Ένας άλλος τρόπος να πούμε τη λέξη «υπάρχει».
Δασκάλα: Παιδιά πείτε μου μία λέξη από φι.
Τοτός: Κυρία, κυρία!
Δασκάλα: Πες Τοτέ.
Τοτός: Φούτσα κυρία!
Δασκάλα: Μα Τοτέ, δεν υπάρχει αυτή η λέξη...
Τοτός: Υφάρχει, υφάρχει...!
Ένας άλλος τρόπος να πούμε τη λέξη «υπάρχει».
Δασκάλα: Παιδιά πείτε μου μία λέξη από φι.
Τοτός: Κυρία, κυρία!
Δασκάλα: Πες Τοτέ.
Τοτός: Φούτσα κυρία!
Δασκάλα: Μα Τοτέ, δεν υπάρχει αυτή η λέξη...
Τοτός: Υφάρχει, υφάρχει...!
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για το αιδοίον του ανδρός (clopy paste του ορισμού της πόσθης από το Λεξικό Σουΐδα).
Πόθεν πούτσες;
Ο δρόμος της πούτσου είναι μακρύς, αινιγματικός και συχνά στρωμένος με αγγούρια.
Το Λεξικό Μπαμπινιώτη θεωρεί την ετυμολογία αβέβαιη και αναφέρει δύο εκδοχές: εκ του αρχαίου πόσθη (το δέρμα που περιβάλει το πέος) ή εκ του σλαβικού butsa (εξόγκωμα, προεξοχή).
Το Λεξικό Τριανταφυλλίδη αντιθέτως εικάζει ότι ετυμολογείται εκ του Τουρκικού puç (σχισμή ανάμεσα στους γλουτούς) ή εκ του Ιταλικού puzza (βρόμα).
Δέον να σημειωθεί ότι στην εβραιογερμανική διάλεκτο Yiddish, ο πούτσος αποκαλείται putz (βλ. και putzinstitut) το οποίο πιθανώς να ετυμολογείται εκ του γερμανικού ρήματος butzen(στολίζω).
Πόσθη, butsa, puç, puzzo ή putz λοιπόν;
Σύμφωνα με την επιστημονική αρχή της οικονομίας, γνωστής και ως Λεπίδα του Όκαμ, όταν δύο ή περισσότερες θεωρίες παρέχουν εξίσου ακριβείς προβλέψεις, πάντα επιλέγουμε την απλούστερη. Ωσεκτουτού, θεωρούμε ότι ο πούτσος ετυμολογείται εκ του πόσθη (πας πόσθων δε πουτσαράς) ενώ ο μπούτσος ετυμολογείται εκ του butsa. Εάν πάλι διαφωνείτε, ζμπούτσαμ!
Εν πάση περιπτώσει, είναι ηλίου φαεινότερο ότι έχει πέσει τρελλός διαπολιτισμικός / διασυνοριακός πούτσος ανά τους αιώνες για να υφίστανται τόσες ομοιότητες.
Βλ. το πέος για μια ενδελεχή και εμπεριστατωμένη καταγραφή του πούτσου.
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος που γουστάρει να χουφτώνει ανδρικά κωλαράκια. (Σίγουρα έχετε έναν στην παρέα σας!)
- Ρε τον παλιο-κωλόμπο το Γιάννη, όλο τον κώλο μου πιάνει..!
Σχετικά λήμματα: κωλόμπα, κωλομπαράς, κολομπαράς
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στη μορφή: «Αυτός έχει της ψωλής του τον χαβά».
Αναφέρεται σε κάποιον που είναι «κολλημένος» σ' ένα θέμα και δεν ακούει τίποτε άλλο.
Και του έλεγα του Γιώργου
- Μη πάμε από δω γιατί θα χαθούμε.
- Όχι, όχι εγώ ξέρω
Και να που χαθήκαμε αφού επέμενε. Είχε της ψωλής του τον χαβά. Που ν' ακούσει κάποιον άλλο.
Got a better definition? Add it!
Η σταύρωση ως γνωστόν ήταν τρόπος θανατικής καταδίκης και αντιπροσωπεύει το μαρτύριο του Χριστού που ήταν πολύ οδυνηρό, όμως επειδή ο Χριστός είχε όχι απλό δόντι αλλά χαυλιόδοντα, κατάφερε μετά το ξεσταύρωμά του να αναστηθεί και να δώσει ελπίδες στον κάθε ταλαίπωρο πως, ό,τι μαρτύριο και να περνάει, θα καταφέρει να βρει λύτρωση.
Επίσης. είναι τοις πάσι γνωστόν ότι ο κλασσικός έλληνας (δεν γνωρίζω για τις άλλες εθνότητες) είναι ο γαμιάς της γειτονιάς και μπορεί να γαμάει τους πάντες και τα πάντα χωρίς εξαίρεση και φυσικά δεν εξαιρούνται ούτε τα θρησκευτικά πιστεύω. Σ' αυτόν τον τομέα δε, έχει ιδιαίτερη αδυναμία, ξεκινώντας από τους αντιπροσώπους επί γης του θεού που πιστεύει ο καθένας και φτάνοντας μέχρι την κορυφή της ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων και των αξεσουάρ (καντήλια, πετραχήλια κλπ.). Αυτό δε, υποδεικνύει πολύ μεγάλη πίστη. Ναι ναι, πολύ μεγάλη πίστη, το έχω διασταυρώσει από γυναίκες του κύκλου που λένε ότι αυτός που υβρίζει την Παναγία και το Χριστό τους αγαπάει πάρα πολύ, γιατί προτιμάει να καλέσει τα θεία παρά τον ακατονόμαστο!
Όταν γαμεί κάποιου το ξεσταύρι, δηλώνει μεγάλη απειλή και ότι θα τον κάνει να μαρτυρήσει της μάνας του το γάλα. Όταν γαμεί το δικό του ξεσταύρι, αναθεματίζει το μαρτύριό του και ελπίζει στη λύτρωσή του.
Ρε γαμώ το ξεσταύρι σου, δεν το είδες το στοπ; Κατέβα ρε, αν τιμάς τα παντελόνια που φοράς!!
Βάζει το κλειδί στη μίζα, το γυρίζει... γρρρρ, γρρρ, γρρρ... ξανά και ξανάμανά, μέχρι που η μπαταρία ξελιγώνεται. Γαμώ το ξεσταύρι μου μέσα! Άντε τώρα να δούμε πώς θα βρω ταξί! Θα το βάψω μπλε να τελειώνω!!
Got a better definition? Add it!
Δεν με φοβίζεις, δεν ψαρώνω, δεν καταλαβαίνω τίποτα.
Ο κλασικός μπερντές στις πόρτες το καλοκαίρι, προκειμένου να μην μπαίνουν οι μύγες μέσα. Όταν φυσήξει κάνα αεράκι (και αν το σπίτι είναι και διαμπερές, όπως κώλος - μουνί), κουνιέται ο μπερντές και παρομοίως κουνιούνται τα αρχίδια, ιδιαίτερα τα σακουλιασμένα.
Βλέπε φώτο γέρικων αρχιδιών.
Ιδεοφέρων: ιρονικ
Τι είπε;;; Ναι, σιγά, για κοίτα, κουνιούνται ρε;
Χωριό, μεσημέρι, σιέστα. Περαστικοέξυπνος, βλέποντας ένα παππού να τον παίρνει (τον μεσημεριάτικο ύπνο) και θέλοντας να τον πειράξει, τον σκουντά και τον ρωτά:
- Τι ώρα είναι παππού;
Αυτός πάει στον παρακείμενο γάιδαρο, του κουνά τα αρχίδια με το χέρι (λες και ανακατεύει την σούπα) και λέει την ώρα.
Ο περαστικοέξυπνος τσεκάρει το ρολόι του και ο παππούς είναι ακριβέστατος. Ρωτάει έκπληκτος τον παππού πως το έκανε αυτό το τρομερό και απαντάει ο πάππος:
-Παιδάκι μου, κούνησα τα αρχίδια του γαϊδάρου, γιατί μου έκρυβαν τη θέα από το ρολόι της εκκλησίας…
(Τι περιμένουμε;;; - το καλοκαίρι - ΑΑΑ!!!).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κολλημένος με το μουνί, όπου μουνί = μουνί, αλλά και γυναίκα γενικά.
Αυτοαναφορικό: ο χρήστης του σλανγκ.γκρ που έχει κόλλημα με τα εις -μούνα λήμματα και άλλα (ο βράστα, η υποφαινόμενη και άλλοι, και άλλοι...).
Δεν τον αντέχω άλλο τον Σάκη, όλο για μουνιά μουνιά μουνιά, δεν λέει τίποτ' άλλο. Ό,τι και να του πεις, εκεί καταλήγει. Έχει γίνει τελείως μουνόπληκτος!
Βράστα, το λήμμα προς απάντησή μου στο σχόλιό σου!
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή του κλασικού ζμπούτσαμ για χρήση και μπροστά σε ανηλίκους. Αρχικά ως απάντηση στην Χαρρυ-Κλυννική έκφραση «Ωράιος κάιρος!».
Πηγή: Άψογος acg.
- Ακόμη στο Αμπιτζάν βρίσκεται ο Πέρι!
- Ζμπόυ τσομόυ!
- Α, γύρισε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η παταγώδης ανταπόκριση του θηλυκού πληθυσμού για έναν άντρα, προφ για έναν γκραν γαμάω τύπο που σκάει μύτη σε έναν χώρο, ή στην πιάτσα γενικώς. Αλλά και για έναν κοινό θνητό, έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που όμως δείχνει στις γκόμενες πως είναι ο άντρακλας α λα Humphrey Bogart, με λίγα λόγια και αντρίκια και βλέμμα που κάνει τα λιοντάρια γατούλες.
Ανάλυση της έκφρασης: Όπως σλανγκικώς έχει καταδειχτεί από το φαινόμενο του γραμματοσήμου και άλλα ηχηρά παρόμοια, το γυναικολογικό επακόλουθο ενός τέτοιου εξ αποστάσεως σεξουαλικού ερεθίσματος είναι το νιμού να σαγηνευτεί και να ετοιμαστεί όλο προσμονή για δράση υγραίνοντας τα σκέλια του, αρκεί να να μην το παρακάνει και τελειώσει εντυπωσιακά ον δε σποτ. Υπερβολικό; Άβυσσος το μουνί της γυναίκας!
Υ.Γ. Να μην συγχέεται με το κατούρημα!
- 'Ασε κολλητέ, η δικιά μου άρχισε να μου κάνει νερά...
- Ξύνεται το μουνάκι της να σου τα φορέσει;
- Εκεί πάει το πράγμα. Μου 'χει φάει τ' αυτιά γι' αυτόν τον ζεν πρεμιέ τον Γιάννη από το γραφείο. Και τι συμπαθητικός τύπος είναι, και να βγούμε μια φορά με τα παιδιά από τη δουλειά σου και τέτοιες πίπες. Σε τα μας τώρα το Δεσποινάκι;
- Πάντως φίλε να την προσέχεις τη φάση, γιατί γι' αυτόν τον τυπά βρέχονται βρακάκια όπου περνάει, έχει μεγάλο σουξέ.
- Καλά ρε μαλάκα, πώς ντύθηκες έτσι; Για ένα καφέ θα πάμε, όχι στα μπουζούκια.
- Καλός είμαι;
- Ζαγοραίος! Θα βραχούνε βρακάκια για την πάρτη σου!
- Και που λες, γίνεται του μουνιού το ξέσκισμα, αυτός ο λεχρίτης απειλεί γενικώς για απολύσεις και μαλακίες, εμείς έχουμε μείνει παγωτό, δυο-τρεις γκόμενες κλαίνε...
- Και μετά;
- Μετά εμφανίζεται από το πουθενά ένα παλικάρι από άλλο τμήμα, ψύχραιμος κι ωραίος, και του λέει «άνθρωπέ μου, ηρέμησε, άσε τις απειλές γιατί είμαι μάρτυρας και θα σου φέρω εδώ επιθεωρήσεις, δικηγόρους και κανάλια να πάρεις και για το σπίτι». Είχε μια φωνή, ψάρωσαν όλοι. Έκανε τουμπεκί ο ρουμάνος, έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια κι έφυγε. Οι κοπέλες λιώσανε, βρέξανε βρακάκια, αφού μετά πήγανε να τον βρουν και τον αγκάλιαζαν...
Κολπικά υγρά: βρέχονται βρακάκια, ζουμιά, μουνιαγάρας, μουνικά, μουνόγαλα/μουνόγαλο, μουνόσαλτσα, μουνόφτυμα, μουνόχυμα, μουνοχύσια, σιντριβάνι.
Got a better definition? Add it!
Ω ρε πράμα που σαλεύει και τον μουστερή γυρεύει...
Και τα στήθια τα βλέπαμε μόνο σε απαγορευμένα περιοδικά για το σεξ, και τώρα είναι από τα χαράματα φόρα παρτίδα: σαλεύουν και τον μουστερή γυρεύουν. ...
Όταν όμως τυχαίνει και πέφτει στα χέρια σου, «πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει», όλα αυτά, αποκτούν σχετική μόνο σημασία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified