Selected tags

Further tags

Πρόκειται για τα υπολείμματα χαρτιού που μαζεύονται ανάμεσα στα κωλομάγουλα, κυρίως όταν το χαρτί υγείας είναι κακής ποιότητος (άρα και μικρής αντοχής) ή όταν ο κώλος είναι βρεγμένος.

Κατ΄επέκταση μπορεί να λειτουργήσει και σαν επιθετικός προσδιορισμός για άτομο πολύ κακής πάστας, άχρηστο και ανήθικο.

  1. Μαλάκα είχα να κάνω 3 μέρες μπάνιο και χτες που έξυσα τον κώλο μου ήταν τίγκα στο κωλόξυσμα.

  2. - Θα έρθει και ο Γιώργος στο τραπέζι το βράδυ. - Αυτό το κωλόξυσμα που μας έκλεβε στα χαρτιά προχτές; Μην μου το χαλάς τώρα...

Για κωλοπετσομένους (από sstteffannoss, 22/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική ύβρις που υπονοεί ότι ο κώλος του συνδιαλεγομένου μας είναι τόσο φαρδύς μετά από αλλεπάλληλες παθητικές σεξουαλικές συνευρέσεις, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα και από τα συμπαθή τρωκτικά σαν φωλιά.

- Της θειάς σου...
- Τι είπες ρε;
- Άντε ρε, πιάνει ο κώλος σου ποντίκια;

Παράδειγμα όπως εκφέρεται από κακεντρεχή ενάντια στον Εθνικό μας Σταρ.

(από ioannios, 26/10/11)

Βλ. και τρωκτικό σεξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον ενικό το λαλάρι. Οι γλουτοί, τα κωλομέρια, τα βάρδουλα.

Ρήμα: λαλαρίζω= χαϊδεύω, παίζω, νταχταρίζω, θωπεύω τους γλουτούς κάποιου, συνήθως ακούγεται μεταξύ φίλων ως προτροπή από έναν προς τον άλλον για το τι θα κάνει στον σύντροφό του.

  1. Με πόνεσαν τα λαλάρια μου από τη γυμναστική εχτές...

  2. Ωραία κοπελίτσα η Τζένυ, θέλει να της λαλαρίσεις τα λαλάρια, λαλάρισέ της τα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ή φλυγάρι. Το άκρο μέρος του πέους, το οποίο είναι το δέρμα που λειτουργεί ως κάλυμμα για τον φαλλό, η λεγόμενη πέτσα. Το μέρος αυτό αποτελεί το αντικείμενο που αφαιρείται κατά την περιτομή της Εβραϊκής θρησκείας. Η λέξη προέρχεται από ντόπιους πληθυσμούς της Στερεάς Ελλάδος και της Ευβοίας.

Όταν δεν έχω όρεξη, μου κρέμεται το πουτσοφλύγαρο σα μύξα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάκι που έχει μεταναστέψει σε ξένη χώρα, όχι αναζητώντας καλύτερη εργασία, αλλά επειδή γουστάρει να καμακώνει αλλοδαπές και να κάνει μεγάλη ζωή.

Κατ' επέκταση χαρακτηρίζει και κάποιον που πάει διακοπές σε πολυσύχναστα μέρη (Μύκονος, Πάρος κτλ.) προκειμένου να πηδήξει τουρίστριες (ο λεγόμενος πορνοτουρίστας).

  1. - Τί κάνει ο Γιώργος ρε; Χρόνια έχω να τον δω.
    - Άσ΄τα. Έχει πάει πορνομετανάστης στη Τσεχία. Θυμάσαι πώς τις γούσταρε κάτι Τσέχες τότε...

  2. Πολύ μαλάκας ο πορνομετανάστης που κάθεται στη μπάρα. Έχει πάρει σβάρνα ό,τι μεθυσμένο αγγλάκι κυκλοφορεί.

(από Khan, 27/10/11)Ό,τι προλάβει κανείς, γιατί έρχεται και ο Αντίχριστος. (από Khan, 27/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σχήμα του σπέρματος πάνω στην πλάτη του θηλυκού μέρους στο πισωκολλητό ή παρά φύσιν έρωτα το οποίο λόγω της ερωτικής έξαψης και της άρνησης της κοπέλας να τελειώσει ο αρσενικός μέσα της τον παρακαλεί να τελειώσει με αυτό τον τρόπο. Πρόκειται για ευθεία (ή ευθείες, αναλόγως της έντασης) μικρού μήκους (5-15 εκατοστά) που αποτίθενται από το κάτω μέρος του γλουτού ή του ιερού οστού και φτάνουν μέχρι τον άνω γλουτό ή μέχρι και τους μεσαίους σπονδύλους. Συνήθως είναι ζεστές, λόγω της θερμαντικής - συντηρητικής λειτουργίας του οσχέου.

Εναλλακτικά: Ή λωρίδα, λουριδιά και λουρίδι (σπν).

- Καλά, φίλε, τέτοιο σεξ δεν έχω ξανακάνει στη ζωή μου. Αφού ξεκινήσαμε έτσι, φαινόταν ότι δεν θα τελείωνε με αγκαλίτσες το σκηνικό. Και όντως, την κέρασα καυτές λουρίδες στην πλάτη της...

- Μην κωλώνεις ρε μαλάκα, κέρασε την καυτές λωρίδες. Αυτές τις πρέπουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει δύσκολη κατάσταση την οποία καλείται κάποιος να αντιμετωπίσει ή εξευτελιστική ήττα/ταπείνωση από άλλον (σύνταξη: συνήθως με το ρήμα «πάω»).

Συναντάται και ως εξής για να τονιστεί το υπερθετικό της δυσκολίας:
1. πούτσα σούβλα και ξύλο
2. πούτσα σούβλα και ανηφόρα
3. πούτσα σούβλα και εμπλοκή

  1. Είδες πόσα γκολ έβαλε ο θρύλος στην κούλα; Πούτσα σούβλα την πήγε.

  2. Αύριο έχουμε διαγώνισμα στην ιστορία. Πούτσα σούβλα πάλι.

  3. Τράκαρα το αμάξι και το μαστόρι μου ζητά δύο χιλιάρικα. Πούτσα σούβλα και ξύλο μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μυρουδιά που βγαίνει απ' το μουνί τις μέρες τις περιόδου. Πρόκειται για οξεία και διαπεραστική μυρουδιά που αποτυπώνεται σε ό,τι έρθει σε επαφή με το μουνί (παλιές σερβιέτες, κωλόχαρτα) και το γύρω χώρο (μπάνιο, κρεβατοκάμαρα κτλ.).

Προέρχεται απ' την αίσθηση που σου δημιουργείται ότι η γκόμενα έχει χώσει μέσα στο βρακί της παστό ψάρι που το χάλασε ο ήλιος και η πολυκαιρία.

  1. Ρε Μαρία μάζεψε τα περιοδόβρακα σου γαμώ! Μας πέθανε η μπακαλιαρίλα σου!

  2. Πω ρε πούστη! Τι ήθελα να μπω στο μπάνιο για χέσιμο; Με τέτοια μπακαλιαρίλα ποιο πιθανό είναι να ξεράσω...

βλ. και καμένο ντουί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για γυναίκες οποιασδήποτε ηλικίας, αν και ταιριάζει περισσότερο στις λιιιιίγο μεγαλύτερες...

Υποδηλώνει είδος γυναίκας που της αρέσει ιδιαιτέρως το ξενύχτι, το ποτό, τα μπουζούκια, το clubbing, το χέσιμο γενικότερα και ενίοτε = συχνά, επιδίδεται ιδιαιτέρως ευχαρίστως και χωρίς δισταγμούς σε ακόλαστα one night stand.

- Έλα ρε μαλάκα, πώς πέρασες το Σάββατο;
- Πωπω μαλάκα χέσιμοοοοοοοο... Πήγα στο shark, με τραπεζάρα και βρήκα την Ζέτα και καταλήξαμε σπίτι μου!!
- Ψωλάρα;
- Ναι ρε μαλάκα και την επόμενη μέρα μ' έλεγε αγάπη μου η βρωμο-κοπράνα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφατικώς η ιδιότητα του να είσαι ομοφυλόφιλος.

Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: ο όρος είναι σπάνιος. Τον συνέλεξα από τη νέα ταινία του Νίκου Περάκη Λούφα και Παραλλαγή. Σειρήνες στη Στεριά, ενώ δίνει και λίγα χτυπήματα στον γούγλη. Το πλεονέκτημά του είναι ότι θυμίζει δεσποσύνη, Ρωμηοσύνη και δίνει μια κάποια αίγλη, ή περισσότερο μεγέθυνση, στην ιδιότητα του πούστη προς τον οποίον αναφέρεται.

  1. και εν πάσει περιπτώσει, μικρά και σεμνότυφά μου όντα, ο Καβάφης ήταν και ΠΟΥΣΤΗΣ και η ΠΟΥΣΤΟΣΥΝΗ του επηρέασε το ΓΡΑΨΗΜΟ ΤΟΥ. (Εδώ).

  2. ζητω η αριστερα και η πουστοσυνη!!!! (Εδώ).

  3. ΑΝΤΙΛΑΛΟΎΝ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΕΛΒΕΤΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΥΣΤΟΣΥΝΗ ΣΟΥ
    ..μέχρι και τα ψάρια στη λίμνη της Λωζάνης το έχουνε τούμπανο (κι εσύ κρυφό καμάρι) (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified