Selected tags

Further tags

Όπως σοφά έγραψε κι ο Μ. Μωϋσείδης το 1927:

[img]http://www.slang.gr/media/img/201303/ec04ab6354816d3e94acc151eaec5f51.JPG[/img]

Ωσεκτουτού, είμεθα πιονέροι της Τέχνης. Ο εθνικός μαλάκας τιμάται από όλους μας καθημερινά. Εξέχουσα θέση στην τροφική αλυσίδα τση μαλακίας κατέχει ο μαλακισμένος, άτομο που κουβαλάει πάνω του όλη την κακώς εννοούμενη αύρα του δια της μαλάξεως αυτοερεθιζομένου.

Πέον να σημειωθεί ότι ως μπινελίκι προσφέρει πολλά περισσότερα απλικέϊσιο και βαθύτερη σλανγκενέργεια από τον σκέτο μαλάκα, καθώς εξαπολύεται αδιακρίτως εις βάρος υποκειμένων, αντικειμένων, καταστάσεων, τση μαύρης χελώνας που μας κατουράει κ.ταλ.

Λημματοδοτείται χάριν πληρότητος δεδομένου ότι το σάη καταγράφει μόνο μια από τις άπειρες εφαρμογές του, ωσαναφορά τα μειράκια.

1. Το ευτύχημα, φίλε, είναι ότι δεν είμαι όλες τις ώρες κι όλες τις στιγμές μαλακισμένος άνθρωπος. Μερικές φορές με πιάνει, και δεν έχω βρεί τί φταίει και πώς μπορώ να το αντιμετωπίσω

2. ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΧΡΥΣΑΥΓΙΤΕΣ: ΚΟΥΦΑΛΕΣ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΩΡΑ ΣΑΣ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΑ ΘΑ ΒΓΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΙΘΑΝΕΤΕ...

3. Χωρίς προφανώς να γνωρίζει ότι τα μικρόφωνα είναι ανοιχτά, ο Δημήτρης Καμπουράκης στο πρωινό του MEGA χαρακτήρισε τους καταληψίες της βίλας Αμαλία «μαλακισμένα»

4. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΑΝΕΡΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ ΣΤΟΝ ΟΑΕΔ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στενότερη δυνατή σχέση με το άλλο φύλο όταν είσαι μαθητής / φοιτητής χωρίς αμάξι και δεν ασχολείσαι με το ραπ ή με τον αθλητισμό.

Οι πιο τυχεροί περνάνε εις την ενήλικη σχέση με το άλλο φύλο στην πενθήμερη ή στην εκδρομή της ΔΑΠ το πρώτο έτος, οπότε γαμάνε μια άλλη ΔΑΠίτισσα -ιδιαίτερη κατηγορία νεαρής γυναίκας που χρειάζεται ειδικό λήμμα (ένας από τους λόγους που οι νέοι ακόμα γράφοντα σε σιχαμερές κομματικές παρατάξεις είναι ασφαλώς μπας και γαμήσουν).

Κάθεσαι κάπου σε έναν δημόσιο χώρο και μιλάτε. Αν είσαι μάγκας της κρατάς το χέρι. Αν κάτσει πάνω στον καβάλο σου και τρίβεται πάνω σου από τα ρούχα είσαι ήρωας.

Μεγαλύτερος σκέφτεσαι μήπως απλά έχανες το χρόνο σου ακούγοντας μαλακίες από ανώριμες γυναίκες (δηλαδή ανθρώπους δυο φορές ηλίθιους - και λόγω φύλου και λόγω ηλικίας) που μαζί με το κωλοτρίψιμο σου έπρηζαν / έσπαγαν τα αρχίδια. Αναρωτιέσαι γιατί δεν επέλεξες να ξοδέψεις το ίδιο χρήμα / χρόνο σε μπουρδέλο στη Δάφνη σαν Μπουρδελιάρης.

- Τα ψιλοέχουμε...
- Την γάμησες;
- Όχι μωρέ... ξέρεις, κωλοτρίψιμο.
- Απ' εξω έχυσες;
- Όχι ρε απλά μιλούσαμε... ρομαντικά... ξέρεις, κωλοτριβόμασταν... μου λείπεις, τι κάνεις, τέτοια...
- Κατάλαβα... Παιδί μου πάρε 50 ευρώ και πήγαινε στη Δάφνη, στο στούντιο στου Ντούρτα.

(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 27/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονηρόπουστας που φέρεται ως πονηρή αλεπού και ως εκ τούτου τον παίρνει πού και πού.

  1. αλεπού(στης). Το καταλάβαμε. (Εδώ).

  2. - Μια που αρχίσαμε τα φιλοσοφικά, πώς λένε την αρσενική αλεπού;
    - Άμα τον παίρνει κιόλας, αλεπούστη (Εδώ)

(από Khan, 23/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κώλος γκόμενας που αποτελεί ποίημα πάντα κατά τις προσωπικές προτιμήσεις του καθενός. Άλλοι τον προτιμούνε τουρλωτό, άλλοι σφιχτό, οπότε εξυπακούεται το θέμα. Κυρίως όμως η έκφραση αναφέρεται στους ελαφρώς τουρλωτούς και ταυτόχρονα σφιχτούς κώλους, χωρίς κυτταρίτιδες, ραγάδες και τα συναφή.

Θυμάσαι ρε τη Μόνικα Μπελούτσ; Είχε μια κωλάρα στα νιάτα της... κι ακόμα κρατάει σκέψου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά, αυτός που έχει γαμημένη ψυχή, ψυχή γάμησέ τα, ή κάτι τέτοιο γουατέβα.

Από διαδικτυακές βρισιές:

  1. ποτὲ πιό μπουχεσόβλακας καὶ τέτοιο κλαψαρχῖδι δὲν ἐγεννήθηκε στὴ γὴ, ψόφησε ὁ γαμώψυχος

  2. χιλιες φορες να το κανεις παρα να εισαι γαμωψυχος και πουτανας γιος!!!!

  3. Σκατόμυαλος και γαμόψυχος!!!!! Τί έγινε καπνιστές;;Τον ήπιαμε;;

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο του «σκατόψυχος».

Είσαι γαμόψυχος αν δεν παραδέχεσαι ότι αυτός που κλέβει γιατί δεν έχει να φάει, είναι αθώος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει δύο ερμηνείες.

  1. Ξεμουνιάζω μια γκόμενα όσο περισσότερο μπορώ μέσα σε ένα βράδυ και μετά πούλο.

  2. Ξεζουμίζω μια πρώην μου σε φάση να την βαρεθώ τελείως και να μην έχω απωθημένα, οπότε μετά πάλι πούλο.

Γενικά μετά το «έφαγα καλά» η γκόμενα έχει ήδη πάρει πούλο.

  1. (Για μία βραδιά)
    - Ξεκωλάκι τρελό η Σοφία. Έριξες λούτσο στην πενταήμερη και τώρα κάνει ότι δεν σε ξέρει, ε;
    - Ναι αλλά τουλάχιστον έφαγα καλά. Τέσσερις μέρες σερί το μουνί στο χέρι της έδινα. Δεν προλάβαινε να πάρει ανάσα.

  2. (Διαρκείας)
    - Έλα ρε, χωρίσατε πάνω που θα κλείνατε χρόνο;
    - Στα παπάρια μου ρε. Έφαγα καλά. Πήρα παρθενιά, κώλο, έσκισα φυσικό ξανθό νέτο με τρελό πάτο, ε και τώρα πάω για άλλα.

(από HardcoreGR, 25/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυστραλέζικο φιλί είναι το γαλλικό φιλί down under, κοινώς γλειφομούνι.

Μωρό μου πάμε για ένα αυστραλέζικο φιλί και συμφωνία με κλαρίνα.

(από σφυρίζων, 26/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ελληνικό φιλί (Greek kiss) είναι έκφραση που χρησιμοποιούν κυρίως στο εξωτερικό για την πρωκτολειχία ή γλειφοκώλι.

Ο δικός μου με τρέλανε με ένα ελληνικό φιλί χθές βράδυ!

(από σφυρίζων, 26/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπατάρω στο ντήζελ και γίνομαι γκέι. Επίσης: πουστεύω.

Ο όρος παίρνει εμμέσως θέση σε ένα από τα ύψιστα των φιλοσοφικών ερωτημάτων.

Χρησιμοποιείται και για τραγούδια, κείμενα και άλλα πολιτισμικά προϊόντα που υφίστανται μια απο(σο)δομητική νέα ανάγνωση (βλ. παράδειγμα 4).

  1. Στο χωριόμ λεν μια παροιμία «πουστρεψαν όλοι πρέπει και μείς». (Εδώ).

  2. εμ οταν οι γυναικες πηραν τον ρολο των αντρων τι να σου κανουν και οι ερημοι οι αντρες ντε;πουστρεψαν και αυτοι!!!!!! (Από το Φέισμπουκ)

  3. Tι κι αν πουστρεψε λιγακι (οσο παταει ο ελεφαντας για την αλειθια...), εγω ο MΠAMΠAΣ TOY, Θα τον φερω στον STRAIGHT δρομο! (Εδώ).

  4. σορυ αλλα το πουστρεψε το τραγουδι αυτο θελει φωνη για καψουρα παθος βαρια φωνη λαικο ειναι..... σορρυ αλλα αηδια απο εμενα. (Εδώ).

Προύστευε μη λυπάσαι τι θα γίνω μη φοβάσαι. (από σφυρίζων, 01/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified