Selected tags

Further tags

Περιφρονητική, μειωτική προσφώνηση, που σημαίνει άνθρωπο γεννημένο από μπατανά, δηλ. κατά λάθος, ανεπιθύμητο σ’ αυτό τον κόσμο ακόμη και από τους αγαπημένους του γονείς, ή προϊόν ατελούς σύλληψης. Βεβαίως η έκφραση είναι αρκετά παλιά, προ εξωσωματικής γονιμοποίησης και τεχνητής αναπαραγωγής εν γένει, τεχνικών που έχουν καταστήσει την άμωμη σύλληψη αρκετά καθημερινό φαινόμενο.

Δεν γνωρίζω αν στην πραγματικότητα είναι δυνατή η μπατανοσύλληψη και μπατανογένεση, όμως η υβριστική χρήση του όρου νομίζω ότι περισσότερο προβάλλει τις ατέλειες της ερωτικής πράξης στο πρόσωπο που δήθεν προήλθε από αυτήν και το μειωτικό της περιεχόμενο είναι φαντασιακό και όχι πραγματικό, καθόσον, αν είναι δυνατή η μπατανογένεση, πιστεύω ότι ο μπατανογεννημένος θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προικισμένο άτομο βάσει των κανόνων της φυσικής επιλογής. Και τούτο διότι αν στην κανονική ερωτική πράξη η πιθανότητα να φτάσει το σπερματοζωάριο στη μήτρα είναι μία σε εκατομμύρια, και ούτω πως επιλέγεται βεβαίως το βέλτιστο των σπερματοζωαρίων, στον μπατανά, που το σπερματοζωάριο πρέπει να διανύσει πρόσθετη διαδρομή στο εκτεθειμένο, ξηρό και εχθρικό περιβάλλον των μητρικών μηρών προτού ν’ αρχίσει ο συνήθης μαραθώνιος εντός του κόλπου, η πιθανότητα μειώνεται στη μία στο –ξέρω γω;- δισεκατομμύριο ας πούμε. Το σπερματοζωάριο δηλαδή πρέπει να είναι Τσακ Νόρις και το τέκνο που θα γεννηθεί αντίστοιχα προικισμένο. Οπωσδήποτε ο ανώνυμος συλλογικός υβριστής δεν έχει ασχοληθεί με αυτή την πλευρά του θέματος και θα πρέπει ν’ αποφεύγετε την έκφραση ως κολακεία.

Άλλως: μπατανόπιασμα / μπαντανόπιασμα

- Ρε φίλε, δε με βλέπεις που έχω αναμμένα τα αλάρμ και περιμένω να παρκάρω; Τι μου χώνεσαι από πίσω; - Άει χάσου ρε μπατανογεννημένε!

(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίτλος μεταπτυχιακών σπουδών ο οποίος αυτομάτως προσδίδει κύρος στον κάτοχό του. Παρερμηνεύοντας τα αρχικά, το λήμμα Ph.D μεταφράζεται σε Pretty Huge Dick, ή, ελληνιστί, αυτός ο οποίος διαθέτει αρκετά μεγάλο μόριο.

Κοινώς κρεατόμπαρα, μαλαπέρδα, ανακόντα κ.τ.λ,. το οποίο επίσης προσδίδει μεγάλο κύρος στον κάτοχό του!!!

- Μωρή Τασία, κοίτα πώς φουσκώνει το μαγιό του τύπου!!!!
- Ναι, ναι!! Θα έχει Ph.D...

Βλ. και P.h.D.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έχουσα βυζόμπαλες μεγέθους πεπονιού (τουλάχιστον) και στητές ούτως ώστε να προσομοιάζουν με τορπίλες. Απαραίτητο προσόν για παρουσιάστριες πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών ποικίλης ύλης, σε συνδυασμό με ξώβυζο.

(Παρέα σε αναζήτηση παραλίας)
- Εδώ καλά είμαστε; - Όχι, πάμε στο μπητσόμπαρο παρακάτω που έχει και βυζοδυναμική σερβιτόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πεταχτός κώλος, ο κώλος που αψηφά την βαρύτητα, η καμπύλη του είναι ίδια με του μπουζουκιού. Συναντιέται κυρίως σε παραλίες ή σε εξόδους σε νυχτερινά κέντρα.

- Τι λε ρε παιδί μου, κοίτα τι περνάει απέναντι.
- Άσε ρε φίλε, μπουζουκόκωλος να σου βγάλει το μάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απορίας για ορμές υπερφυσικά παρατεταμένης διαρκείας από (ξανθές συνήθως) γυναίκες.

Περιέχει εμφανή παρομοίωση του γυναικείου αιδοίου με εξοπλισμό μαγειρέματος συμβατικής τεχνολογίας.

Κυρίως εκφράζεται από έκφυλα θήλεα, μαστιζόμενα τόσο από αγαμία όσο και εθισμένα σεξομανή.

-Μαρία μου, που να σ' τα λέω. Έχω φτάσει σε τρελά επίπεδα αγαμίας. Το μουνί μου φλόγες βγάζει, λες να είναι πετρογκάζι;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το αγγλικό top το οποίο και σημαίνει κορυφή, κορυφαίος γενικότερα, και το συνθετικό μουν- από την λέξη μουνάρα. Αυτονοήτως αντιλαμβάνεσθε ότι πρόκειται για την κορυφαία μουνάρα γκόμενα στην κυριολεξία.

Σπανιότερα χρησιμοποιείται και για αντικείμενα που τυγχάνουν σεβασμού για την σχεδιασή τους, όπως αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες κ.ά.

- Και νόμιζα την Τασία για μουνάρα, μέχρι που είδα την Ασπασία!!! Τι τοπ-μουν είναι αυτό!!!!!!!

Δες και τοπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαβουρομπήχτης χαρακτηρίζεται αυτός που την βρίσκει να έχει σχέσεις με γυναίκες άσχημες ή όπως αλλιώς λέμε μπάζα, αν και είναι αρκετά όμορφος ή έστω συμπαθητικός.

Σύμφωνα με ορισμένους είναι άσχετος και δεν μπορεί να βρει όμορφες γυναίκες, παρόλο που είναι αρκετά όμορφος ή έστω συμπαθητικός, γι' αυτό καταφεύγει στα μπάζα και τελικά καταλήγει να τη βρίσκει μαζί τους.

Για αυτόν, το σκεπτικό για τις γυναίκες είναι: βυζιά έχει; κώλο έχει; τσιμπούκια
κάνει; Ε τότε μου κάνει ανεξαρτήτως εμφάνισης.

- Μα καλά, τι της βρίσκει, πώς το κυκλοφορεί αυτό το μπάζο; Τόσο μαλάκας είναι αυτός ο Γιάννης;
- Μαλάκας δεν είναι, σαβουρομπήχτης είναι, η ζωή βλέπεις, δεν βρίσκει καμιά όμορφη και κατέληξε να την βρίσκει με τα μπάζα, σ' το λέω εγώ που τον ξέρω καλύτερα από εσένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύβρις μεταξύ ανδρών. Σημαίνει ότι το κατηγορούμενο της προσφώνησης στερείται όλων εκείνων των συναισθηματικών, ηθικών και ψυχικών ιδιοτήτων που προσιδιάζουν αποκλειστικά και μόνο στους άνδρες, ενώ, κατά την υβρεολογική αξιολογική κλίμακα, απουσιάζουν πλήρως από τις γυναίκες. Ενδεικτικά: ανδρεία, ευθύτητα, ειλικρίνεια, μαγκιά, τσαμπουκάς, νταηλίκι, εξήγα, αξιοπιστία, θάρρος, τόλμη, γενναιότη και πλείστες όσες άλλες, που η απαρίθμησή τους θα υπερέβαινε τον αριθμό λημμάτων του slang.gr. Άσε που μπορεί να μην του σηκώνεται καν.

Ήρθαν τα παιδάκια
με τα ροπαλάκια. Χωρίς τα ροπαλάκια
θα ήτανε μουνάκια. (Ωδή της Θύρας 4 προς τα ΜΑΤ, στη μουσική του «ένα λεφτό κρεμμύδι γκέο βαγκέο«).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας ο οποιός συνοδεύει πληθώρα γυναικών, με καμία από τις οποίες δεν σχετίζεται και ούτε πρόκειτα, γιατί είναι «καλό παιδί» και ολίγον φλώρος.

- Τον είδες τον μάγκα; Πέντε θεές τραβάει μαζί του...
- Ποιόν μάγκα, μωρέ; Γκομενοτσομπάνης είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βαθμό στην ιεραρχία της πουστροσύνης. Ανήκει στις υψηλές βαθμίδες (από ταξίαρχος και πάνω) και για να αποκτηθεί πρέπει η αδέλφω να έχει περάσει πολλά σχολεία και ειδικότητες, όπως:
Το Σ.Α.Μ. (Σχολείο Αιχμαλώτων Μυκόνου) Το Σ.Τ.Α. (Σχολείο Τσιμπουκιού με Άπνοια) Την Σ.Ε.Α.Α (Σχολή Επιμόρφωσης Ανωτάτου Αδελφάτου) κ.α.

Μετά από το χρίσμα, έχει την εξουσιοδότηση να προσηλυτίζει και να επιμορφώνει άλλες μικροαδελφές που ξεκινάνε τώρα την καριέρα τους και ανήκουν σε υποδιέστερες βαθμίδες, όπως πουστρόνια, ψευδοgay, metrosexual κ.τ.λ.

Ικανή προϋπόθεση για να γίνει κάποιος κουδούνα, είναι να έχει διατελέσει κρυφόπουστας και δη παντρεμένος με παιδιά (προάγεται άμεσα από αρχιπούστρας σε κουδούνα).

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified