Λέγετε για κάποιον που φορτώνει στους άλλους τις δικές του υποχρεώσεις.
-Ρε, δεν με παρατάς που κι αυτό σε μένα θα το φορτώσεις! Εσύ κάνεις τον πούστη με ξένο κώλο!
Λέγετε για κάποιον που φορτώνει στους άλλους τις δικές του υποχρεώσεις.
-Ρε, δεν με παρατάς που κι αυτό σε μένα θα το φορτώσεις! Εσύ κάνεις τον πούστη με ξένο κώλο!
βλ. και με κώλο αλλουνού κι εγώ γίνομαι πούστης, κάνεις τον πούστη με ξένους κώλους, με ξένο κώλο πούστης (δεν γίνεσαι)
Got a better definition? Add it!
Κωλάτεραλ και κωλάντεραλ ντάματζ δεν είναι η παράπλευρη απώλεια (collateral damage), αλλά η ζημιά που προκαλείται στην κωλοτρυπίδα σου, όταν ο εραστής σου σου δώσει το κωλάντερο στο χέρι. Ως παράπλευρη απώλεια μπορεί να εννοηθεί βεβαίως και η απώλεια της άλλης παρθενιάς, παραπλεύρως του αιδοίου.
Πάσα: Χότζας (encore), xalikoutis.
Κατάφερε η Αφροξυλάνθη να μείνει παρθένα μέχρι τον γάμο της, μόνο που είχε μερικές παράπλευρες απώλειες.
Βασικά για το Λίλιαν πήγαινε ο Βάγγουρας. Ο Πέρι ήταν απλώς μια κωλάτεραλ ντάματζ.
Got a better definition? Add it!
Το άπλωμα από παχιά, μαζικά και απολαυστικά φλόκια σε επιφάνεια κατά προτίμηση γυναικείας, λείας και νεανικής επιδερμίδας.
- Και πάνω στο καυλύτερο, λοιπόν, της χαρίζω μια πέρλα, όχι, τι λέω, τι πέρλα, ολάκερη φλοκάτη ήτανε...
Got a better definition? Add it!
Σύνθετος όρος που αποτελείται από το πρόθεμα πουτσο- (με την κυριολεκτική έννοια αλλά και με την -για τον πούτσο- έννοια), και την σλανγκ, όπως απεικονίζεται στο σλανγκρ.
Ο όρος ομπρέλα αναφέρεται:
α) σε όλα εκείνα τα πιπεράτα λήμματα που ανθούν στο σλανγκρ, τύπου αδημουνώ, αχλαδομουνοπατσαβούρα, εθελοντής πουτσοδότης, πουτσομεζές κ.λ.π., τα οποία αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο των λημμάτων.
β) στα ίου λήμματα, τα οποία ακροβατούν μεταξύ σεξουαλικού και εμετικού περιεχομένου. Ο λόγος είναι ότι στα ιταλικά, πούτσα (puzza) σημαίνει βρώμα (ουσιαστικό αλλά και ρήμα στο γ' ενικό).
Παράγωγo: πουτσοσλανγκιστής (ο σλάνγκος με έφεση στα πουτσολήμματα και όχι ο σλάνγκος για τον πούτσο)
Άμα περπατήσει ο όρος, θα βάλω και παραδείγματα!!!!
Got a better definition? Add it!
Το τέλος του γνωστού ανέκδοτου, που παρέμεινε σαν αμηχανοαυθόρμητη απάντηση στο σχόλιο «Καλό μουνί!!!!!». Επίσης λέγεται για οποιοδήποτε αντικείμενο χαρακτηρίζεται ως καλό.
Η απάντηση έρχεται αυθόρμητα και ως αστεϊσμός, αφού μηχανικά το μυαλό των συνομιλούντων πάει στο ανέκδοτο που παραθέτω:
Πέμπτος όροφος, κτίριο κάπου στη 765746η λεωφόρο της Νάβα Γιόρκα. Νταβατζής, κάργα στη μαστούρα οργιάζει με τις υπαλλήλους του. Βγαίνει στο μπαλκόνι με μία από αυτές και επιδίδεται σε ακροβατικά σεξουαλικά. Εκεί, σε μια πιρουέτα, η γκόμενα γλιστράει και καταποντίζεται. Ο νταβατζής τύφλα και απορημένος μπαίνει μέσα στο δωμάτιο και συνεχίζει με άλλη παρτενέρ. Η προηγούμενη γκόμενα πέφτει από τον πέμπτο όροφο -γυμνή εννοείται- και καρφώνεται με το κεφάλι σε κάδο σκουπιδιών, σε σκυλίσια στάση.
Εκεί παραδίπλα γυρίζει ένας αλκοολικός άστεγος, που ψάχνει τους διπλανούς κάδους. Ξαφνικά γυρνάει, βλέπει την γκόμενα. Γδύνεται γρήγορα και αρχίζει να την γαμάει. Τελειώνει, κατεβαίνει και συνεχίζει τον δρόμο του. Χαμένος όπως είναι ο δρόμος τον ξαναβγάζει από το ίδιο στενό, οπότε αφού έχει ξαναγεμίσει, ρίχνει άλλο ένα στα γρήγορα. Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται, και κάποια στιγμή, μονολογεί:
- Καλό μουνί... δε λέω, αλλά γιατί το πετάξανε;
- Κοίτα τι περνάει....
- Καλό μουνί!!!!
- Ναι, αλλά γιατί το πετάξανε;
Got a better definition? Add it!
Τα εκκρίματα του γυναικείου αιδοίου κατά τη διάρκεια του γυναικείου οργασμού, αποτελέσματος στοματικού έρωτος, ήτοι αιδοιολειχίας, καθότι κατά την απορροήν των προς την επιφάνειαν των αισθητηρίων της του παρτενέρου γλώσσης, ομοιάζουσιν ως προς την αχινοσαλάτας γεύσιν.
Βεβαίως, υπάρχουσιν αιδοία τύπου τυροκομείου, παραγωγοί εκκριμάτων σαφώς διαφορετικής υφής και γεύσεως, άτινα δεν χωρούν εις το παρόν λήμμα.
- Τι έγινε χτες, ρε Μάικ; Το' πνιξε το κουνέλι η μικρήτελικά;
- Μπα... Μόνο αχινοσαλάτα έφαγα... Πάλι δε μ' άφησε...
Got a better definition? Add it!
Έχεις υπόψη σου τον καταρράχτη Νιαγάρα; Φσντάσου τώρα ένα κολοσσιαίο αιδοίο στη θέση του... That's right!
Με άλλα λόγια το αιδοίο που έχει υγρανθεί τόσο πολύ που νομίζεις ότι αν τον κόψεις και το βάλεις στόχο από μακριά, θα μπει τόσο εύκολα όσο έβαζε τα τρίποντα ο Μάικλ Τζόρνταν.
Και για να με νιώσεις περισσότερο, άσκηση για το «σπίτι» (ναι με «» γιατί μπορεί να μη σας εμπνέει το σπίτι σου βρε αδερφέ): Παρατήρησε πόσο έχει υγρανθεί το μουνί της γυναίκας σου 5 λεπτά αφού της τον βάλεις! Δε γαμιέστε, απλά γλυστράτε! Δεν γαμάς γυναίκα, αλλά θάλασσα!
- Για πες ρε κολλητέ, τί λέει η μικρή στο κρεβάτι;
-Τ α πάμε πολύ καλά, μουνιαγάρας γίνεται όταν το κάνουμε!
Κολπικά υγρά: βρέχονται βρακάκια, ζουμιά, μουνιαγάρας, μουνικά, μουνόγαλα/μουνόγαλο, μουνόσαλτσα, μουνόφτυμα, μουνόχυμα, μουνοχύσια, σιντριβάνι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αν και το λήμμα έχει ήδη αναρτηθεί, όφειλα να επισημάνω και τον ακόλουθο ορισμό, για να ολοκληρωθεί το σύμπλεγμα σημασιών και χρήσεων του όρου.
Ξεροχύνω: έρχομαι μεταφορικά σε οργασμό, άνευ σεξουαλικής πράξης ή και πρωταρχικής σεξουαλικής διέγερσης - καύλας από εξωτερικό ερέθισμα (εικόνα σεξουαλικού πλάσματος, βρώσις διεγερτικών εδεσμάτων, όσφρησις διεγερτικών αρωμάτων, κατουρόκαυλες, κ.ο.κ.), ως αρσενική λειτουργία.
Συνώνυμο των «γουστάρω τρελά», «έχω καρακαυλώσει», «έχω χαρά μεγάλη», «είμαι ανεβασμένος»...
Αναλυτικότερα: χύνω χωρίς σπέρμα, χωρίς υγρά, δηλαδή, εμφανίζω συμπτώματα οργασμού (μτφ. χαράς, ικανοποίησης, ενθουσιασμού)... στα «ξερά»...
Η μεταφορική του χρήση συναντάται στην χαρά του γκολ της αγαπημένης ομάδας ποδοσφαίρου, ή στην πώρωση της ανάγνωσης του πρωτοσέλιδου της αντιπροσώπου της ομάδος, αθλητικής εφημερίδας που «γαμεί» την εφημερίδα του αντιπάλου, στους πολιτικούς διαξιφισμούς ή και στις πολιτικές συγκεντρώσεις, ανά τους οπαδούς των κομμάτων. Επίσης, μόλις παίρνει κανείς πτυχίο, ή αύξηση στη δουλειά, ή παντός είδους επιβραβεύσεις και «χειροκροτήματα» (εάν έχει έφεση στο να αυτοπροβάλλεται / εκτίθεται / εκδίδεται) κλπ....
Αυτός ο Μήτσος είναι ο ορισμός του ανεγκέφαλου, «αυστραλοπίθηκου» βάζελου οπαδού. Κάθε πρωί κάθεται μία ώρα έξω από το περίπτερο και χαζεύει τα εξώφυλλα της «πράσινης» και ξεροχύνει στο πεζοδρόμιο με τη μάπα του Βγενό. Και το απόγευμα πάει στους «μάντ μπόυς» όπου τον έχουν για τα θελήματα και κάθεται και τον φορτώνουν καρπαζές...
Η μικρή Λίλιαν, όταν ήταν 16 και τραγούδησε στη σχολική εορτή, μόλις απέσπασε τα χειροκροτήματα του κοινού απέκτησε ένα βλέμμα λες και ξερόχυνε εκείνη την ώρα. Από τότε φάνηκε πως θα γινόταν «μεγάλη» σόου-γούμαν και έχει γυρίσει όολα τα πανηγύρια της Κάτω Αχαγιάς χωρίς να έχει «κλείσει» ούτε μισή σεζόν σε ταβέρνα στην Κλειτορία.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός ιδιαίτερα αποβλακωμένου ανθρώπου. Στην τροφική αλυσίδα των μουρόχαβλων, οι μουνόχαυλοι διεκδικούν τον κατώτατο και ασθενέστερο κρίκο, αυτόν που ξύνει τον πάτο του βαρελιού.
Εκ του μεσαιωνικού μουνίον > αρχ. μνοῦς (μαλακό χνούδι) και του χαῦνος (ελαφρόμυαλος).
- ΚΑΤΑΡΧΗΝ ΑΣ ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ...ΕΙΣΑΙ ΜΥΞΙΑΡΗΣ, ΒΑΡΒΑΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΡΑΣΤΟΣ ΣΚΑΤΟΜΠΙΝΕς .....ΛΟΙΠΟΝ ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ ;;; ΘΕΣ ΚΙ ΑΛΛΟ ;;; ΕΙΣΑΙ ΠΑΠΑΤΖΗς ΠΟΡΔΟΣΤΟΥΠΗς ΧΑΣΚΟΚΩΛΗς ΚΑΙ ΜΟΥΝΟΧΑΒΛΟΣ ΜΙΝΑΡΕΣ!!! ΚΑΙ ΕΙΣΑΙ ΜΠΑΛΑΜΟΥΤΗΣ ΣΑΚΟΡΑΦΑΣ ,ΧΡΕΖΟΠΑΣΤΑΣ ΧΩΣΣΤΑΜΕΡΗΣ ΚΑΙ ΧΟΛΟΒΛΩΤΡΙΦΤΗΣ ...ΕΙΣΑΙ ΕΝΑΣ ΧΑΜΕΝΟΣ ..ΤΩΡΑ ΕΙΣΑΙ ΕΝΤΑΞΥ;;;; ΤΗΝ ΠΗΡΕΣ ΤΗ ΔΟΣΗ ΣΟΥ;;; ΓΙΑ ΝΑ ΔΩ ΒΓΗΚΕ Η ΑΡΑΧΝΗ ;;;;;;;
(ψυχανάλυση, εδώ)
- ηρθαν και καποιοι μουνοχαυλοι, που ειτε διαβαζουν για κονσερβοκουτια και νομιζουν οτι αναστηθηκε ο Βελουχιωτης, ειτε διαβαζουν για παλουκια και ερεθιστηκε η ψωλοπροοδευτικη κωλοτρυπιδα τους, ειτε ειναι μπηχτες του διαδικτυου...
(πολιτικές επισημάνσεις, εκεί)
- Βρε αποβλημα γεννας ειπα το αντιθετο;
- α τραβα ρε μαλακα.
- τοσο μουνοχαυλος εισαι.
(εποικοδομητικός διάλογος, παραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Ο φίκος κρητιστί. Μάλλον από το ιταλικό becco (=ράμφος) > η μύτη ενός αιχμηρού αντικειμένου, η μπίκα.
Ο όρος αυτός αφορά το σεχ και όχι τον άντρα, αντίθετα με τον όρο μπήκας -βλ. και σχόλια.
Ασίστ: nick
Κρήτη, 2010, μέγα συμβούλιο περί δια μπάτσελορ πάρτυ:
Α: - Πού θα το βοrτάρουμε το γαμπρουrάκι μας απόψε;*
Β: - Χανιά, Χανιά!
Γ: - Εκειά μόνο θα τονε 'γγίζει. Επά πέρα στο Ρέθυμνο θα ρίξει και κανα μπίκο...
*βλ. σχόλιό μου στο άρτζι μπούρτζι και ρουλάς
βλ. και μπίκας, μπήκας
Got a better definition? Add it!