Selected tags

Further tags

Η ξέψωλη γιαουρτομούνα λουλού της συνομοταξίας lugretia recumbens. Άκρως προσβλητικός σεξισμός.

Βλ. και στα μπούτια τα γιαούρτια.

- Τζους μωρή λεχρόλα χυσολουλού!
- Νέκρα και κασίδα, σαβουρομπινέ!

Got a better definition? Add it!

Published

Αλτέρνατιβ μορφή του ξέκωλου (συνομοταξίας xecoliaricus xepatomunus), τόσο με την καυλή όσο και με την κακή έννοια.

Κάθε ξεκωλάκι που σέβεται τον εαυτό του φοράει ξεκωλτέ, τόσο για να δέχεται κέρματα όσο και για να προβάλει το ξεκωλόσημό του.

- Πάρτε ένα μπουκαλάκι κρασί ... τεντωθείτε και απολαύστε τη Fergie από τους Black Eyed Peas στο ρόλο της πόρνης... Μιλάμε παιδιά για φοβερό ξεκώλι!!! Κάτι βυ$&^%)ρες , κάτι μπ#&^%ρες* , μια κω@(*%&ρα!!!

-Πανεπιστήμιο ...; ευνουχιστήρια κρίσης, φυτώριο κοματόσκυλων. Μια μάντρα προπτυχιακών προβάτων ...; αφίσες για το πάρτυ της ΠΑΣΠ με το ξεκώλι γκεστ-σταρ, εκπαιδευτική της ΔΑΠ στη Μύκονο για παρτούζες, οι άλλοι με τα κόκκινα κολημένοι στα υπόγεια με το Βασίλη να σκούζει «Πρώτη Μαϊου» κλπ κλπ

Μαυρομάτικο ξεκόλι (από σφυρίζων, 31/01/13)Πράσινα Χecol-mas (από σφυρίζων, 31/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Περιφρονητικός χαρακτηρισμός της αυτοηδονιζομένης γυναικός, της βιρτουόζας στο μουνοδάχτυλο. Την φέρουσα δηλαδή σαφρακιασμένο αμνί συνεπεία συστηματικής ψηφιακής επεξεργασίας.

- Μετα τον καρπουζογαμικουλα και την δαχτυλοφαγωμενη μας ξεπεταχτηκε και η δικεφαλομπουκωμενη.

- Από περίεργες βρισιές... δαχτυλοφαγωμένη (το «μαλάκας» για θηλυκές) ψωλοφούκαρο (άρρενες) πεοκρουστης (το μαλάκας πιο κυριλέ) και άλλα όμορφα... δε μούρχονται τώρα οι καλές, θα τις θυμηθώ όμως που θα πάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουτάνα και το σκυλί είναι οι αρχαιότεροι και καλύτεροι φίλοι του άνδρα. Ουδείς όμως αχαριστότερος του ευεργετηθέντος: και οι δύο έννοιες, αντί να δοξάζονται αενάως, εκφυλίστηκαν σε άκρως υβριστικά γαμοσλανγκομπινελίκια. Υπ' αυτή την έννοια, το πουτανόσκυλο αποτελεί μνημείο αχαριστίας.

Παρά τις σεξουαλικές του ετυμολογικοκαταβολές, εκφέρεται πρωτίστως με την έννοια του τσογλανιού / κοπρόσκυλου και δευτερευόντως σεξιστικά (μουνόσκυλο / καραπουταναριό).

  1. Δειτε το πουτανοσκυλο το Γιωργακη που αφου εκανε τη δουλιτσα του και κατεστρεψε τον τοπο τωρα τα μαζευει και παει στην πατριδα του την Αμερικη να το παιξει καθηγητης ο κρετινος να διδαξει και αλλους σοδομισμενους να κανουν και αυτοι τα ιδια κατα τοπους οπου τους ανατεθει.Ποτε θα ξυπνησουμε επιτελους;

  2. Κακογαμημένη κατσίκα, πουτανόσκυλο, μουνί της λάσπης, μπρίζα σουκω, κοκκινοτσουτσουνομαλάκα, ψωριάρη, λινάτσα, ξυνομούνα, τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα, μαλακομπούκωμα, Μαλακοκαύλη, πορδοβούλωμα, λιγουροσαλιάρη, ντιβανοκασέλα NIMITZ MHN ΞΑΝΑΓΡΑΨΕΙΣ ΕΔΩ ΠΟΥΤΑΝΟΣΠΕΡΜΑ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΣΟΥ............................

  3. ΚΑΜΑΡΩΣΤΕ ΤΟΝ ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟ ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΥΡΗ ΜΠΛΟΥΖΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ ΚΑΙ ΤΑ ΟΣΤΑ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΤΩΝ SS! ΕΛΑ ΜΑΣΟΝΙΚΟ ΠΟΥΤΑΝΟΣΚΥΛΟ ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟ ΝΑ ΠΕΙΣ ΚΑΙ ΣΕ ΕΜΑΣ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΦΩΤΟΜΟΝΤΑΖ ΟΛΑ ΑΥΤΑ.

(από διάφορα σάη)

Με την καυλή έννοια (από Khan, 01/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά προς τον κυρίως ορισμό του Βικαρίου («πέος που έχει κλίση προς τα κάτω όταν είναι σε στύση»), λέγεται και ως μειωτικός - υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα, η οποία και καλούα επικεντρώνει υπερβολικά την προσοχή της στο πέος του άντρα (σαν να ήταν κακό αυτό) και γίνεται έτσι ζητιάνα της πούτσας.

Στα λίγα γουγλικά ευρήματα έχει κυρίως αυτόν τον χαρακτήρα ύβρης προς γυναίκα η οποία θεωρείται ως ψωλοζητιάνα. Θεωρώ όμως ότι μπορεί ο όρος να συνδεθεί με το χαμηλοβλεπούσα, του οποίου αποτελεί προφανή τροπή. Σε αυτήν την περίπτωση, περιγράφεται ένας καθ' όλα υπαρκτός εν Ελλάδι (και όχι μόνο) γυναικότυπος, όπου μια γυναίκα αναλαμβάνει ένα προσωπείο συντηρητικής που ακολουθεί τις παραδοσιακές επιταγές και νόρμες της κενωνίας, ενώ κατ' ουσία είναι απολύτως επικεντρωμένη στο συμφέρον της και υπό την στενή έννοια και υπό την ευρεία.

Φωτορεαλιστικώς, φανταζόμαστε μια ταπεινόσχημη κορασίδα, η οποία κοιτάζει προς τα κάτω και καλά από σεμνότητα, ενώ ο πραγματικός λόγος είναι ότι περιεργάζεται τα προσόντα επίδοξου συντρόφου της.

Μεταφορικώς, εννοούμε μια γυναίκα που υπό τον μανδύα ενός παραδοσιακού κομιλφό στοχεύει στα καίρια με μια κάπως χυδαία μονοτροπία, και φέρεται έτσι ως σιγανοπαπαδιά ή θεούσα στο σαλόνι, πουτάνα στο κρεβάτι.

  1. ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ ΠΙΠΑ ΑΠΟ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΧΑΜΗΛΟΒΛΕΠΟΥΤΣΑ!!!! ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΝ ΛΕΓΑΜΕ ΚΑΙ ΜΑΝΕΚΕΝ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΣΧΗΜΗ ΡΕ ...

  2. πανε πλυνε κανα πιάτο που μου θες και πολιτικεσ ειδησεις με κεφαλαια...υστέρω ...μισοτρελλη...χαμηλοβλεπουτσα!!!

  3. χθες γαμουσα τη χαμηλοβλεπουτσα κακογαμημενη μανα σου και της ελεγα ποσο την αγαπαω τη παλιοσκυλα

(Όλα από ανθυγιεινά σάιτ για ενήλικες στο Διαδίκτυο)

(από Khan, 04/02/13)Χαμηλοβλεπούσα Lady Gaga (από Khan, 18/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aναφέρεται σε άτομα νεαρότερης ηλικίας που θεωρούν ότι μεγάλωσαν και προσπαθούν να υπονομεύσουν ή να εκμεταλλευτούν άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.

Είμαι 30 χρόνια μάστορας και θέλει να μου φάει και το μεροκάματο το μαλακισμένο. Τα παιδιά που γαμούσαμε μας ζητάνε κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρωκτός, η σούφρα, εκεί που δεν πιάνει ήλιος, εκεί απ' όπου κλάνει το μπαρμπούνι.

Βλ. επίσης: θα σου κάνω την κλάνα μπουρί!

1. Να ψοφήσεις και να γαμηθεί η κλάνα σου…

2. Πάλι της άνοιξε η κλάνα ή...;;;

3. Από φοιτηταριό ήταν ένα κομματόσκυλο.Έχει μπουκώσει καλά η κλάνα της!

Got a better definition? Add it!

Published

Μια από τις πάμπολλες απαξιωτικές σλανγκιές για τους πούστηδοι. Εστιάζει στην έφεσή των στην ροδέλα, άκα στο γλειφοκώλι.

  1. - Ο Jörg Haider σε gay bar λίγο πριν πεθάνει
    - Δηλαδή ο συχωρεμένος ήτο λουμπίνα, λούγκρα, τζινάβι, γκροβεράκι, ροδελάκιας, ανάμικτος, ανατρεπόμενος, οπισθογεμής, σκαραβαίος με τη μηχανή πίσω, πισωκίνητος. τζιτζιρίτζι; Δικαίωμά του! Κακώς το σχολιάζουμε...
    (εδώ)

  2. - ο ζλαταν ειναι ροδελακιασ αντι να κυνηγαει τα νιαμου στις παραλιες της ισπανιας...

  3. - Παραδεχτείτε τώρα ότι φάγατε μεγάλη ήττα με τον Ricky Martin που βγήκε ροδελάκιας

(από σφυρίζων, 05/02/13)(από σφυρίζων, 05/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωμική εκδοχή τση πιπατζούς.

Το μάκρος του λήμματος συνειρμικά παραπέμπει σε μεγαλοπρεπείς πέοντες ενώ το ανατολίτικο γαμοσλανγκοτέτοιο -ογλού ονοματοποιεί ήχους φιμωμένου γλωττισμού.

Η πατρότητα του λήμματος αποδίδεται στους Α.Μ.Α.Ν.

1.
- Tην είδα στο bar! Η τέλεια γυναίκα!
- Τσουτσουνοκαταπινογλου... - Φαντάσου τι χωράει η άλλη τρύπα!!!!!

2. Της Πατρινιάς;;; Αυτο ηταν΄! Ελα ρε μαλακα να αναμετρηθουμε...Τσουτσουνοκαταπινογλου!!

3. Μ'αρέσει που μια ζωή το παίζει σεμνή και ταπεινή... Αλλά πάω στοίχημα στο κρεβάτι θα είναι λυσσάρω και αβέρτα τσουτσουνοκαταπίνογλου. Κάτι τέτοιες είναι που ψωφάνε για λούτσο και πολλές ανωμαλιάρικες καταστάσεις

(από Khan, 16/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Γίνομαι υπερμέγιστος γλείφτης, για προσωπικό μου συμφέρον βλ. Αυτιάς, Γιώργος, γλίτσας λέρας.

- Καλά ρε μαλάκα, αυτός ο γλίτσας κάθε βράδυ στο Galea τη βγάζει;;
- Ρουφάει κώλους ρε.. μπας και του δώσουνε κάνα πόστο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified