Selected tags

Further tags

Χρησιμοποιείται όταν ένα club / cafe / bar είναι γεμάτο με πούτσες (άντρες). Είναι μία εναλλακτική έννοια του αρχιδόκαμπου.

Ρε μαλάκα πάμε να φύγουμε, εδώ μέσα γίνονται κονταρομαχίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι συνώνυμο του αρχιδόπουστα.

(Αρχιμήδης) - Πόσα πληρώσατε χθες στα Άστρα με τόσα σφηνάκια;
(Ανέστης) - Άσε... το πουτανόσπερμα ο Μπάμπης δεν μας έκοψε ούτε ένα ευρώ.

Δες πουτανόπαιδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος έχει ξεφύγει από τα όρια της επιτρεπόμενης μαλακίας.

Σε αγώνα πινγκ-πονγκ, πάνω στο ματς πόιντ, ένας τύπος πρώτη σειρά σηκώνεται όρθιος γιατί του έπεσε η πορτοκαλάδα πάνω του. Τότε πρέπει να φωνάξεις «ΚΑΤΣΕ ΚΑΤΩ ΡΕ ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΣΤΑ!».

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γαμιάς που ... δεν ξεχνιέται, που γαμάει καλά και μια γκόμενα τον ξαναθέλει, τον ζητά απελπισμένα.

Κάποιος γαμάει μια γκόμενα που τά 'χει με άλλον, αυτός όμως επειδή είναι φαρμακοπούτσης την φαρμακώνει, δηλ. την κάνει καλό γαμήσι και τον ξαναζητάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ ωραίος άντρας, αντίθετο του κάγκουρας.

Χρησιμοποιείται και σε συγκριτικό ή υπερθετικό βαθμό.

Συνώνυμα: καυλούρι, καυλιάουρας.

Ο αδερφός σου είναι και πολύ μεγάλος καύλουρας!

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα ελευθέρων ηθών.

Φέρε κανά καρακλανίδι στο πάρτυ να γουστάρουμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Υποείδος ανθρώπου, αρσενικού γένους, που έχει την συνήθεια να κρατάει παρέα και να μεταφέρει από και προς το σπίτι, μπαρ, σινεμά κτλ, γκόμενες άλλων ή γκόμενες σκέτο, με μόνο σκοπό την δική τους ευχαρίστηση και την φιλία.

- Έλα ρε, κανόνισα απόψε να μπούμε στο γήπεδο τσάμπα, πάρε και τον Μήτσο να έρθει.
- Μπα άσ' το. Άφησε ο Λάκης την δικιά του για να τα πιει με φίλους και ο Μήτσος θα κάνει τον μουνοφύλακα.

Got a better definition? Add it!

Published

Μέρος στο οποίο συχνάζουν gay.

Χρησιμοποιείται για gay club - bar - cafe.

Συνάντησα τον x σε ένα πουστράδικο.

Got a better definition? Add it!

Published

Επιβεβαίωση ανδρισμού σε ποικίλες καταστάσεις: στο κρεβάτι, σε κάποιο παιχνίδι, όταν επιτυγχάνεται κάτι πολύ δύσκολο, κλπ.

  1. (σε φίλο)
    - Πάρ' τα μωρή άρρωστη σ' έχω ξεκωλιάσει στο μπιλιάρδο σήμερα!

  2. (στο κρεβάτι χυδαία)
    -Πάρ' τα μωρή άρρωστη, τα φλόκια όλα για πάρτη σου μωρό μου!...

Σχετική διαβόητη αφίσα της ΔΑΠ. (από Khan, 28/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιδίδομαι ενεργητικά σε πρωκτικό σεξ.
Παθητικό: καρφοκωλιάζομαι.

«φέρτε μου έναν φοιτητή να τον καρφοκωλιάσω»
(από το ομώνυμο τραγούδι των The Loutsa Project).

(από protnet, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified