Selected tags

Further tags

Η κλασική Ελληνίδα της επαρχίας ή της συνοικίας. Πηγαίνει στην Εκκλησία, ενδεχομένως και σε (παρα)θρησκευτικές στοές, ίσως έχει και πνευματικό αντί για ψυχίατρο στον οποίο εξομολογείται τα ψυχολογικά και τα γαμήσια της ενώ παράλληλα είναι ανήθικη, πηδιόλα, προκλητικά και έχει όλο τη μπούτσα στο μυαλό της (και στο στόμα της).

- Πω πω κοίτα τα νέα μωρά ενορίας. Μίνι, βαμμένο νυχάκι ποδιών.. Γκάβλα... Τι χριστιανοπούτανα είναι αυτά...
- Δημήτρη Ντούρτα, κάτσε ήσυχα. Είναι εγγονές σου στα χρόνια!

(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 05/12/13)(από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν για ένα θέμα υπάρχουν πολλές διαφορετικές γνώμες και έτσι δεν παράγεται αποτέλεσμα.

Δεν θα βγάλουμε άκρη με τα κοινόχρηστα. Εδώ μέσα είναι κάθε πούτσα και τυρόπιτα.

(από σφυρίζων, 09/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρός gay, αγροτοποιμενικής καταγωγής (συνων. βλαχοπουστάκι).

Μας ήρθε απ' την Άνω Τραγοπλαγιά και μας το παίζει λόρδος, το τυροπουστάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως από φοιτητές για την επίδειξη σεξουαλικών προσόντων και τη δυνατότητα διαχείρισης μεγάλων μαζών.

  1. - Μαλάκα χτες γνώρισα μια βουβαλίτσα ό,τι πρέπει για τα κυβικά σου.
    - Ε κάνε τα κουμάντα σου, πιστεύω πως την κατέχω τη φυγοκέντριση.

  2. - Ε ψιτ μεζεδάκι
    - Σε εμένα μιλάτε κύριε,
    - Ναι, πώς θα σου φαινόταν να σου περάσω μια φυγοκέντριση;
    - ΠΣΣΣ (σπρέυ πιπεριού)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ρουφάει μπάλες.

Κοίτα τον σακομπόλη, πάλι στο γραφείο του αφεντικού είναι και μας δίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παραχαϊδέματα και η υπέρμετρη φροντίδα σε κάποιον.

Εεεεεε, το παράκανες, τον μικρό τον έχεις όλο πούτσα μου κανάτα μου, του κάνεις όλες τις χάρες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση έχει επεξηγηθεί σε άλλα λήμματα όπου περιγράφηκε η χρήση της στις 9 μέρες που θέλει ο κώλος να αναρρώσει (επανέλθει, για τους πιο τολμηρούς), καθώς και στη χρήση της όταν κάποιος μας φλομώνει στις μαλακίες.

Επιπροσθέτως αναφέρεται σε χήρες που πηδιούνται πριν σαραντίσει ο άντρας τους (Παράδειγμα 1). Στην νεοελληνική αργκό (Παράδειγμα 2) βρίσκει εφαρμογή όχι μόνο σε προσφάτως χηρεύσασες μόνο, αλλά και σε προσφάτως χωρισμένες, διαζευγμένες κτλ.

  1. - Α την τσουλάρα! Την Πέμπτη ήταν η κηδεία του μακαρίτη, το Σάββατο φασκέλωνε το ταβάνι με τα πόδια η καραπουτανάρα, θεέ μου σχώρα με!
    - Του κώλου τα εννιάμερα του κάνε του μακαρίτη του Γαβρίλη, τσκ, τσκ...

  2. - Τι λες ρε μαλάκα πως είδες τη Κατιάνα να βγαίνει από το γαμιστρώνα με τον Μάνθο! Αφού τη κανονίζει ο ψηλός...
    - Την έστειλε τις προάλλες όταν της έκανε τσακωτή να ντιλάρει κάτι κοκορέτσια στο μπιντέ του πατρικού της μάνας του... Τά 'σπρωχνε στη Σβετλάνα, το Ρωσσάκι, που 'χουν νυχτερινή.
    - Και τώρα πηδάει τον ασφαλιστή του; Του κώλου τα εννιάμερα του κάναν του χοντρομαλάκας....

Χρήση της έκφρασης στο πλαίσιο μπεορραπίσματος (από Khan, 21/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ρουφοκαυλέτα με την οποία βρίσκεις την υγειά σου.

Ο γιατρός σύστησε ένα καυλορουφέν πριν κι ένα μετά το σεξ και θα γίνει περδίκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξεβράκωτος, ο πολύ φτωχός.

Πώς έμπλεξε αυτή, κορίτσι από την Εκάλη, με αυτόν τον τσιπρικώλη;

H Paola Bacchiddu φωτογραφίζεται για τις ανάγκες της προεκλογικής καμπάνιας "Με τον Τσίπρα για μια άλλη Ευρώπη". (από Khan, 07/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κοκσάκερ, αυτός που γλύφει τα πουλιά των άλλων και κάνει ρουφοκαυλέτα.

Να προσέχεις την παρέα σου με τον Νίκο, είναι μεγάλος γαμορούφας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified