Selected tags

Further tags

Το λέμε για κάποιον ο οποίος πάει γυρεύοντας...

(Σε παρέα που παίζει 21):
- Για δώσε άλλο ένα.
- Ε α γαμήσου, δεν κάηκες πιά;
- Όχι ρε μαλάκα, τι θες εσυ τώρα; Χμμμμ... Άλλο ένα...
- Κώλος χορτασμένος, κάστανα γυρεύει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάρα μεταξύ αρσενικών που συνδυάζει το μύθο του βασιλιά Μίδα με το άκρον άωτον του ερωτικού ξενερώματος. Όπως ο βάτραχος που μ' ένα φιλί γίνεται ακαριαία πρίγκηπας (αλλά με την αντίστροφη έννοια), έτσι, όταν το χαμούρεμα προχωρά γλυκά γλυκά, το χέρι εγκαταλείπει τα βυζάκια και γλιστράει προς τα κάτω και ο πούτσος μεγαλώνει και σκληραίνει, τη στιγμή λοιπόν που το χέρι έχει συρθεί μέσα από το γκαζόν και τα δάχτυλα αγγίζουν τα μουνόχειλα και ετοιμάζονται ν' ανοίξουν τις πύλες του παραδείσου, τσακ! το μουνί μετατρέπεται σε πούτσα και η γκόμενα σε Μήτσο, δασύτριχο και μάλιστα γκαβλωμένο. Το αιφνίδιον και απεχθές της μεταμορφώσεως παραπέμπουν σε ταινία του Στήβεν Κινγκ.

Κατάρα κατάλληλη και για λεσβίες.

-Κοίτα ρε το φλώρο με τι μουνάρες που κυκλοφορεί, θα τρελαθώ ρε πούστη μου, μα τι του βρίσκουν του μαλάκα που μουνί να πιάνει πούτσα να γίνεται;

Κάπως έτσι δλδ... (από joe909, 01/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι και μικρή να είναι η γκόμενα, άμα είναι καυλάκι είναι αποδεκτό. Κρύβει πάντως μια δόση αγαμίας...

- Κοίτα τι περνάει ρε μαλάκα απ έξω!
- Τι λες ρε μαλάκα; Αυτή είναι το πολύ λύκειο!!!
- Μωρέ... Σκίστηνα στα τέσσερα κι ας ειν' και δεκατέσσερα...

Δες και λολίτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ώς γνωστόν η Μέκκα των απανταχού λεσβιών του πλανήτη είναι η γραφική Λέσβος, πατρίδα της πρώτης διδάξασας Σαπφούς. Ωσεκτουτού, χειμώνα-καλοκαίρι η Ερεσσός και οι γύρω περιοχές γεμίζουν από νταβραντισμένες λεσβίες τουρίστριες- προσκηνύτριες.

Μαζί με τα Ζαγοροχώρια, τα Μανιατοχώρια και άλλες θρυλικές περιοχές, τα Τζιβιτζιλοχώρια τοποθετούνται στο πάνθεον των τουριστικών προορισμών, ως παράδεισος των λεσβιών. Φυσικά, για την αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων από αυθεντικούς λέσβιους, να τονίσουμε οτι τα Τζιβιτζιλοχώρια είναι ου-τοπικά και η χρήση της λέξης μεταφορική.

- Άσε, δικέ μου, λέω φέτος να χτυπήσω μια Ίμπιζα. Τίγκα στα μουνάκια και στους γυμνιστές. Απελευθερωμένα πράγματα...
- Άμα ψάχνεις για απελευθερωμένα πράγματα, δεν χρειάζεται να πας μακριά: πήγαινε στα ξακουστά Τζιβιτζιλοχώρια Λέσβου. Μουνί να δεί το μάτι σου...

Live your myth in Τζιβιτζιλοχώρια. (Μυδασίστ: Βράσταμαν). (από Khan, 04/08/11)

Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην γλώσσα των μπουρδελόβιων, ξεσκούφωτη πίπα ή σεχ εν γένει.

– Στανταρντ ελευθερο στοματικο με καταποση και πολλα αλλα ακραια (μεχρι ελευθερο κολπικη επαφη). Δυστυχως πολλοι την πατησαν και κολλησαν ...
(bourdela .com)

- ΣΟΚ Τι κάνουν για απολύμανση μετά το ελέυθερο στοματικό σεξ!
(κάποιο ρεπορτάζ του κώλου στο νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος στεγνά κι ασάλιωτα εκφράζει τον εσπευσμένο αλλά και διεκπεραιωτικό τρόπο ολοκλήρωσης μιας πράξης.

Εμπνευσμένο από την σεξουαλική πράξη (συνώνυμο: έριξα έναν κρύο), αλλά πια χρησιμοποιείται και σε ευρύτερους τομείς της καθημερινότητας. Η κυριολεκτική του απόδοση έχει να κάνει με την μη ύγρανση της ευαίθητης περιοχής είτε με φυσικό τρόπο (ερεθισμός), είτε με τη γλώσσα του παρτενέρ, είτε με κάποιο λιπαντικό τη στιγμή της διείσδυσης του ανδρικού μορίου.

  1. - Μαμά, γιατί σου κόψανε την σύνταξη;
    - Έτσι, στεγνά κι ασάλιωτα, παιδί μου.

  2. - Τελικά το κάνατε, Σουζάνα;
    - Στα γρήγορα, Μπρίτζετ μου. Στεγνά κι ασάλιωτα.

(από Khan, 04/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχίδια μύδια και νερό από την Αφροδίτη = φουλ εξοπλισμός (εννοείται και ποικιλία).

  1. - Μα τι κουβαλάει πάνω ρε συ ο αγρότης; Αρχίδια μύδια και νερό από την Αφροδίτη.

  2. - Κομπλέ ξενοδοχείο... Έχει αρχίδια μύδια και νερό από την Αφροδίτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρθενοξεκωλίδι = η κοπέλα που ενώ δείχνει παρθένα και μαζεμένη, είναι μεγάλο ξέκωλο.

Ποια είναι παρθένα;;; Η Ρίτσα;; Ρε αυτή είναι μεγάλο παρθενοξεκωλίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία υπονοεί πως η μεγάλη κοιλιά κάποιου άντρα συνεπάγεται και αντίστοιχο μέγεθος πέους. Είναι δε η μόνη πρέπουσα απάντηση σε πείραγμα φίλων / γνωστών, αλλά και αγνώστων, για το εκάστοτε μπυροκοίλι ή πατσοκοίλι που έχει κάνει ο άντρας.

Παραλλαγές:
1. Άντρας χωρίς κοιλιά, σπίτι χωρίς μπαλκόνι.
2. Άντρας χωρίς κοιλιά, γυναίκα χωρίς βυζιά.

- Ρε μαλάκα Γιάννη, τι μπυροκοίλι είν' αυτό που 'χεις φτιάξει ρε αδερφάκι μου; Σε λίγο δε θα χωράς στην καρέκλα!
- Άσε ρε πιτσιρικά! Κάτω από μεγάλη πέτρα κρύβεται και μεγάλο φίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως, είναι ο γεννημένος ημέρα Πέμπτη, όπως ο Σαββατογεννημένος ημέρα Σάββατο.

Σλανγκικώς, είναι το κωλόπαιδο, δηλαδή αυτός που γεννήθηκε ύστερα από πρωκτικό σεξ με εκσπερμάτιση στον πρωκτό και μαγκαϊβερικώς πως το σπερματοζωάριο κατάφερε να φτάσει ως το αιδοίο και να γονιμοποιήσει. Χειρότερος δηλαδή κι από μπατανόπιασμα. Ασφαλώς πρόκειται περισσότερο για ένα πλάσμα του λαϊκού φαντασιακού για να ερμηνευθεί πώς και γιατί κάποιος είναι κωλοπαίδι, κωλοπαιδαράς, δηλαδή είτε δύσμορφος στην εμφάνιση, είτε παλιοχαρακτήρας.

Μου ερμήνευσαν την έκφραση ως εξής: αν μετρήσουμε τις μέρες της εβδομάδας ενώνοντας τον αντίχειρα διαδοχικά με τα διαφορετικά δάκτυλα των χεριών ξεκινώντας από τον μικρό ως Δευτέρα, τότε η ένωση του αντίχειρα με τον δείκτη σημαίνει την Πέμπτη. Η ίδια όμως ένωση του αντίχειρα με τον δείκτη είναι και το σύμβολο της κωλοτρυπίδας.

Οπότε ειρωνικά, ο πεμπτογεννημένος είναι το γέννημα του κώλου. Η έκφραση αποτελεί και τροπή του σαββατογεννημένου. Αν ο σαββατογεννημένος είναι ο τυχερός, τότε ο πεμπτογεννημένος είναι αυτός που έχει σκατά τύχη. Ή, μπορεί, αντιστρόφως, να είναι και αυτός που έχει πρωκτική τύχη, δηλαδή που χέζεται στο τάληρο.

Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: η έκφραση υπάρχει σαφώς, αν και είναι σπάνια. Συζητώντας για την προέλευσή της, έπεσα πάνω στην παραπάνω ερμηνεία, την οποία δεν έχω διασταυρώσει. Δηλαδή είμαι σίγουρος για την ύπαρξη του όρου, αλλά όχι απολύτως για την σημασία του. Φαίνεται, πάντως, ότι ο όρος συνδέεται με τον πρωκτό, σημαίνοντας είτε το κωλοπαίδι, είτε τον κωλογαμημένο, βλ. και το μοναδικό διαδικτυακό εύρημα στο παράδειγμα.

  1. Μού σπασε τόσο πολύ τα αρχίδια που τον ρώτησα: «Ρε φίλε, μήπως είσαι πεμπτογεννημένος;». «Δηλαδή;», μου λέει. «Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη» του λέω κι εγώ [σ.ς. κάνοντας την χειρονομία που περιγράφεται στον ορισμό].

  2. Prosfata imoun stin toualeta tou grafeiou kai mpike mesa enas synadelfos me ton opoio den ehw polla polla alla pistevw oti einai ligo «pemptogennimenos». Me hairetaei kai mpainei mesa kai xekinaei amesws ti douleia. Klanei syneheia kai dynata enw to haraktiristiko plaf tis prwtis kouradas erhetai na desei sa loukoumas me ti mpoha tis skatilas pou anadyotan apo ti haramada. Den xerw pws kai giati (mou symvainei prwti fora), alla eiha kavlwsei oso den paei allo. (Εδώ).

(από Khan, 26/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified