Η πίπα, ο μπουλκουμές, η πεολειχία, η βουκολική φλογέρα. Διότι γίνεται με το στόμα.

Κι αν προφορικό είναι το τσιμπούκι (εξόχως αναλυθέν υπό Βραστανδρός), γραπτό είναι φυσικά το γαμήσι, ο πήδουλας, the nasty thing που λένε και οι niggaz..

H προφορικότης συνεπάγεται και την επιπολαιότης της πράξεως. Είναι απείρως πιο βολικό για μια γκόμενα να τσιμπουκώσει παρά να γαμηθεί. Από πάσης απόψεως. Και πρακτικής (γιατί δε χρειάζεται να γδύνεται και μετά να κάνει μπάνιο για να ξεκολλήσουν τα φλόκια απ' την κοιλιά της κλπ) αλλά και ηθικής, λέμε τώρα. Διότι καμιά παρθενιά δε χάθηκε ποτέ από μια αθώα πιπούλα. Κι αν τη ρωτήσει και καμιά φίλη της «καλά μωρή πουτάνα, κι αυτόν τον πήρες;», μπορεί άνετα να απαντήσει αρνητικά. Ένα προφορικό δεν καταγράφεται στο παθητικό της, δεν προσμετράται στη black list με τους άντρες που έχει πάρει.

Το ίδιο ισχύει, από την αντίστροφη, για τους άντρες. Το να δώσεις μια πίπα είναι οπωσδήποτε μια επιτυχία, δεν συγκρίνεται όμως με το να τον βρέξεις στα ζεστά. Αυτό είναι που μένει, αυτό είναι που τελικά θα μετρήσει. Όταν σε ρωτήσει φίλος για το πόσες έχεις γαμήσει, αποκλείονται από την απάντηση - αν θες να είσαι ειλικρινής - αυτές που μόνο τους τον έδωσες στο στόμα. Έτσι είναι, scripta manent, verba volent, πώς να το κάνουμε; Μόνο το σκότωμα δίνει το δικαίωμα στον κυνηγό να κάνει άλλη μια χαρακιά στο όπλο του. Γι' αυτό και πολλοί τηρούν, πέραν της κλασικής λίστας με όσες φόρτωσαν στην καριέρα τους, και μια δεύτερη λίστα, με όσες - για χ λόγους - τους τον πήραν μονάχα στο στόμα. Έτσι για να ξέρουμε τι μας γίνεται.

  1. Οι νέας κοπής εγχώριες μουνίτσες τείνουν ολοταχώς προς την αναγωγή του προφορικού σε ολυμπιακό άθλημα. Οι διαγωνισμοί τσιμπουκιού που έκαναν μεταξύ τους οι αγγλίδες τουρίστ, σε Φαληράκι, Λαγανά Ζακύνθου, Κάβο Κερκύρας, Μάλια κλπ, πράγματα για τα οποία μαθαίναμε μόνο απ' τις ειδήσεις και μας φαινόσανταν από άλλο πλανήτη, αποτελούν πλέον και στα καθ' ημάς μια πραγματικότητα. «Τον έκανα να χύσει στο 5λεπτο σου λέω γλυκιά μου!» - «Και κάτι μας είπες τώρα μωρή! Εμένα μου τα έσκασε στο 1'45'', μετρημένο σου λέω με το ρολόι!». Διάλογοι κορασίδων, απολαυστικοί και υπαρκτότατοι.

  2. Τα προαναφερθέντα καριολάκια, πιστεύουν ακόμη πως το προφορικό είναι πιο υγιεινό και ακίνδυνο από πλευράς ΣουΜουΝου. Όταν καταπίνεις τα φλόκια, ακόμη και Έιτζ να έχει ο άλλος, δεν τρέχει μία, διότι πάνε κατευθείαν στο στομάχι, δεν εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος και αποβάλλονται κανονικά από το έντερο. Μαγεία;

(από allivegp, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ρούχο το εξεζητημένο, το πολύ έξαλλο, ή και το πολύ αποκαλυπτικό. Το ρούχο που, τεσπα, δεν συνηθίζεται στην παρέα ή στον κύκλο αυτού που το φοράει, π.χ. αν σε μια παρέα φοιτητριών της αρχιτεκτονικής που ανήκουν κυρίως στον αντιεξουσιαστικό χώρο, εμφανιστεί μέλος της παρέας με φούστα Dolce & Gabbana, δικαίως την υποδέχονται: «καβλώς την Αλέκα με το παπαρεό».

  1. Μαλάκα, πήγα χθες στη Μαίρη που με είχε τραπέζι και φόραγε ένα παπαρεό, αν είστε πέντε φύγετε κι ελάτε μ' άλλους δέκα. Μου βγήκαν τα μάτια σου λέω!

  2. Τι παπαρεό φοράει, ρε συ, ο Σόμπολος; Θα μας τρελάνει ο τύπος!

  3. Πάρε την ξεφωνημένη, παπαρεό που φοράει!

Η Μαίρη (από panos1962, 01/11/09)Πάνος Σόμπολος (από panos1962, 01/11/09)Ξεφωνημένη με παπαρεό (από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερμέγεθες ανδρικό γεννητικό όργανο.

Προφάνουσλυ ο όρος προέρχεται από το μοντέλο Hayabusa της Suzuki, που αποτελεί τη ναυαρχίδα της εν λόγω φίρμας με πάνω από 1300 cc.

  1. - Χθες με «τάισε» ο Μπάμπης.
    - Πώς ήταν;
    - Χαγιαπούτσα! Τι να σου λέω· δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου...

  2. Ρε συ, είδα το παπάρι του Άγγελου στα αποδυτήρια. Πω, ρε μαλάκα! Τι χαγιαπούτσας είναι αυτός;

Ναυ-αρχίδα (από panos1962, 28/10/09)Suzuki Hayabusa (από panos1962, 29/10/09)Χαγιαπούτσας (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουτί είναι το μουνί ως αγγλιά, ενώ ο Βικάριος ισχυρίζεται ότι «το μουνί λέγεται κουτί και στην Ελλάδα, κυρίως στα μπεμπεδίστικα ή γιαγιαδίστικα (ποιά η διαφορά των δύο αυτών ακριβώς, δεν έχω αποφανθεί ακόμα)» (δες) (σ.ς.: προφάνουσλυ τα μπεμπεδίστικα είναι η γλώσσα που οι γιαγιάδες επιβάλλουν στα καημένα τα μωράκια).

Ο όρος αν εξαιρεθεί η όποια γιαγιαδομπεμπεδίστικη αθωότητά (;) του, είναι αρκούδως σεξιστικός, καθώς παραπέμπει σε χώρο εναπόθεσης δίκην σπερματοδοχείου ή τσιμπουκότρυπας.

Ωστόσο, αν δούμε ότι κουτί είναι και το φέρετρο κατά τον εναλλακτικό ορισμό του Μάρκο ντε Σαντ, τότε ο όρος γίνεται γιαλομιά ολκής. Το κουτί γίνεται κουτί, ο έρως συμπίπτει με τον θάνατο, in delicato flagranto morto, όπως σε κάποια έντομα, όπου το θηλυκό εξοντώνει το αρσενικό ακριβώς κατά την στιγμή της γονιμοποίησης. Το κουτί που γίνεται κουτί είναι άλλωστε και ο πυρήνας της παλαιοδιαθηκικής ιστορίας της Ιουδίθ, που απασχόλησε πολλούς σύγχρονους γιαλομολόγους, όπως ο Michel Leiris, αλλά και ο Αρκάς, που συμπέρανε ότι το σεξ ταυτίζεται με τον θάνατο, γιατί:

  • Και τα δύο γίνονται παντού, αλλά το συνηθέστερο είναι στο κρεβάτι,
  • Και στα δύο βογγάς, όταν τελειώνεις,
  • Και στα δύο μετά είσαι πτώμα.

Kουτί από κουτί, βέβαια, διαφέρει. Υπάρχουν κουτιά που σου κάθονται κουτί, κουτιά του κουτιού, αλλά και χαζοκουτία.

Ασίστ: Vrastaman, Vikar, Bubis (το μήδι).

Δες το βλόγιο για την πλήρη σύγκριση:

Mπύρα vs. Μουνί

Η Mπύρα είναι πάντα μούσκεμα. Ενα Μουνί χρειάζεται δουλειά για να μουσκέψει..
- Πλεονέκτημα: Mπύρα.

Η ζεστή Mπύρα είναι απαίσια. Το ζεστό Μουνί είναι τέλειο.
- Πλεονέκτημα: Μουνί.

Παγωμένη Mπύρα = απόλαυση.
Παγωμένο Μουνί = Πάω να δω Champions League κα.Γιαννάκου
- Πλεονέκτημα: Mπύρα.

Αν πίνοντας το Μουνί, βρεις τρίχα στα δόντια σου, δεν αηδιάζεις και τόσο
- Πλεονέκτημα: Μουνί

Οι Mπύρες μπαίνουν σε κούτες. Το Μουνί είναι κουτί στο οποίο μπαίνει βάζεις τον μουσηκώ σου..
- Πλεονέκτημα: Μουνί.

Ιουδίθ διά χειρός Gustav Klimt. (από Khan, 07/10/09)Συσκευασία των 6 συμφέρει περισσότερο... (από BuBis, 07/10/09)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλαμάκι που χρησιμοποιούμε για να πιούμε.

Εκ του σχήματος και του ρουφήγματος.

- Ρε Σώτο... Δε μπορώ να πιω απ' αυτόν το σωλήνα που μου 'βαλε τη γκαζόζα ρε γαμώτη μου...
- Ζήτα της ένα ρουφοκαυλέτο ρε παιδί μου κι εσύ... Σε μια κουταλιά νερό πνίγεσαι άχχχρηστο κουφάρι...
- Ρε Σώτο... Πείνασα ρε... Δεν ξέρω γιατί αλλά μου ήρθε ξαφνικά όρεξη για σουβλάκι...

(από barbas, 28/09/09)(από barbas, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι, δεν πρόκειται για το κομμάτι σάρκας στου πετεινού την κεφάλα, αλλά για ΤΟ κομμάτι σάρκας του αιδοίου! Τα μουνόχειλα!

Γιακουμής: Πού πήγες διακοπές εφέτο;

Παναής: Πήγα στη Χαλκιδική! Μαλάκα moon storm στα μπαράκια!

Γιακουμής: Αχ, τι μου θύμησες ρε ξεφτιλόμουνο...

Παναής: Για λέγε!!

Γιακουμής: Όταν ήμουν φαντάρος, είχα γνωρίσει μια παντρεμένη και όταν έλειπε ο άντρας πήγαινα και την ξεφτίλιζα στον μπούτσο!! Μιλάμε η γκόμενα είχε μια μουνάρα, 4 κιλά λειρί!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπινελίκι αυτό και οι παραλλαγές του (μωρή ξεσκισμένη, παλιοξεσκισμένη, κ.α.) αποτελούν πολύ βαριές προσβόλες.

Συνήθως απονέμεται σε:

Εκ του αρχ. σχίζω.

Αποσιστωμένη, εις την μαρτυριάρικην Τζύπρον.

  1. - Και μετά η Απελευθέρωση. Βλέπουμε τη λευτεριά «πανώρια κόρη» που την κατάντησαν ξεσκισμένη πόρνη να σέρνεται τα επόμενα χρόνια στους δρόμους της Αθήνας, διεκδικούμενη από πλήθος νταβατζήδες και εργολάβους. Η ανασυγκρότηση της νέας Ελλάδας... (από εδώ)
  1. - Η ξεσκισμένη η Canon δε δίνει τα specs για να φτιαχτούν drivers για τον εκτυπωτή μου (μόνο μαύρο και υπό προϋποθέσεις μπορώ να τυπώσω)... (από εδώ)

Ο γιατρός με το μαγικό νυστέρι (από Vrastaman, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κορδέλα που φοράει στο μέτωπο της η γυναίκα που έχει πολλά μαλλιά και έτσι δεν την εμποδίζουν να απολαύσει το... τσιμπούκι της.

Εκείνη: Αγάπη μου; Μου πηγαίνει αυτό που φοράω στα μαλλιά σήμερα;
Εκείνος: Και γαμώ τις τσιμπουκοκορδέλες!

τσιμπούκια ο τίγρης... (από BuBis, 13/09/09)με σήμα την Paris... (από BuBis, 13/09/09)(από zio1, 16/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.

Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...

- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό τοις πάσι ταμπόν, ήτοι το μακρόστενο εκείνο ματζαφλάρι (βαμβακερό ή από συνθετική μετάξη) που τοποθετούν τα θήλεα στον κόλπο τους κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως, της περιόδου, όταν έρχονται οι Ρώσοι, όταν κάνει ντου ο Κόκκινος Στρατός, τις «δύσκολες μέρες του μήνα» (αυτό το τελευταίο κάργα politicalljy correct). Απορροφά αίματα και λοιπά υγρά.

Τίγκα σεξιστικός και πολιτικώς μη ορθός (άρα και κάργα σλανγκιάρικος) όρος, χρησιμοποιείται mostly από λαϊκάντζες, βαρύμαγκες, φορτηγατζήδες και λοιπά μπρουτάλ αρσενικά παλαιάς κοπής, που τους τρέχει η τέστο απ' τα μπατζάκια... Οι εν λόγω αγκαούγκες αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι να προφέρουν λέξεις όπως «ταμπόν», «περίοδος», «σερβιέτα» και λοιπά κλασικά γυναικεία, φοβούμενοι μήπως δώσουν την εντύπωση πως ξέρουν κάτι παραπάνω. Πιστεύουν –έστω σε ένα βαθύτερο επίπεδο συνείδησης– πως άντρες και γυναίκες είναι δυο κόσμοι χωριστοί, πως ο συγχρωτισμός των φύλων και η μεταξύ τους επικοινωνία, είναι πράγματα περιττά, αν όχι επικίνδυνα. Μια αταβιστική νοοτροπία: αρκεί να θυμηθούμε στο σχολείο τι κράξιμο έτρωγαν όσοι έκαναν πολύ παρέα με τα κορίτσια. Στο βάθος όλων των ανδρικών φόβων βρίσκεται ο ευνουχισμός, που ελλοχεύει ως κίνδυνος όταν οι επαφές με το αντίθετο φύλο δεν περιορίζονται στις απαραίτητες γενετήσιες... Για να μην ξεχνάμε και το φόβο του Αρχέγονου Μουνιού που απειλεί να επανενσωματώσει όλα τα δημιουργήματά του δια της κατάποσης, επαναφέροντάς τα στην απόλυτη ανυπαρξία... Εξ ου λοιπόν και όλα τα αρσενικής προελεύσεως σλανγκικά μειωτικά ισοδύναμα: «μουνί» αντί «αιδοίο», μουνοβούλωμα αντί ταμπόν, περιοδόβρακο ή περιοδόπανο για τη σερβιέτα κ.ο.κ. Δαιδαλώδη και άκρως ερεθιστικά θέματα, επί μακρόν αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε πολλαπλά επίπεδα: κοινωνιολογίας-ανθρωπολογίας, κοινωνιοβιολογίας, ψυχολογίας-ψυχανάλυσης, γλωσσολογίας, λογοτεχνικής θεωρίας, gender studies, cultural studies κλπ.

Να μη συγχέεται το μουνοβούλωμα με το πορδοβούλωμα.

Εξελιγμένη μορφή μουνοβουλώματος είναι η κατά poniroskylo μουνόκουπα.

Βούλωμα-ταμπόν, μπορεί να μπει και στον πρωκτό, όταν σ' έχει πιάσει κόψιμο και πας κάθε τρεις και λίγο στην τουαλέτα για γκραφίτι. Το χρησιμοποιούν καμιά φορά οι μητέρες για παιδιά μικρής ηλικίας, όχι βέβαια στο Πρωκτικό Στάδιο, συνήθως σε παιδιά του δημοτικού. Τότε δεν γίνεται προφάνουσλυ λόγος για μουνοβούλωμα, αλλά για κολοκυθοβούλωμα, κατά τον παλαιό χρήστη ronso... Οπωσδήποτε θα υπάρχουν κι άλλες ονομασίες...

(στο μπαρ, συνομιλία σερβιτόρου και σερβιτόρας)
— Κώστα, πλληζ, κάλυψε για λίγο και τα δικά μου τραπέζια... Είναι η ώρα να πάω ν' αλλάξω ταμπόν... Στο 'χα πει κι από πριν, κάθε 8 ώρες το αλλάζω...
— Τώρα βρήκες ρε ούζο να πας ν' αλλάξεις μουνοβούλωμα, τώρα που έχει πέσει τέτοιο τρελό χώσιμο; Άϊντε τράβα και σβέλτα, μην κάνεις δέκα ώρες πάνω απ' τη χέστρα, θα σε καταπιεί στο τέλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified