Θα συμβεί μεγαλή συμφορά, θα γίνει μεγάλο τζέρτζελο.
Συν.: Θα φρίξει το σκυλί, θα γαμηθεί ο Δίας.
-Και θα πλακώσει πελατεία λες;
-Αν έρθει λέει, θα γαμηθεί το τσόνι...
Θα συμβεί μεγαλή συμφορά, θα γίνει μεγάλο τζέρτζελο.
Συν.: Θα φρίξει το σκυλί, θα γαμηθεί ο Δίας.
-Και θα πλακώσει πελατεία λες;
-Αν έρθει λέει, θα γαμηθεί το τσόνι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκσλάνκευση του ηθικοπλαστικού «ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα», αναπροσαρμοσμένο για τις ανάγκες τση πουτανιάρας τση πραγματικότητας.
Γλωσσοπλάστηκε μαζί με τον φευγάτο σλάνγκο Mystère Cadmus στο φατσομπούκι ψες βράδυ.
Στάτους Κάδμου: Όποιος τα κάνει όλα πουτάνα, θα τη βρει από το κάγκελο.
Βράστα: Πουτανομαζώματα...
Κάδμος: ...καγκελοσκορπίσματα
(επακολούθησαν αμοιβαία λαϊκ)
Άσκηση για το σπίτι: να συμπληρωθούν τα παρακάτω:
Got a better definition? Add it!
Ρήμα που παράγεται από τό τσόκαρο > τσούκαρο (κατα το τρόμπα > τρούμπα) και ιδίως απο τον ήχο πού κάνουν κατα τό βάδισμα, εκείνο το ξερό στακάτο τακ -τακ. Εννοείται οτι μιλάμε για τα αληθινά τσόκαρα που φορούσαν οι πλύστρες το πάλαι και όσοι - όσες είχαν να δουλέψουν σε νερά, να πατήσουν σε λάσπες και βρωμιές και όχι τα ανατομικά του Dr. Scholl (που κι αυτά, άμα φαγωθεί η σόλα, έτσι τσουκαράνε). Πρβλ τα cloggs στη Ολλανδία κι εκείνα τα ταβλάκια με τις δυό τραβέρσες στην άπω ανατολή.
Το ρήμα τσουκαράω / τσουκαρίζω χρησιμοποιείται για:
Να περιγράψει κάθε ξερό επεναλαμβανόμενο χτύπο ( όχι απαραίτητα ρυθμικό).
i. Έριξα τα κουτιά με το γάλα (κονσέρβες) χύμα στη μπαγκαζιέρα και τσουκαρούσαν σ' όλο το δρόμο.
ii. Όταν βρέχει, βγαίνω στο μπαλκόνι κι ακούω τη βροχή να τσουκαράει στούς τσίγκους.
Χτύπημα εκούσιο ή ακούσιο ή και πτώση, αρκεί να είναι ξαφνικό (= απροειδοποίητο)
i. Εκεί πού μιλούσε η Ρίτσα κι είχε αρχίσει να ροπιάζει, της τσουκαράει ο Κώστας ένα σκαμπίλι κι είδε το Χριστό φαντάρο.
ii. Πρόσεχε με το μηχανάκι τώρα που 'βρεξε, μην τσουκαρίσεις σε κάνα τοίχο κι έχουμε κι άλλα.
Πάνω στο χορό χλωμιάζει και τσουκαράει κάτω.
Συνοπτική περιγραφή συνουσίας
Της τον τσουκάρισα πίσω από το σπιτάκι του κήπου και δεν έβγαλε κιχ.
Εν χρήσει (περιορισμένη πια, μην μας πούνε και χωριάτες) στη Χίο (για αλλού δεν ξέρω, ίσως).
Got a better definition? Add it!
Αναφορά σε άτομο που (δέχεται να) κάνει πρωκτικό σεξ.
- Η Μαρία τραγουδάει Πάριο.
- Άντε ρε δεν της το 'χα.
Got a better definition? Add it!
Το μεγάλο θάρρος. Συνήθως σε υπερβολικό βαθμό, από απερίσκεπτο έως θρασύ.
Το τρίπτυχο αυτό έχει την έννοια της τιτανοτεράστιας μαγκιάς που δεν το έχει σε τίποτα να κλάσει θεωρώντας την κλανιά μια απλή απελευθέρωση αερίων.
Πηγή: ο παππούς Dr. Steve Brule.
- Πώς πήγε το διάβασμα στη Βιολογία Ι;
- Από τις 400 σελίδες διάβασα κάπου 40. Ε, του πούστη... από τις άλλες 360 θα βάλουν τα πάντα;
- Κατάλαβα, μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ειρωνική έκφραση για να δείξει κάποιος ότι δεν καταλαβαίνει από απειλές.
- Γάμησες τη γυναίκα μου ρε; Θα σε σαπίσω στο ξύλο παλιοαρχίδι!
- Όπα ρε μεγάλε, θα μου τα κλάσεις με πίεση.
Got a better definition? Add it!
Ο ψωλαράς, ο πουτσαράς. Υπερθετικά, ο μεγαλοψώλων.
Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.
Μήπως, μὰ τὸν Θεόν, ὁ μόνος Θεὸς ἦτο ἕνας τεράστιος καὶ παντοδύναμος Ψώλων, καὶ, οὐσιαστικῶς ὑπῆρχαν μόνο ἡδοναί, διὰ τοῦ πανισχύρου Πέους του καὶ τοῦ ὑπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι;
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 108-109).
Got a better definition? Add it!
Αναφερόμαστε κυρίως στην κατίνα και στα ζωηρά μαλακιστήρια.
- Πού βρήκες αυτό το πυροβολημένο ρε; Δεν λέει να βάλει τον κώλο του κάτω.
- Άσε άσε. Έχουμε μπλέξει με το άτομο. Είναι σιγανοπαπαδιά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έντονη παρότρυνση του άντρα προς τη διστακτική γυναίκα να του πιάσει το πέος.
- Αχ Γιώργο μου δεν ξέρω... Ας το αφήσουμε καλύτερα.
- Τι ν' αφήσουμε ρε Γιώτα. Κράτα μωρή το σκήπτρο μη τα πάρω!
Got a better definition? Add it!
Επίθετο που χρησιμοποιείται σε όλα τα γένη, για να προσδώσει στο άτομο, αντικείμενο, ενέργεια ή κατάσταση, το άρωμα που αποπνέει το θέμα της λέξης πουταν-.
Ο Hank το εισήγαγε ως ουσιαστικό, για "τον πούτανο που αρχίζει ωραία και τελειώνει με πόνο...", δηλ. Πουτανικός, όπως Τιτανικός.
Ήδη στο σάη εμφανίζεται σε σχόλια όπως,
πουτανική κριτική |γκομενοφάση
ενδο-πουτανική αλληλεγγύη |τρελό γαμήσι
«Κάλλιον λιμπιν-τιάρα πουτανική παρά fuckιόλιον οθωμανικόν» |φακιόλα
αλλά και πουτάνικο
Got a better definition? Add it!