Further tags

Η πράξη του να κάνεις γαργάρα με τα φλόκια του εραστή σου μετά το πέρας του στοματικού σεξ, μια πρακτική μερικά κλικ πιο κίνκι από την απλή κατάποση και πουτσοστράγγιγμα της νοικοκυράς.

Χρησιμοποιείται περισσότερο συνεκδοχικά για να χαρακτηρίσει πρόσωπο που υποτίθεται ότι επιδίδεται στην πρακτική αυτή όντας κοπέλα τελειωμένη, και μάλιστα λιγότερο γυναίκα, και κυρίως φετινό γκέι. Γενικότερα χρησιμοποιείται ως ύβρη. Συχνότερα στο αρσενικό σπερματογαργάρας, ο.

  1. tis manas sou to mouni paliokarioli spermatogargara pou tha miliseis esy gia tin thessaloniki kai ton paok.paliopousti gamimene (ΠΑΟΚ είναι εδώ)

  2. sa pi8ikos einai o kariolhs o antras hahahahh! h palio spermatompoukostra, sifilokolos, arxidozalistras, spermatogargaras, kai de 3erw ti allo... 8a tou skasw ena poutsoskampilo me to kavli mou kai 8a ton kanw 100.000 zhmia...
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Σούλι είναι περιοχή της Ηπείρου όπου το νερό δεν ευρίσκεται σε ικανοποιητική επάρκεια. Ο επιθετικός προσδιορισμός “Σουλιώτικο” λοιπόν, εν προκειμένω, δεν υποδηλώνει τόσο γεωγραφικό ή τοπικό προσδιορισμό, ούτε ενέχει κάποια εθνικοπατριωτική σημασία, όσο εννοεί την έλλειψη υγρής τριβής μεταξύ δυο η περισσότερων τριβομένων επιφανειών.

Κατά συνέπεια, όπως ορθώς θα έχετε αντιληφθεί, ως σουλιώτικη χαρακτηρίζεται η στεγνή, ξηρά, άνευ σιέλου ή έτερου λιπαντικού σεξουαλική συνεύρεση, η οποία και συνοδεύεται αναπόφευκτα και με έντονη αίσθηση άλγους.

Κατ' αντιστοιχία αναφέρεται και το «σουλιώτικο ξύρισμα» που πραγματοποιείται όχι μόνον απουσία αφρού ξυρίσματος, αλλά και με την ολοσχερή έλλειψη ή άνευ χρήσης του απλού ύδατος.

- Την έστρωσα κάτω και της έκανα ένα γαμήσι ...σουλιώτικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αιδοίο το οποίο από τη συχνή και επίπονη διείσδυση από ανδρικά μόρια έχει χάσει το σφρίγος και έχει κρεμάσει. Δηλαδή με λίγα λόγια όταν ένα αιδοίο ξεχειλώνει.

Πω ρε Αγησίλαε. Τη θυμάσαι εκείνη τη σαραντάρα που γνώρισα τις προάλλες; Ε, μάπα το καρπούζι. Για να μη στα πολυλογώ το μουνί της ρε φίλε ήταν μπριζολιασμένο και σιχάθηκε η ψυχούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται τις φορές που σφίγγουν τα γάλατα, σε περιόδους μεγάλης αγαμίας δηλαδή, αναφορικά με το σπέρμα του άντρα, το οποίο από την πολυκαιρία και την στασιμότητα έχει πήξει και σβολιάσει, έχει γίνει σα χαλίκι.

- ...άντε υπομονή Μήτσο, εφτά και σήμερα να πάρουμε τη ροζαλία να πάμε σπίτια μας...
- ...να διώξουμε και τα χαλίκια, γιατί δεν πάει άλλο...

... από πέτρινο πουλί. (από patsis, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλύφανο ή αλεζουάρ (και αμερικλανιστί reamer)

Εργαλείο που σαν σκοπό έχει την λείανση μιας οπής που έχει τρυπηθεί με κοινό τρυπάνι.

Πρώτα πχ. ανοίγουμε μια τρύπα με τρυπάνι Φ 8,8 μμ και με το γλύφανο το πάμε 9 μμ ακριβώς.

Έτσι και το σκατό παραλληλίζεται με το τρυπάνι και η ψωλάρα ή ο σχοινοκαθαριστήρας παραλληλίζεται με το γλύφανο.

Χώσε μωρό μου το γλύφανό σου μέσα, τώρα που έχω χέσει και είμαι ανοιχτός (λέει ο πουστράκος στον βεληγκέκα του)

(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, ο αυνανισμός, η μαλακία.

Η έκφραση αποτελεί συνδυασμό κατάληξης γυναικείου ονόματος, όπως π.χ. Αμαλία, Ευθαλία, Κορνηλία, Κρυσταλλία κλπ, που, παραπλανητικά και ενδεχομένως και νοσταλγικά, παραπέμπει σε γυναίκα, μαζί με το τμήμα της άκρας χειρός, παλάμη η αλλέως χούφτα, που υλοποιεί την παλινδρομική κίνηση της επιδερμίδας του ανδρικού μορίου, κατά την αυτοηδονική και ανακουφιστική διαδικασία εξαγωγής του γνωστού γαλακτώδους οπού του άρρενος.

- Πως πήγε το καμάκι στο μπαρ;
- Άσε, τζίφος.
- Κατάλαβα, πάλι με τη χουφταλία θα τη βγάλεις απόψε !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη που περιγράφει το ανδρικό γεννητικό όργανο. Συνήθως υπονοεί μικρο μεσαίο μέγεθος.

Συνώνυμα: ψωλή, τσουτσού, πέος, πούτσα, κλπ κλπ

- Τη κοντή τη τσούρα το μαλλί της φταίει.

Θανάσης Τσούρας (από Vrastaman, 28/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παθητική φωνή του ρήματος τσουτσουριάζω.

Περιγράφει γενικώς την έγερση, αλλά, ειδικότερα, όταν επιστρατεύεται από την εφεδρεία, περιγράφει τις σηκωμάρες του ανδρικού πέους. Χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στο γ' ενικό πρόσωπο του αορίστου.

Είναι προσφιλής έκφραση των σιγανοπαπαδιών.

Το βάσανο:
- Αχ μωρό μου, τι βλέπω, μου ακόμα δεν πρόλαβα να ξεντυθώ και σου τσουτσουρώθηκε.

(από iwn, 28/10/10)Τσουτσουρώνονται κυρίως στην Κρητη (από perkins, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα σαν προϊόν μιας εκσπερμάτωσης.

Λέγεται συχνότερα στον πληθυντικό απ' ό,τι στον ενικό για να υποδηλώσει τη βαρβατίλα του ανδρός.

Η έκφραση πάρ' τα χύσια μου είναι συνώνυμη του πάρ' τ' αρχίδια μου.

  1. Τι ψωλορουφήχτρα αυτή η Ποπίτσα, ρε μαλάκα!! Κατάπινε τα χύσια λες κι ήταν Κόκα-Κόλα. Μου στράγγιξε τ' αρχίδια, σου λέω!!

  2. - Ρε μαλάκα θα μου ξηγηθείς το κάμπριο μεθαύριο;
    - Πότε, ρε μαλάκα; Σου το βράδυ; Ρε, παρ' τα χύσια μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός, η μαλακία η κοινή.

Ο όρος παραπέμπει με διάθεση παλιμπαιδισμού στη βρεφική ηλικία, όπου το γνωστό και αθώο βρεφικό παιχνίδι διακτινίζεται αυτούσιο στην εφηβική και ενήλικο διαδεδομένη αυτοϊκανοποιητική δραστηριότητα.

Προς τον μαλάκα που συνεχίζει ακατάπαυστα τις μαλακίες: - Βάρα, μαλάκα, βάρα την πεοκουδουνίστρα.

(από iwn, 28/10/10)(από GATZMAN, 28/10/10)(από GATZMAN, 28/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified