Further tags

Σύνθετη λέξη από τα: πούτσος + κεφαλοκλείδωμα (λαβή πολεμικών τεχνών γνωστή στους αγγλομαθείς ως headlock).

Κλείδωμα (lock): (μεταξύ άλλων) οποιαδήποτε λαβή πάλης κατά την οποία μέρος του σώματος του αντιπάλου διαστρέφεται ή πιέζεται
Κεφαλοκλείδωμα (headlock): η λαβή πάλης στην οποία το κεφάλι του αντιπάλου μαγκώνεται ανάμεσα στο εσωτερικό του αγκώνα και το σώμα του.
Πούτσος: το αντρικό μόριο (έχουν γραφτεί άπειρα, διαβάστε)

Πουτσοκεφαλοκλείδωμα: η λαβή που μπορεί να πραγματοποιηθεί από ιδιαίτερα γυμνασμένο αιδοίο στο μόριο του αντιπάλου κατά την διάρκεια πάλης στο σεξ με μάγκωμα και περιστροφή. Παραλλαγή του θέματος χωρίς περιστροφή αλλά μάγκωμα και απότομη κίνηση προς την ανάποδη (όπως όταν ανοίγουμε μπουκάλι μπύρας με το ανοιχτήρι).

Πιθανές συνέπειες:

Ψυχολογικές - Το όνειρο (σφιχτό, στενό, γυμνασμένο αιδοίο) γίνεται εφιάλτης. - Ξενέρωμα.

Παθολογικές

- Τρελό στραμπούληγμα.

- Κάταγμα πέους (νομίζατε ότι δεν γίνεται; νομίζατε ότι κάνω πλάκα; για ρίχτε μια ματιά στα μήδια... ).

- Ακρωτηριασμός αν η εκτέλεση πραγματοποιηθεί από δαγκανόμουνοκαι ενδεχομένως θάνατος από την επακόλουθη αιμορραγία (μη εξακριβωμένο, αλλά εικάζεται ότι φταίει που κανείς δεν έζησε για να το διηγηθεί).

Τρόποι αντιμετώπισης:

-Σεξ σε ρινγκ παρουσία διαιτητή: σε ένα ρινγκ υπάρχουν κανόνες για να αναδειχθεί κάποιος νικητής χωρίς να χρειαστεί να σκοτώσεις τον αντίπαλο σου ή να σε σκοτώσει αυτός. Όταν όμως η μάχη γίνεται εκτός ρινγκ δεν υπάρχουν κανόνες και φυσικά κανένας δεν ακολουθεί τους κανόνες του ρινγκ.

-Αποφυγή συνεύρεσης με μέλη ομάδων υψηλού κινδύνου: Στις ομάδες υψηλού κινδύνου συγκαταλέγονται:
* οι σβάρτσεςπου ξημεροβραδιάζονται στα γυμναστήρια (ειδικά αν ακούσετε την λέξη Plate φύγετε φύγετε φύγετε) * κυρίες που πίνουν νερό στο όνομα των ασκήσεων Κέγκελ(ρωτάς πχ «από Κέγκελ πώς πάμε;» αν αρχίσει και περηφανεύεται για το πόσο συχνά κάνει και τέτοια, μένεις σε εγρήγορση) * όσες έχουν φήμη δαγκανομούνας - ακόμα και αν πρόκειται για κακεντρέχειες, φύλαγε τα ρούχα σου για να χεις τα μισά. Επίσης σχετικές παροιμίες: Του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ, He who runs away lives to fight another day (ελ. μτφ. - προσαρμογή: αυτός που τρέχει γρήγορα θα ζήσει να γαμήσει άλλη μέρα).

Αν καταλάβατε καλά, this is the twilight zone. Παίζει όμως και το θέμα αδρεναλίνη εδώ, σο, ό,τι σας φωτίσει ο γιαραμπής.

Σχετικό λήμμα: στραβοψωλιάζω


Δισψλαιμερ: Λέμε και καμια μαλακία να περνάει η ώρα ...

Από το λήμμα «αιδοίο το οδοντοφόρο» εμού της ιδίας από το οποίο προέκυψε και η έμπνευση για το παρόν: «Το μουνί με δόντια - τέχνη: Από όλα τούτα η τέχνη εμπνεύστηκε και βγήκε το ταινιάκι «Teeth», μιλάμε για τρελή αρρώστια το σενάριο. Η τύπισσα με το που τα 'παιρνε στην κράνα τους έκανε πουτσοκεφαλοκλείδωμα και ακύρωση - τους τα κοβε με δαγκιά [sic] και τα πέταγε στα σκυλιά. »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο, που προκύπτει από το «πεοφοβία» (ρωτήστε τις/ τους Γιαλόμες τι σημαίνει) και το στερητικό άλφα.

Σλανγκιστί σημαίνει τον αθεόφοβο γκέι που όχι μόνο δεν φοβάται το πέος, αλλά και το αναζητεί- επιζητεί. Δηλαδή είναι ο παραπάνω από κραγμένος, είναι ο αδίστακτος γκέουλας που δεν θα κάνει πίσω μπροστά σε τίποτα!

Μπορεί να χαρακτηρίσει και κοπέλα τελειωμένη, και κυριολεκτικά, εννοώ και γυναίκα.

Ο όρος εισήχθη στην σλανγκικήν από τον Ιησού.

- Τι κάνει ο Σάκης; Ακόμα το κάνει το ωτοστόπ;
- Αν το κάνει λέει! Γύρισε όλην την Ευρώπη κάνοντας ωτοστόπ σε νταλικέρηδες ο απεόφοβος! Ως το Μαρόκο έφτασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καυλί με την δεύτερη έννοια: «Γυναίκα νεαρής ηλικίας και ερεθιστικής ένδυσης». Κατά το «γόβα-στιλέτο».

-Φοβερό καυλέτο η Λίλιαν!
-Μες στην πρωτοτυπία είσαι ρε φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published

Η ευνουχιστική γκόμενα, το αιδοίο οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata.

Ο όρος «μουνούχω» εφευρεθείς υπό του Βραστανδρός παράγεται από το ρήμα μουνουχάω= ευνουχίζω, με την θηλυκή κατάληξη «-ω», όπως «μαλάκω», και δίνει την έμφαση στον ευνουχισμό, και στην ψυχολογική διάστασή του, κι όχι σε οποιοδήποτε άλλο κίνδυνο ελλοχεύει στην δαγκανομούνα. «Ευνουχομούνα» για χάρη μεγαλύτερης ακρίβειας.

Βέβαια, το «δαγκανομούνα» παραμένει ο πιο πλούσιος σλανγκικά όρος κι έτσι το παρόν λήμμα αποτελεί απλώς ένα ταπεινό σχόλιο στην περιεκτική ανάρτηση της Mes, περιγράφοντας ένα θέμα, που έχει απασχολήσει και τα λήμματα οδοντογλειφίδα, η, οδοντόπαστα, η, δαγκωτό και πουτσοκεφαλοκλείδωμα.

Για τον Freud, ο μύθος της Μέδουσας που σε απολιθώνει με το πρόσωπό της σήμαινε αυτό ακριβώς το πράγμα, ήτοι το ευνουχιστικό αιδοίο, γι' αυτό προτείνω εναλλακτικά και τον όρο «Μύδουσα», κατά το «μύδι», που επίσης έχει απασχολήσει κατά κόρον την πρόσφατη βιβλιογραφία. Η «Μέδουσα» απασχόλησε και τον Sartre, που ανέπτυξε στην φιλοσοφία και λογοτεχνία του το θέμα του γυναικείου βλέμματος που σε απολιθώνει.

-Τι κάνει ο Δημήτρης;
-Δημητρούλα πες τον καλύτερα!
-Ξέρεις κάτι που δεν ξέρω;
-Την θυμάσαι την γραμματέα του την Λάουρα;
-Αν την θυμάμαι λέει!
-Της είπε «σκύψε ευλογημένη» κι αυτή αντί να τα πάρει στην κράνα κυριολεκτικά, τα πήρε μεταφορικά και τού 'κανε πουτσοκεφαλοκλείδωμα!
-Δηλαδή τον χάνουμε τον Μητσάκο;
-Ακόμα στην Εντατική είναι! Θα την γλιτώσει την ζωή του, αλλά σαν θα βγει, θα είναι σαν να τον εγχείρησε ο Tom Pusti!
-Έλα!
-Σου λέω, φοβερή μουνούχω!

"Η Μέδουσα", πίνακας του Peter Paul Rubens. (από Hank, 14/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν και τέτοιες ενέσεις, με διείσδυση πούτσου αντί σύριγγας. Είναι μια ένεση που δεν την κάνουν οι νοσοκόμες, αλλά την δέχονται.

Κόπι-ράιτ: Πάνος2

-Αδελφή, μια ένεση παρακαλώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κι αυτός είναι πούστης, όπως και ο πισωγλέντης και πολλοί πολλοί άλλοι.

Ακα: πουτσογλεντζές.

- Τον χορεύει τον καρσιλαμά ο Πέρι! Μεγάλος πουτσογλέντης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν κάπου βρίσκονται μόνο άντρες (βλέπε αρχιδαριό, σβερκαρία, καραπουτσαριό, ψωλαρία, αρχιδόκαμπος) οι οποίοι μάλιστα έχουν και άγριες διαθέσεις, όμως ελλείψει γυναικών το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να παίξουν ξιφομαχία με τους παργαλάτσους τους!

Βγήκε από γνωστό ανέκδοτο που δύο πισωγλέντηδες, μην έχοντας κάτι καλύτερο να κάνουν, αποφάσισαν να παίξουν ξιφομαχία με τις ψωλές τους... Τελικά ο ένας, κατάκοπος, αποφάσισε να παραδώσει τα όπλα λέγοντας: «Ουφ, κουράστηκα... Κάρφωσέ με!»

  1. - Ω ρε φίλε να είχαμε κανένα γκομενάκι τώρα να το παίρναμε και οι δύο...
    - Άσε, ξιφομαχία θα παίξουμε πάλι σήμερα!

  2. - Είχε κανένα πιπινάκι στο μαγαζί χθες, ή ξιφομαχία παίξατε πάλι;
    - Άσε φίλε, πουτσοπανήγυρος!

(από Khan, 07/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμμοχάλικο: Αδρανές υλικό που χρησιμοποιείται κυρίως στην οικοδομική τέχνη. Σχετικά: χαλίκι, λατύπη, ψαμμίαση, γαρμπίλι. Το αμμοχάλικο είναι στερεό μίγμα που διακρίνεται σε χονδρόκοκκο και λεπτόκοκκο ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων από τους οποίους αποτελείται.

Σλαγκικά: Χρησιμοποιείται ως εμφατικό στην απειλητική έκφραση «θα σε γαμήσω», οπότε και η έκφραση παίρνει την μορφή «θα σε γαμήσω με αμμοχάλικο».

Βοηθητικά υλικά κατά την διείσδυση - κατάταξη:

Προς διευκόλυνση / μεγιστοποίηση της απόλαυσης: Ως γνωστόν σε περιπτώσεις διείσδυσης του πέους στο αιδοίο ή τον πρωκτό, μπορούν να χρησιμοποιηθούν βοηθητικά μέσα (κρέμες, ζελέ ή η κλασική βαζελίνη) με σκοπό την ελάττωση της τριβής κατά την είσοδο, ώστε να αποφευχθούν οδυνηρά φαινόμενα που θα εμπόδιζαν τον δέκτη να συγκεντρωθεί στο απολαυστικό τμήμα της διαδικασίας. Με την βοήθεια της κρεμούλας, αυτός που τον τρώει τον ευχαριστιέται περισσότερο.

Προς πρόκληση δυσχέρειας / μεγιστοποίηση του πόνου: Αντιθέτως με τα προηγούμενα, στην περίπτωση χρήσης αμμοχάλικου, το επιδιωκόμενο είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση της τραχύτητας και της σχετικής τριβής, με συνεπακόλουθο την κορύφωση της αντίστοιχης οδύνης και την πρόκληση του μέγιστου πόνου στον αποδέκτη του καβλιού που απειλεί.

Άλλα υλικά με τα ίδια αποτελέσματα, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κυριολεκτικά ή να χρησιμοποιηθούν αντιστοίχως σε απειλή: γρέζια, σκλήθρες, γυαλόχαρτο.

Συνοψίζοντας, η προσθήκη του «με αμμοχάλικο» στην απειλή «θα σε γαμήσω» καθιστά ενήμερο τον αποδέκτη της φράσης ότι, όχι μόνο θα τον φάει, αλλά θα τον τσούξει, θα τον ματώσει, θα τον σκίσει, θα, θα, θα και γενικώς θα τον πονέσει όσο δεν παίρνει άλλο.

Και δεν το θέλουμε αυτό, δεν το θέλουμε α-α.

-Μου πήδηξες την γκόμενα ρε καριόλη; Το παραδέχεσαι έτσι ξερά; Θα σε γαμήσω, ρε σκατόπουστα, με αμμοχάλικο θα σε γαμήσω!!! Θα πεθάνεις ουρλιάζοντας και θα χέσω στον τάφο σου μετά ρε!!! (αρασέ / ζετέ / μπουκετέ / σάπισμα μέχρι να προλάβει ο ελεεινός να φύγει τρέχοντας κουτσαίνοντας για να μάθει να σέβεται)

Πού ξέρει κανείς τί κρύβεται πίσω από ένα αθώο πρόσωπο. Αυτουνού δεν του πονάει το εργαλείο ούτε με αμμοχάλικο. (από Galadriel, 28/02/09)To Λίλιαν με αμμοχάλικο (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πάθηση αυτού που «τον παίρνει κι απ' τα αυτιά».

Κατά τον πατέρα του λήμματος, Αυτοκτονημένο, αφορά κυρίως σε παρθένες.

Τον ταλαιπωρεί μία χρόνια πουτσωτίτιδα τον Πέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκό σε σκληρή μορφή με μικρό χερουλάκι και πολύχρωμα σχέδια, η τρελή χαρά των οδοντιάτρων. Και στέκει σεξιστικά επίσης. Βλέπε μπανάνα και παγωτό χωνάκι.

ขนมที่ติดกับปลายไม้ - ταϊλανδέζικα
lollipop - ανγκλέζικα

  1. Εσύ όλη την ώρα με το γλειφιντζούρι πάνω-κάτω (πίπα) κι εμένα η μούρη μου χωμένη όλη την ώρα στο βαζάκι (στο γλειφομούνι)... Δε μας βλέπω καλά!!!!!! Γυναίκα...

  2. Και με ξύπνησε πάνω που ετοιμαζόμουν να γλείψω ένα γλειφιντζούρι ίσα με το...

  3. Σαν παιδάκι που κέρδισε ένα γλειφιντζούρι στο σχολείο: λες και κατάκτησε τον κόσμο.

  4. Τα παιδιά δεν τρώνε από το ίδιο πιάτο, ούτε γλείφουν το ίδιο γλειφιντζούρι.

  5. Όταν ο μικρός Τίμος άνοιξε με φούρια την πόρτα έτοιμος να κάνει πάλι τις σκανταλιές του, έμεινε με το γλειφιντζούρι στο στόμα.

  6. Ο νικητής κερδίζει ένα μαλλιαρό γλειφιντζούρι το οποίο θα παραλάβει από το τραπεζάκι της έδρας, από τον μαύρο κύριο με την κόκκινη μπλουζίτσα και το αστείο καπέλο.

  7. Οι μάνατζερ έχουν προτείνει τους ίδιους σε όλες τις ομάδες που ψάχνουν και περιμένουν ποιος θα... γλείψει πρώτος το «γλειφιντζούρι». Με άλλα λόγια: τίποτα, νούλα.

(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified