Εναλλακτικός τρόπος για να αναφερθούμε διακριτικά στην πρωκτική συνουσία.

  1. - Τι λέει ρε μαλάκα με το πιπίνι που τραβιέσαι τελευταία; Ψαρεύεις κάνα σκατό;
    - Όχι, απαγορεύεται η είσοδος απ' την πίσω πόρτα μέχρι στιγμής.
    - Μαλακία...

  2. - Καλά ε, με τη Λίλιαν χθες τα κάναμε όλα. Τι ισπανικά, τι 69... μέχρι και σκατό ψάρεψα!

βλ. και μεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στάση όπου ο ερωτικός σύντροφος γλείφει την κωλοτρυπίδα της γυναίκας.

Φυσικά, μπορεί να γίνει μεταξύ γυναίκας και γυναίκας, ή άλλα που με αηδιάζουν επειδή δεν είμαι γκέι.

Γυναίκα: - Ναι, τι ρουφοκώλι είναι αυτό;
(ο άντρας κλάνει)
Άντρας: - Συγγνώμη.
Γυναίκα: - Όχι τέτοια όταν τρως ή γλείφεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προετοιμασία και καθαριότητα του πρωκτού πριν το πρωκτικό σεξ.

Γίνεται με τη χρήση του σωλήνα του τηλεφώνου του μπάνιου χωρίς το τηλέφωνο, ο οποίος τοποθετείται εντός της πρωκτικής χώρας και με καυτό νερό πραγματοποιεί κάτι σαν κλύσμα. Είναι σαφής η σχέση της λέξης με τον κώλο. Προέρχεται δε από τη γαλλική λέξη décoller (= ξεκολλάω / απογειώνομαι) > décollage.

- Τί έκανες τόση ώρα στο μπάνιο;
- Άσε, έκανα ένα ντεκολάζ άλλο πράμα! Πολύ το φχαριστήθηκα!

Σαρλ ντε(γ)κόλ. Το (γ) δε μοιάζει με τον πέοντα και τη συνοδεία του; (από GATZMAN, 14/11/10)

Βλέπε και γκαζόζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλύφανο ή αλεζουάρ (και αμερικλανιστί reamer)

Εργαλείο που σαν σκοπό έχει την λείανση μιας οπής που έχει τρυπηθεί με κοινό τρυπάνι.

Πρώτα πχ. ανοίγουμε μια τρύπα με τρυπάνι Φ 8,8 μμ και με το γλύφανο το πάμε 9 μμ ακριβώς.

Έτσι και το σκατό παραλληλίζεται με το τρυπάνι και η ψωλάρα ή ο σχοινοκαθαριστήρας παραλληλίζεται με το γλύφανο.

Χώσε μωρό μου το γλύφανό σου μέσα, τώρα που έχω χέσει και είμαι ανοιχτός (λέει ο πουστράκος στον βεληγκέκα του)

(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται τις φορές που σφίγγουν τα γάλατα, σε περιόδους μεγάλης αγαμίας δηλαδή, αναφορικά με το σπέρμα του άντρα, το οποίο από την πολυκαιρία και την στασιμότητα έχει πήξει και σβολιάσει, έχει γίνει σα χαλίκι.

- ...άντε υπομονή Μήτσο, εφτά και σήμερα να πάρουμε τη ροζαλία να πάμε σπίτια μας...
- ...να διώξουμε και τα χαλίκια, γιατί δεν πάει άλλο...

... από πέτρινο πουλί. (από patsis, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αιδοίο το οποίο από τη συχνή και επίπονη διείσδυση από ανδρικά μόρια έχει χάσει το σφρίγος και έχει κρεμάσει. Δηλαδή με λίγα λόγια όταν ένα αιδοίο ξεχειλώνει.

Πω ρε Αγησίλαε. Τη θυμάσαι εκείνη τη σαραντάρα που γνώρισα τις προάλλες; Ε, μάπα το καρπούζι. Για να μη στα πολυλογώ το μουνί της ρε φίλε ήταν μπριζολιασμένο και σιχάθηκε η ψυχούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα εκκρίματα του γυναικείου αιδοίου κατά τη διάρκεια του γυναικείου οργασμού, αποτελέσματος στοματικού έρωτος, ήτοι αιδοιολειχίας, καθότι κατά την απορροήν των προς την επιφάνειαν των αισθητηρίων της του παρτενέρου γλώσσης, ομοιάζουσιν ως προς την αχινοσαλάτας γεύσιν.

Βεβαίως, υπάρχουσιν αιδοία τύπου τυροκομείου, παραγωγοί εκκριμάτων σαφώς διαφορετικής υφής και γεύσεως, άτινα δεν χωρούν εις το παρόν λήμμα.

- Τι έγινε χτες, ρε Μάικ; Το' πνιξε το κουνέλι η μικρήτελικά;
- Μπα... Μόνο αχινοσαλάτα έφαγα... Πάλι δε μ' άφησε...

(από Vrastaman, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε το χρόνο που περνάει κάποιος εξασκώντας το σπορ της κτηνοβασίας για μια ολόκληρη ώρα.

Μονάδα μέτρησης της συγκεκριμένης ενέργειας είναι τα κτηνοβάτ, τα οποία καταναλίσκονται κατά την διάρκεια μιας κτηνοβατώρας.

- Πς μωρή Διαμάντω κοίτα τι κούκλος που είν' ο Μήτρος!!!
- Ναι καλά. Έχει γράψει αυτούνος κτωνοβατωωωωωωωωωωώρες !!!

(από patsis, 14/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σεξουαλικό φετίχ, κατά το οποίο ο ένας σύντροφος ουρεί πάνω στον άλλον. Ο όρος προέρχεται από το χαρακτηριστικό κιτρινωπό χρώμα των ούρων.

Συναντάται και ως ουρολαγνεία ή ουροφιλία και δεν πρέπει να συγχέεται με την ουροφαγία.

- Τι έγινε χτες, έβαλες;
- Μόνο; Μαλάκα, δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό το πράγμα. Η γκόμενα τα ήπιε όλα και μετά μου ζήτησε και χρυσό ντους!
- Ηρέμησε ρε Τσαρώφ.
- Αλήθεια ρε φίλο. Άδειασα τελείως σε λέω.

βλ. και χρυσή βροχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από τη παραφθορά της λέξης κουλούρι για να δηλώσει τον ανδρικό ή γυναικείο πρωκτό. Δεν πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη δεδομένου του σχήματος του κουλουριού (στρογγυλό με τρύπα στη μέση) αλλά και της ίδιας της υπόστασης του ως διατροφικό προϊόν, δηλαδή ενός εξαιρετικά δημοφιλούς εδέσματος που όλοι σπεύδουν να το ζητήσουν και να το καταναλώσουν. Σημειωτέον πως το κωλούρι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ανδρικό κοινό, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν χαίρει εκτίμησης και από το γυναικείο.

Για λόγους υγείας και υγιεινής, το κωλούρι είναι καλύτερο σκέτο, δηλαδή χωρίς γέμιση. Αν και αυτό πάλι είναι θέμα καθαρά γούστου και -πάνω απ' όλα- βίτσιου.

- Τι είναι αυτό που θα σας κάνει να θέλετε να συζητήσετε με μια κοπέλα; κ ποιο χαρακτηριστικό είναι αυτό που σας κάνει να την γουστάρετε τρελά; πάντα ήθελα να μάθω...

- Το σπίτι που μένει και σε ποιά περιοχή, το αυτοκίνητο που οδηγεί, το ρολόι π
που φοράει, αν έχει δικιά της επιχείρηση και αν δίνει κωλούρι. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified