Παντζαρόσωστος: Δεν είναι αυτός που είναι σωστός περί το παντζάρι αλλά αυτός που σώθηκε από το παντζάρι. Δηλαδή ο παντζαροσωσμένος ή ο διά κοκκινογουλίου ή τεύτλου σεσωσμένος.

Σ.ς.: Τα τεύτλα σώζουν! Ρίχτε μια ματιά στα σχόλια της φραπελιάς να καταλάβετε.

- Είχα μια αιμορραγία που κόντεψα να πεθάνω. Αλλά η κυρα-Νίτσα να είναι καλά! Με δυο κιλά παντζάρια με συνέφερε!
- Σ' έσωσε θες να πεις!
- Μόνο; Μ' έκανε σωστό παντζαρόσωστο!

Σώζει ζωές (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουλόφωνο θεωρείται το αντρικό μόριο εις το στόμα της γυναικός παιζόμενο κατά τέτοιο τρόπο που θυμίζει κάποια μουσικό πνευστού οργάνου της φιλαρμονικής. Ομοίως και για τον τρόπο που κρατάει μια τραγουδιάρα, παρουσιάστρια, δημοσιογράφος κτλ. το μικρόφωνο σφιχτά και κοντά στο στόμα ώστε και πάλι να θυμίζει ότι η εν λόγω κυρία κρατάει ένα πέος / πουλί. Εξ' ου και η λέξη πουλόφωνο = πουλί+μικρόφωνο.

Ξεπήδησε πολύ πιθανόν από την Ελληνική τσόντα «Το μικρόφωνο της Αλίκης» , όπου η Αλίκη (Κατερίνα Σπάθη) στον πρόλογο της ταινίας βλέπουμε να επιδίδεται σε στοματικό σεξ με τον Καρανικόλα ξαπλωμένο να μην του καίγεται καρφί για το σενάριο, ενόσω εκείνη εξιστορεί τις εμπειρίες και τις κάψες της κρατώντας αντί για μικρόφωνο, το σε στύση «πουλόφωνο» του συμπαθεστάτου μουστακαλή Καρανικόλα.

- Τι συγκρότημα ήταν αυτό ρε συ που είχαν καλέσει στο μπαράκι με την έκθεση απόψε; Η άλλη τι όργανο ήταν αυτό που έπαιζε με ηχητικά κύματα; Δεν το 'χω ξαναδεί!
- Έλα μωρέ, κάποιο είδος πουλόφωνου ήταν!

Το μικρόφωνο της Αλίκης (από Remedios Varo, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Το κοντάρι, ξύλινο μέρος του σκερπανιού βασικού εργαλείου των οικοδόμων μαστόρων κτλ.
  2. Ξύλινο κοντάρι από άλλα εργαλεία γενικότερα (τσάπες, γκασμάδες κτλ.)
  3. Παρομοίωση του πέους με το ξύλινο κοντάρι, το δυνατό, χοντρό και ντούρο πέος.

- Παναγία μου τι στειλιάρι είναι τούτο;;;
- Όλο για σένα καύλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζουμί (διάφορα υγρά) που μπορούν να προκύψουν (στάξουν, καταποθούν, παρθούν) απ' τον πρωκτό.

Βλ. καμιά τσόντα ή αναζητήστε κανένα πρωκτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις ή αλλιώς λιμπά, καμπανέλια, καλαμπαλίκια, γκογκόβια. Ιδιαιτέρως ευαίσθητο σημείο της ανδρικής ανατομίας, εκτεθειμένο λόγω της θέσης του στη διαστροφή και το ανύπαρκτο έλεος κάθε περδόμενου, υποζυγίου έλξης, λογοτέχνη ή ζωγράφου, μαγείρου, Ιταλού, Πελοποννήσιου, ζαχαροπλάστη, βοτανοσυλλέκτη, μασκαρά, μουσικού. Ως απόρροια αυτής της αχαρακτήριστης επιθετικότητας, τα δυστυχή κατσαμπάνια πάσχουν συχνά από ιλίγγους με συνοδά φαινόμενα ολικής εξοίδησης.

Ωστόσο, κάποιοι ειδικευμένοι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η εξοίδηση μπορεί να οφείλεται σε υπαγορευμένες αλαζονικές συμπεριφορές, οπότε και είναι απαραίτητη μια κατά μέτωπον επίθεση για την αποκατάσταση της φυσικής ισορροπίας.

Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες τα κατσαμπάνια αρέσκονται στην ψηλάφηση και τριβή τους με τα νύχια ή τις άκρες των δακτύλων. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατή η αιτιολόγηση αυτής της προτίμησης, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται περί ψεύδους.

Η λέξη είναι πιθανότατα λακωνικής προέλευσης, όπως φαίνεται και από εν εκ των παραδειγμάτων. Προς επίρρωσιν, να αναφέρω ότι την πρωτοάκουσα από τον μακαρίτη τον μπατζανάκη μου, Λάκωνα την καταγωγή.

  1. Τα «κατσαμπάνια» είναι τα αντρικά γεννητικά όργανα εξαιρουμένου του μορίου, οι όρχεις. Η λέξη ισορροπεί με χάρη ανάμεσα στην ευγενική αναφορά του αντικειμένου και στις μάγκικες / χωριάτικες καταβολές του αναφέροντός την, και χρησιμοποιείται κυρίως από μεσήλικες επαρχιακής καταγωγής.
    αριστερό.

  2. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΣΕ ΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΕ ΜΑΣ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΗΣ ; δεξί.

Επίσης από το νέτι :

ΝΑ ΨΟΦΗΣΟΥΝ ΟΛΟΙ ΤΟΣ. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΕΙΝΑΕΙ Κ ΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΑΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΒΑΣΗΛΗΚΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΞΥΝΟΥΝ ΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ Κ ΤΙΣ ΚΟΛΟΧΑΡΑΜΑΔΕΣ ΤΟΥΣ.

ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΜΑΣ ΡΕ ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΥΡΙΣΤΟ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ.
κατσαμπάνια ;.........τελικα τα @ρχιδι@ εχουν πολλα nicks.

Στη Μάνη τα λέμε κατσαμπάνια.

Η γιαγιά μου λέει μερικά μανιάτικα αλλά τα κατσαμπάνια δεν τα έχει ξεστομίσει ποτέ !
(Σ.Σ. Προφ επειδή δεν τα έχει βάλει ποτέ στο στόμα της).

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πέοντος, ή τσουτσουνίου, ή ματζαφλαρίου, ή μπαργαλάτσου, ή, ή, ή... (αυτά τα πολλά παρατσούκλια μάλλον σε σεσημασμένο απατεώνα μου φέρνουν).

Τεσπα, αυτό είναι: Το καυλί, το οποίο (ενίοτε) αίρεται στο ύψος των περιστάσεων. Μη ζητάτε πολλά πολλά, έτσι κι αλλιώς το λήμμα για τον πούτσο είναι...

Ο Γιαννούκος του Γιαννάκη. Ιντερνετική ιστορία ΓΤΠ με θλιβερό τέλος.

Πιό πολύ ξεκαρδίζομαι με τις άθλιες ονομασίες που δίνονται σε ταινίες εδώ πέρα...
Και το πλέον ΓΑΜΑΤΟ: όταν σε καθαρά αμερικάνικες εκφράσεις πετάν ξεκάρφωτα ελληνικά στοιχεία!!! Να λένε π.χ. ελληνικές παροιμίες, να αναφέρονται στον...Καραγκιόζη, την μαλαπέρδα να την λένε Γιαννούκο και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Εκεί

Το μέγεθος του «γιαννούκου» σε απασχολεί από τα μικράτα σου! Από τις πρώτες...επαφές, τις πρώτες συζητήσεις με την παλιοπαρέα, ένα ήταν το θέμα: πόσο την έχεις; στο βρακί.

Πάει να βάλει την καπότα κατευθείαν στον γιαννούκο μου, παθαίνω ένα ελαφρύ σοκ, ούτε καν προσπάθεια να τον σηκώσει ούτε χαδάκια ούτε τπτ...
(Από γνωστό μπουρδελοσάιτ).

Monty Python - 00:18 "So three cheers for your Willy or John Thomas" (από Cunning Linguist, 26/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Το τηλεχειριστήριο. Το remote control. Το καμ-πιούτα εμπάσει περιπτώσει. Αυτό που πατάς κι αλλάζει κανάλια, ψηλώνει φωνές, κλείνει την τιβί, ανοίγει το αρκοντίσιο, κλπ.

Όχι αυτό της πρώην τηλεόρασης που το φυλάς λες και θα αλλάξει η μόδα, όχι τα δεκατέσσερα παροπλισμένα άλλα, που βάζεις σε ένα κουτί κάτω από το τραπέζι του σαλονιού και τα τρώει η σκόνη, όχι το παλιό που χάλασε από την πολλή χρήση και το κρατάς για ανταλλακτικά.

Εκείνο το γαμίδι που όταν το ψάχνεις πάει και κρύβεται γ@μώ το στανιό του μέσα και δε λέει ένα «ορίστε» που το φωνάζεις να ρθει να φάει και να πέσει για ύπνο γιατί έχει σχολειό το πρωί.

υγ ένα μεγάλο grazie στον capo di capi di tutti capi που σκοπό ζωής έχει να χάνει το εν λόγω.

(ακριβώς στα τρία λεπτά ανακατέματος μαξιλαριών και καλυμμάτων)

- Πλάτωνα που είναι το τηλεγαμίδι;
- Το τηλεχειριστήριο;
- Ναι αυτό.
- Το ριμότ κοντρόλ;
- Ναι γαμώ την πουτάνα μου γαμώ.
- Αυτό τι είναι;
- Φέρτο, καλό είναι.

βλ. και γαμίδι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενιά για το προσφιλές σε όλους μας μουνί.

Για τους πιο ρομαντικούς, παραπέμπει σε χνουδωτά λούτρινα γούτσου-γούτσου προβατάκια. Για τους πιο βιτσιόζους, σε ένοχες απολαύσεις με το κατσικίδιο.

Clopyright Ironick, στην οποία και αφιερούται.

- χεχε! άρα δηλαδή λοιπόν, η δεκαετία αυτή [80ζ] όχι μόνο άφησε το βάρος της πάνω σε όσους την διένυσαν, αλλά και σε όσους την έζησαν πιτσιρίκια... καλά, γλίτωσες πολλά παρ' όλ' αυτά! γλίτωσες τη βάτα βρε παιδάκι μου, λίγο τό'χεις; γλίτωσες το αξύριστο αμνί, γλίτωσες πράμα... (Ironick, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζεται στην γλώσσα των μαστόρων η γνωστή σε όλους μας μπετονιέρα. Καθότι οι διάφορες κατηγορίες μαστόρων έχουν αντιπαλότητες μεταξύ τους (π.χ. πλακάδες με μπογιατζήδες, ξυλουργοί με σιδεράδες), πάνω-κάτω όλοι προσπαθούν να τελειώσουν την δική τους δουλειά πριν τους άλλους, για να τους την βγουν.

Γι' αυτό λοιπόν όταν βλέπουν πουτανιέρες να ρίχνουν μπετά, αρχίζουν αμέσως αντιδράσεις του στυλ «...το Χριστό τους και την Παναγία τους μέσα, ΤΩΩΩΏΡΑ βρήκανε; (φιλική συμβουλή: εάν είσαι παραγιός και ο μάστοράς σου είναι στην εν λόγω διάθεση, βούλωσέ το και προσπάθησε να περάσεις απαρατήρητος, γιατί είναι σίγουρο πώς εσύ θα την πληρώσεις την νύφη.

Αληθινό παράδειγμα: 7:30 το πρωί, μέσα σε ένα φορτηγάκι (Vanette για τους γνώστες). Ο μάστοράς μου βλέπει ένα τσούρμο μπυροκοιλιάδες να έχουν κλείσει τον δρόμο με 3 τεράστιες μπετονιέρες, οπότε και αναφωνεί: «ΣΚΑΤΆ! Τσακίσου να ξεφορτώσεις μικρέ, πλάκωσαν οι πουτανιέρες!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο, το πέος, η πούτσα. Εκ του νεροπίστολο.

Αχ Βάσω, αν αυτός πιτσιλάει με το κρεατοπίστολο όπως μας πιτσιλάει και με το νεροπίστολο θα περάσουμε πολύ καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified