Πέρνει φλόκια, σφαλιάρες, πουτσοσκάμπιλα. Είναι η φλακιόλα σου. Όλοι έχουμε μια φλακιόλα (έστω και στη φαντασία μας).
Αχ αυτή η φοιτητριούλα θα 'θελα να ήταν η φλακιόλα μου.
Πέρνει φλόκια, σφαλιάρες, πουτσοσκάμπιλα. Είναι η φλακιόλα σου. Όλοι έχουμε μια φλακιόλα (έστω και στη φαντασία μας).
Αχ αυτή η φοιτητριούλα θα 'θελα να ήταν η φλακιόλα μου.
Got a better definition? Add it!
Η εξόχως ευειδής γυναίκα, το καυλόμουνο.
Πάσα: krepsinis.
- Ρε τι καυλομουνι ειναι αυτο ;; :O εγω με το που θα το επερνα χαμπαρι θα ορμαγα επανω της και θα την πηδαγα μεσα στο αμαξι της...
(εδώ)
- αντζελα εισαι καυλομουνι στις φωτο!!! (εκεί)
- Πάει μια φορά ένας τυπάς σένα μαγαζάκι, να φάει κάτι στα γρήγορα πρίν πάει στη δουλειά του.Κάθεται λοιπόν στο τραπεζάκι και περιμένει....
Μετά από κανένα πεντάλεπτο χωρίς να πιστεύει στα μάτια του εμφανίζεται ένα ξανθό **καυλομούνι** με μίνι φουστίτσα και με τα βυζιά έξω και τον ρωτά:
-Τί θα θέλατε παρακαλώ;
Αυτός μισαζαλισμένος της απαντά:
-Τί έχει το μαγαζί;
Κοιτάει αυτή το μενού και λέει:
-Έχουμε καφέ x, y, w, e........, σάντουιτς και μασάζ στ
αρχίδια.
Ακούει αυτός για μασάζ και γυρίζει το μάτι του:
-Δε μου λές, το μασάζ το κάνεις εσύ;
Χαμογελά το μουνί και του λέει:
-Ναί, εγώ το κάνω.
Μόλις το ακούει λοιπόν ο τύπος γυρίζει σαστισμένος και της απαντά:
-Εεε τότε πήγαινε πλύνε τα χέρια σου και φέρε μου ένα σάντουιτς.
(παραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Η ψευδοπίπα που γίνεται λιγότερο με το στόμα και περισσότερο με το χέρι, η οποία και χαρακτηρίζεται ως πιπομαλακία, καθώς πρόκειται όντως για μεγάλη μαλακία. Από κοινού με την αερόπιπα, η χειρόπιπα αποτελεί ό,τι χειρό-τερο για όποιον θέλει να ευχαριστηθεί την εν λόγω πρακτική, αλλά μένει με τον καημό. Συνήθως πρόκειται για μια «αγχωμένη μαλακία» που λέει και ο Πηρουνίτσας για να τελειώσει το παλληκάρι το γρηγορότερο με την μικρότερη δυνατή εμπλοκή.
Να μην συγχέεται ούτε με την manual πίπα, που έχει καυλή σημασία, ούτε με χηρόπιπα, εκτός κι αν η χήρα έχει και πέντε ορφανά.
Πιπα με πολυ χερι (χειροπιπα ή αλλιως αεροπιπα), που αν της ελεγες «no hands» σε κοιταζε στραβα και προσπαθουσε να το βελτιωσει, αλλα ανθρακας ο θησαυρος.
Τελικα με 3 (τρεις) προσπαθειες και με μια χειροπιπα εχυσα. (Αμφότερα από σάιτ για ενήλικες).
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κυρίως για πολύ κοντές κοπέλες.
Τα αρχικά σημαίνουν: παίρνει πίπα όρθια.
- Πε κοίτα αυτό το μωρό! - Τι λες ρε, αυτό είναι Π.Π.Ο.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται (κυρίως) από άνδρες ως χαϊδευτικό/ψευδώνυμο για το ματζαφλάρι τους, παρόμοια με τα παλαιότερα και αγαπημένα Μπάμπης, Φώντας, Μήτσος, Θρασύβουλας, Γιαγκούλας, Μέγας Αλέξανδρος (Βόρεια Ελλάδα) κλπ.
Εκτός του ότι διαδηλώνει το μεγάλο μέγεθος του οργάνου, χαρακτηρίζοντας το μεγαλοπρεπές, γνωστοποιεί και τον τίτλο του σπρώκτωρα που κατέχει ο χρήστης, καθότι στο ελληνικό συλλογικό υποσυνείδητο οι Οθωμανοί έχουν συνδεθεί με την πρακτική του γάμα σούφρα.
(βλέπε και οθωμανικό δίκαιο).
- Καλώς τον λιλιπούτσειο! Aχαχά!
- Καλά, άμα βγάλω τον σουλεϊμάν τον μεγαλοπρεπή δεν θα ξέρετε που να κρυφτείτε.
- Ίσα μωρή κυρία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το φιλί που δίνεις έχοντας στα χείλη σου μεγάλη δόση από πραλίνα-σοκολάτα μερέντα. Προσφέρει απόλυτη ευχαρίστηση και ηδονή και υπάρχει ο κίνδυνος ζάχαρου σε μεγάλες ποσότητες.
Μπορείτε άπλα να το δοκιμάσετε.
Got a better definition? Add it!
Κυπριακή σλανγκ: ο ξαναμμένος, ο ευρισκόμενος σε σεξουαλική διέγερση.
- Κάτσε καλά... πάλι σ' έπιασε ο πυρόκωλος;
- Μόλις τη βλέπισα μ' έπιασε ο πυρόκωλος!
- Να δω εγιώ τα Παπαδοπουλλούθκια τζιαί τα Κωλοκασούθκια να τα πιάνει ο πυρόκωλος.
Βλ. και πύρκαυλος.
Got a better definition? Add it!
[βεν. limounada με τροπή [i>e] κατά το λιμούνι]
Η ξινή γκόμενα, προέρχεται από την σύμπτυξη των λέξεων λεμόνι και μουνί, προσδίδοντας χαρακτηριστικά του πρώτου στην φυσική υπόσταση του δευτέρου. Συνώνυμα: ξινομούνα, κακογαμημένη, Γεωργία Βασιλειάδου.
Στέλιος: Μαλάκα το μπαρ πάλι τίγκα στις ξινές ανορεξικές γκόμενες είναι...
Πάνος: Κατάλαβα... Πάλι λεμουνάδα θα πιούμε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για σλανγκική απόδοση της Ιλιάδας του Ομήρου και είναι ένα μικρό μέρος, μια περίληψη από την «Οδύσσεια» που είναι το πλήρες κείμενο. Το λέγαμε στο Γυμνάσιο, δεκαετία του '90, αλλά μπορεί να είναι και παλαιότερο. Αργότερα κυκλοφόρησε και σαν ηλεκτρονικό παιγνίδι, με έναν ποντικό να κάνει τον αφηγητή και να λέει αποσπάσματα από το κείμενο σε κάθε πίστα.
Πάνω στης Τροίας τα βουνά πού 'ταν σαν κωλομέρια,
καθότανε ο Όμηρος με των ψωλή στα χέρια.
Κι όπως μαλακιζότανε και έχυνε το χύσι
του ήρθε η θεία έμπνευση το έπος του ν' αρχίσει.
- Μαλάκα Αγαμέμνονα, μου κλέψαν το Λενάκι,
και τώρα άλλος χαίρεται το τρυφερό μουνάκι!
- Σώπασε 'σύ Μενέλαε, τον πούστη θα τον βρούμε!
Και θα του δείξουμε καλά πως τέτοιους τους γαμούμε...
- Έφυγε η ξεσκισμένη και πήγε με τον Πάρη,
λες κι εμείς δεν είχαμε αρχίδια και παπάρι!
(συνεχίζεται)
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για άτομο που κάνει πολυτελή έξοδα, ενώ δεν έχει την οικονομική άνεση να τα καλύψει μέχρι τέλους.
- Τον είδες τον Αντώνη; Το έκλεισε το μπαράκι, του μείνανε οι δόσεις να πλερώνει και είχε δώσει και μπροστάντζα ένα σκασμό. Τώρα σκάει με καινούρια BMW εξάρα. Τί του λες;
- Α καλά. Εδώ ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα μας, μουνάκι θέλει η ψωλίτσα μας!
- Πωω φίλη μου, δύσκολο πράμα να είσαι φοιτητόνι. Οι γονείς μου δεν μπορούν να μου στέλνουν παραπάνω λεφτά. Μάλλον θα κόψω τη θέρμανσή μου. Αρρωστάινω. Ευτυχώς θα πάω την άνοιξη Εράσμους Μπαρτσελόνα.
- Ρε φίλη, εδώ ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα σου και μουνάκι θέλει η ψωλίτσα σου;
Got a better definition? Add it!