περιπετειώδη και γεμάτη ζωή.

(αντί τεχνικού παραδείγματος, πχ «Αγόρασα ένα αποστάτη 2 cm κλπ κλπ, ένα ποιηματάκι από κάποιον παραληρηματικό εδώ)

Πριν τον Αντρέα ο Αποστάτης, μετά τον Αντρέα ο Χατζηαβάτης,
μετά εσύ ο Υπνοβάτης και τώρα έρχεται ο Ποδηλάτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρό συνήθως αντικείμενο άγνωστης προέλευσης και χρήσης. Το βρίσκουμε κατά την συναρμολόγηση παντός είδους κινητήρα ή μηχανής γενικά. Συνηθίζεται να περνά απαρατήρητο ή να χάνεται.

- Ρε μαλάκα! Μήπως είδες εκείνο το παπαράκι;

- Γαμημένο παπαράκι, πώς μπαίνει τώρα αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified