Διευθύντρια οίκου ανοχής.
Για ρώτα την τσατσά πόσο έχει το τσιμπουκάκι σήμερα...
Got a better definition? Add it!
Πιθανώς στα ποδανά (=ανάποδα) η μορφή του λήμματος «πούτσα», που χρησιμοποιήθηκε από τον καλλιτέχνη Χάρρυ Κλύνν σε παλιές κωμικές εκτελέσεις.
- Τσάκα την τσαπού, ολέ ολέ!... Σε λίγο, όλοι θα κυκλοφορούμε με μία τσαπού στο στόμα!
Got a better definition? Add it!
Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.
Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;
Βλ. και πιάνω αράχνες.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που γαμάει (ή νομίζει ότι γαμάει) ό,τι κινείται. Από το «γαμάει σαβούρα».
- Καλή, ετσ';
- Άντε ρε σαβουρογάμη...
Και σαβουρομπήχτης.
Got a better definition? Add it!
(θηλυκό: καυλώτρια). Αυτός που προκαλεί τη σεξουαλική διέγερση στους άλλους σε μεγάλο βαθμό, σε αντίθεση με τον καυλιάρη, που διεγείρεται σεξουαλικά εύκολα ο ίδιος.
Κοίτα τον πώς μοστράρει τα μαυρισμένα του μούσκουλα. Νομίζει ότι είναι καυλωτής...
Got a better definition? Add it!
Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.
Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπαρ όπου βρίσκουν συντροφιά μοναχικοί τύποι... με το αζημίωτο πάντα!!!
- Ανησυχώ για τον Μπάμπη... αν δεν βρει σύντομα γκόμενα θα καταλήξει να συχνάζει σε κωλόμπαρα!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.
- Δε με λες κοπελιά, το πας το γράμμα;
- Α' να χαθείς ηλίθιε!
Got a better definition? Add it!