Selected tags

Further tags

Η κλειτορίδα.

Πάσα: John Black.

  1. Σήκωνε τα φουστάνια, σάλιωνε το δάχτυλο, άνοιγε τα μουνόχειλά της, έβρισκε το λειρί της κι άρχιζε να το μαλακίζει απαλά, μουσκεύοντας στο μεταξύ κάθε τόσο τη χοντρή λαστιχένια βάλανο με σάλιο. (Εδώ).

  2. [...] τα στήθια δυο τόπια που χοροπηδάνε στον αέρα, το εφηβαίο ένα αινιγματικό σκούρο σύννεφο, οι φαλλικές στύσεις, επισκοπικές τιάρες, βασιλικά σκήπτρα, ανάγλυφα φτιαγμένα από επιδέξια χείλη και στόματα που ξεφυσάνε καυτό αέρα μέσα από σπλάχνα ανυπόμονα, πυρετικά βλέμματα, κοίλες εσοχές, σκοτεινιασμένες, μυστηριώδεις, αλαφιασμένες οι κινήσεις, απόκρυφοι ψίθυροι, αναστεναγμοί που υπόσχονται την πραγμάτωση των πιο αμυδρά φωτισμένων επιθυμιών, βαλανικά μανιτάρια εκσπερματίζουν έκπαγλα μαργαριτάρια, υγραμένα σχεδιάσματα μυθολογικής ταρταρούγας από αλαβάστρινες σχισμές, σαρκώδη λειριά ροδόχρωμων κοκκινισμένων αιδοίων σε μουσκεμένες μυρωδάτες μασχάλες, σε μικρές τρυφερές πατούσες, σε απαλές ζάρες του δέρματος που ταράσσονται και ριγούν ηδονικά, στην ευωχία της μεταρσίωσης, ζωής και θανάτου … στους λασπότοπους, στους σκουπιδότοπους, στους θλιβερούς αυτοκινητόδρομους με τα πεθαμένα κουφάρια των λιωμένων ζώων, διαμελισμένων ανθρώπων, ανθρώπων παγιδευμένων μέσα στ’ αυτοκίνητά τους που καίγονται σε μετωπικές συγκρούσεις, τσακισμένες λαμαρίνες, συνθλιμμένα σώματα, πετσοκομμένα, άνθρωποι που ξεψυχάνε πάνω σε πλαστικά καθίσματα, σε μπλοκαρισμένα τιμόνια, στα πρόσωπα γεωγραφία θανάτου στάζει το πιο προσωπικό τους κόκκινο υγρό, κι ένας τελευταίος σπασμός στα μάτια που θολώνουν κοιτάζοντας τη ροζ πικροδάφνη στην άκρη του δρόμου... (Αρρωστούργημα εδώ).

Once a crab, always a crab! (από Vrastaman, 17/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ειναι παραφθορα του πουτσώνω.

Κατά συνέπεια, κωλοπετσωμένη = κωλοπουτσωμένη, κωλογαμημένη. Εκφέρεται θετικά και σημαίνει ασύμβατη, προχωρημένη, αχαλίνωτη, ορμητική, δυναμική κλπ.

Αντιθέτως, το πέτσωμα, τα πετσώματα , έχουν αρνητική έννοια και σημαίνουν προχειρότητα /-τες και μαλακία /-ες κλπ.

- Έγινε καλή δουλειά;
- Μπα, πετσώματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψώλα, (ως γνωστόν το τσόλι) και ενίοτε το ξεψώλι (με την αρνητική έννοια πάντα), σε συνδυασμό με την ταμπλέτα η οποία, στο πέρασμά της, καθαρίζει τα πάντα αδιακρίτως.

Το εν λόγω υβρίδιο βγαίνει σε όποιο χρώμα επιθυμείτε, αλλά για καλύτερα αποτελέσματα προτιμήστε το μπλε (η καλύτερη απομίμηση της CALGONIT-ταμπλέτας). Το συνιστούν οι μεγαλύτεροι κατασκευαστές καλτσοδέτων.

Πώ ... πώ... τί ψωλοκαυλέτα είσ' εσύ μάνα μου!!!! Βγαίνεις και σ' άλλα χρώματα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Του πουλιού το γάλα, αλλά με πιο χυδαίο τρόπο.

Την θέση του «σπέρμα» μπορεί να πάρει οποιαδήποτε ονομασία του σπέρματος (π.χ. χύσι, ψωλόχυμα, τσουτσουνόζουμο κ.τ.λ.).

- Δε μου λες πορνουλίτσα μου... σου αρέσει ο πουρές; Εννοώ, κάνεις τα πάντα στο καυλόχρηστο;
- Και του μουνιού το σπέρμα. Εξαρτάται και φυσικά πόσα θα δώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρησιμοποίηση του καυλιού, δηλαδή, το σεξ (εκτός φυσικά αν γίνεται λεσβιακά). Οτιδήποτε εμπεριέχει καυλί.

- Καλά, ρε. Η Χριστίνα είναι τέλεια στο καυλόχρηστο. Μάλλον γι' αυτό την λένε όλοι «καυλοχρηστίνα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί και ο κώλος. Όταν το αναφέρεις θες να πεις κάτι που έκανες και στα δύο. Δηλαδή, δεν μπορείς να γαμήσεις κώλο και να πεις ότι γάμησες μουνόκωλο.

Μπορεί επίσης, αντί για «το μουνόκωλο» να γίνει και «ο μουνόκωλος».

- Τι έπαθες ρε και περπατάς σαν χεσμένος;
- Πήγα σε μπουρδέλο για πρώτη φορά χθες. Γάμησα 10 μουνόκωλα σε μία νύχτα. Δεν το πιστεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κάτι σαν το μουνόκωλο. Μόνο που, αντί για το μουνί και κώλο, αναφέρεται στην ψωλή και τα λαμπούρια.

Μπορείς να το πεις με πολλούς τρόπους, μιας και υπάρχουν εκατοντάδες ονομασίες για το πέος και για τους όρχεις. Π.χ. ψωλάρχιδο, καυλάρχιδο, τσουτσουνάρχιδο, πουτσάρχιδο, ψωλάμπουρο, καυλάμπουρο, τσουτσουνολάμπουρο κ.α.

- Έι, κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι έγινε χθες το βράδυ.
- Τι;
- Έκανα καυλόχρηστο με το πιο τρελό ψωλάρχιδο που 'χει δει ποτέ κανείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γεννηθείς από πόρνη.

Μεταφορικά: Αυτός που δεν φέρεται σωστά, τσάτσος, πούστης, γαμημένος, βρισιά.

Α το πουτανογέννημα! Μου φάσωσετην κοπέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συνήθως άνευ ουσίας και γεμάτο σεξουαλικά υπονοούμενα φλιρτ.

Ως έκφραση για να δηλώσει ότι κάτι γίνεται χωρίς προφανή λόγο, έτσι, για την καβλάντα.

- Τι έγινε ρε Μήτσο χθες με το γκομενάκι, έφαγες τπτ;
- Όχι μωρέ, με την μαλακισμένη, έγινε καλή καβλάντα αλλά στο τέλος με το πουλί στο χέρι με άφησε.

- Και τι να πάμε να κάνουμε ρε συ τέτοια ώρα σπίτι του Τάσου, αυτός μπορεί και να κοιμάται.
- Έλα μωρέ, μην είσαι μαλάκας, πάμε έτσι, για την καβλάντα!!

(από jesus, 25/02/11)τσεκάρετε στο 00:42... (από Τσακ εις την μέσην, 26/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται συχνά και για ανθρώπους με την έννοια έρχομαι στα ίσα μου, στανιάρω, να συνέρχομαι...

Άντε γ@μήσου να ισιώσεις.

Βλέπε και σάχνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified