Selected tags

Further tags

Παραλλαγή και επίταση της συμβατικής βρισιάς «γαμώ το μουνί που σε γέννησε». Κάνει τη γέννα (του υβριζόμενου) να ακούγεται ως εναπόθεση επιπλέον σκουπιδιών στον κόσμο, αλλά και το μουνί (της μάνας του) ως πρωκτό, τον ίδιο ως κουράδα κλπ...

(Παράβαλε και «το μουνί που σε ξέρναγε»)

Νομίζω ότι η όλη φράση απέκτησε μεγάλη ικανότητα να δημιουργεί νοητικές παραστάσεις και εικόνες μετά το παλιό ανέκδοτο που φωνάζουν το Σαργκάνη στο μαιευτήριο.

Στερεότυπα: «γαμώ το μουνί που σε πέταγε, ρε».

Το μουνί που τα πέταγε. (από Galadriel, 18/03/09)(από Vrastaman, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόστυχη έκφραση για την περιγραφή της παρά φύσιν σεξουαλικής πράξης, κοινώς γνωστή ως «από κώλο». Με σημείο αναφοράς την κωλοτρυπίδα, η οποία αποκαλείται σφιγκτήρας λόγω στενότητας και μικρού μεγέθους, πρόκειται για εκχυδαϊσμένο τρόπο για να εκφράσει κανείς την καθ' αυτού πράξη.

Αν ξανακάνεις ατομική προσπάθεια αντί για οργανωμένη επίθεση, θα σου χαλαρώσω τον σφιγκτήρα, παλιομαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη από τους εκλεκτούς αναγνώστες για την εικόνα που θα περιγράψω, αλλά τι να κάνουμε, πρέπει να χαρτογραφήσουμε τη νεοελληνική αργκό χωρίς ντροπές...

Μεζές λοιπόν είναι το σκατό που μετά το πρωκτικό σεξ ο άνδρας ανακαλύπτει ότι έχει μείνει πάνω στον παργαλάτσο του, όταν τον βγάζει έξω και τον περιεργάζεται υπερήφανος... Η λέξη συναντάται στην έκφραση τσιμπάω μεζέ, όπου το πέος παίζει τον ρόλο πιρουνιού / οδοντογλυφίδας / whatever.

- Χθες φίλε μου έδωσε κώλο το Χριστινάκι...
- Έλα ρε... Καύλα!
- Μόνο που σε κάποια φάση τσίμπησα μεζέ και ξενέρωσα...
- Έλεος!!

(από electron, 14/12/09)Μεζές για μερακλήδες (από σφυρίζων, 17/06/13)

Βλ. και πισωκολάτα, σεράνο, μερέντα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γεροντομούνω, -α: Γυναίκα άνω των 45, η οποία παραμένει σεξουαλικά ενεργή και δεν το κρύβει. Το πρώτο συνθετικό της λέξης δίνει το στίγμα της ηλικίας, το δε δεύτερο προδίδει την αυξημένη σεξουαλικότητα της γυναίκας. Η γεροντομούνω είναι συνήθως ανύπαντρη ή χωρισμένη και σε αρκετές περιπτώσεις η σεξουαλικότητά της είχε καταπιεστεί κατά τη νεότητά της.

Ήρθε το ξαδερφάκι μου από τη Θεσσαλονίκη και πήγαμε για καφέ Γλυφάδα χθες. Φίλε, τον είχε σταμπάρει μία γεροντομούνω και τον έπαιζε άγρια, αν έκανε κίνηση πιστεύω θα την έπαιρνε επί τόπου.

Δεν ξέρω στα νιάτα της τι έκανε, τώρα πάντως γαμεί και δέρνει. (από joe909, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ως «καβλομούνι». Πρόκειται για νεαρά κορασίδα, με εμφάνιση προκλητική, που κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να τονίσει τους βύζους, την κωλάρα και (ει δυνατόν) να φανεί και η μούνα της, και στόχο να καβλώνει κόσμο. Εννοιολογικά είναι κοντά στο καβλοράπανο, αλλά ηλικιακά έχει παραπάνω χρόνια. Κατά την ταπεινή μου άποψη, η κλασική καβλομούνα είναι μεταξύ 24-35, προκαλεί μεν, αλλά δε γαμιέται απαραίτητα.

Πάμε ρε μαλάκες στο μέρος που σας λέω και θα πάθετε μουνόπλακα: είναι τίγκα στις καβλομούνες, οι οποίες αποδεδειγμένα γαμιούνται, δεν παίζουν απλώς. Ο Πέτρος που έχει έρθει κανά δυό φορές έχει ήδη πάρει μία.

Βλ. και σχετικά λήμματα -μούνα, -γκόμενα και θεόμουνο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουρμπινάτη γκόμενα που δίνει ρέστα σε όσους την κοιτάζουν. Η γκόμενα που προκαλεί ατύχημα με ένα βλέμμα ή με το περπάτημά της. Συνήθως είναι κωλοφτιαγμένη από αισθητικούς, πλαστικούς και δυνατούς μόδιστρους.

- Καλά ρε συ έπαθα πλάκα με την Λίτσα. Τρελό τούμπανο!!! Κόντεψα να τρακάρω καθώς την κοιτούσα να περπατάει στην Τσιμισκή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό του τμήματος πολιτικών μηχανικών, χρησιμοποιούμενη κυρίως από φοιτητές που τα έχουν παίξει λόγω παρακολούθησης κάποιου από τα μαθήματα στατικής. Οι συγκεκριμένες είναι λέξεις που ακούγονται πολύ στο μάθημα ενώ στην καθημερινότητα αντικαθίστανται από πολύ απλούστερες.
Πάκτωση λέγεται μία ράβδος στερεωμένη έτσι ώστε να μην μπορεί να κινηθεί ούτε να περιστραφεί (βιδωμένη, έχει πήξει τσιμέντο γύρω της κτλ). Μία ράβδος που στερεώνεται κατ' αυτόν τον τρόπο από τη μία μεριά λέγεται πρόβολος.
Προκύπτει λοιπόν η διάσημη (και καμμένη) αυτή έκφραση ως μεταφορά της σεξουαλικής εισχώρησης.

- Πώς τα πήγατε στο τεστ στη Στατική Ι;
- Μας την πάκτωσε την πρόβολο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταφορικά σε περιπτώσεις όπου μπαίνει μεγάλο δάχτυλο. Βασίζεται στην έννοια ότι εάν σου βάλει δάχτυλο ελέφαντας, στην ουσία σου βάζει όλο το πόδι αφού ως γνωστόν οι ελέφαντες δεν έχουν εξτέντεντ (extended) δάχτυλα.

- Πω πω, μου έβαλε δάχτυλο ελέφαντας!

(από daskalos, 18/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αδιαφορίας και γραψίματος που εμπεριέχει δόσεις επιθετικότητας και μπιτσοσύνης.

Λέγεται από γυναίκα κατ' αντιστοιχία των στ' αρχίδια μου, ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια, κ.λπ.

- Μωρή πες αλεύρι...
- Έλα λέγε.
- Είδα τον πρώην σου.
- Χεστηκαμάν!
- Ναι σιγά, κι άμα σου πω ότι τον είδα με παρέα; (κλείσιμο ματιού)
- Στο μουνί μου το ιδιότροπο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή Γερμανική γιορτή μπύρας και λουκάνικου, αλλά στην προκειμένη περίπτωση μας ενδιαφέρει μόνο του λουκάνικου όταν θέλουμε να υπονοήσουμε ότι ένας χώρος είναι τίγκα στους άνδρες.

- Πού μας έφερες ρε γελοίε... ούτε μια γυναίκα δεν υπάρχει γύρω. Σκέτο Octoberfest.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified