Further tags

Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.

Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;

Αγόρια προσοχή κυκλοφορούν αραχνομούνες. (από joe909, 01/09/11)

Βλ. και πιάνω αράχνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρτόλα, η γυναίκα που πάει με όλους.

Η Σούλα είναι σαν το ποδήλατο του χωριού: όλοι το έχουν πάρει μια βόλτα...

Βλ. και ψωλοκρεμάστρα, πασαγαμιόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

=Παίρνει Πίπα Όρθια.
Υποδηλώνει την υπερβολικά κοντή γυναίκα, η οποία φθάνει μέχρι το ύψος του ανδρικού μορίου.

-Πόσο κοντή είναι αυτή: -Σκέτη Π.Π.Ο.

(από Khan, 19/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύπιστη κοπέλα.

  1. – Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
    – Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...

  2. Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσουλί, η τιποτένια γυναίκα.

-Τι έμαθα ρε συ, χώρισες;
- Άει μωρέ με το τσόλι που πήγα και έμπλεξα, τι θες να έκανα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριά έκφραση για την πολυγαμική γυναίκα, αυτή που τα γαμεί όλα. Λέγεται έτσι επίσης η κακόψυχη.

  1. Πολύ γαμιόλα η δικιά σου, τους έχει πάρει όλους στην παρέα..

  2. Είσαι πολύ γαμιόλα, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα παρθένα που γαμιέται μόνο από τον κώλο και παράγει και τον ανάλογο ήχο.

Ρε σάπιε με τη Λόλα πηδιέσαι; Πήγα πέρυσι διακοπές με τη φρου-φρου και μας άκουσε όλο το κάμπινγκ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που της αρέσει να «μαζεύει» πούτσες.
Πρόκειται για τη γυναίκα στην οποία αρέσει να κάνει συνέχεια sex, στοματικό ή κανονικό, και επίσης δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα να «πάει» με πολλούς άντρες μαζί (παρτούζα). Συνήθως οι γυναίκες τέτοιου είδους είναι έμπειρες γύρω από το sex και σπάνια κουράζονται.

Παρόμοιες λέξεις: ψωλού, πόρνη, πουτάνα,τσούλα,καρ(γ)ιόλα και άλλα κοσμητικά επίθετα..

- Τελικά την πήδηξες τη Βανέσσα;
- Πωωω τι ψωλομαζεύτρα ήταν αυτή ρε; Την πήρα μαζί με τον Νώντα παρτούζα και μας γονάτισε!!

Got a better definition? Add it!

Published

Από το ψωλή και μπετονιέρα, αναφέρεται σε ακόλαστη γκόμενα με χαμηλές ηθικές αντιστάσεις που έχει τόση αδυναμία στις ψωλές, όση και η μπετονιέρα στο τσιμέντο.

- Αλήθεια σου λέω Τάκη μου! Είσαι ο πρώτος μου...
- Σε ποιον τα πουλάς αυτά μωρή ψωλομπετονιέρα; Που για να μετρήσεις τους πούτσους που 'χεις φάει πρέπει να προσλάβεις λογιστή (ορκωτό)...

Got a better definition? Add it!

Published

Γυναίκα. Αυτή που με το τον τρόπο της σε προκαλεί να τη ξεκωλιάσεις. Ιδιαιτέρως έκφυλη!

Ρε το βλέπεις το ξεκωλοπατόμουνο πώς σε κοιτά, θέλει να το ανοίξεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified