Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.
Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.
Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.
Got a better definition? Add it!
Πάρα πολύ σπάνιο ψάρι που συναντάται πάρα πολυ σπάνια στην παραλία της περιοχής Δουνέικα στο Νομό Ηλείας.
Προσοχή: Εάν τυχόν το συναντήσετε ποτέ, υπάρχει να σας μπει στο κώλο!
Πετράν και Αλέκος είναι καθ' οδόν για Δουνέικα.
Πέτρος:- Ρε μαλάκα τι ακούγετε «μπα μπα μπαπ» κατω απο το αμάξι;
Αλέκος:- Πουτσομούρες θα είναι ρε!
Got a better definition? Add it!
Γυναικείο στήθος. Χρησιμοποιείται συχνά για μεγάλα γυναικεία στήθη.
-Ρε 'συ, κοίτα κάτι μπουρμπούλια που έχει αυτή!
-Ναι ρε 'συ, είναι τεράστια!!!!
Βλ. και σχετικό λήμμα βυζόμπαλο
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα που πάει με ΑΠΑΝΤΕΣ.
-Φίλε, εχθές γάμησα τη Μαρία. Εντωμεταξύ αυτή, έχει πάει με τον Πέτρο, τον Κώστα, το Δημήτρη, τον Αντρέα, τον Τάσο, ακόμα κι ο μανάβης της γειτονιάς την έχει πηδήξει.
-Ποια Μαρία λες ρε; Αυτή που της είχα ξεσκίσει τα βάρδουλα προχθές και την ίδια ώρα έπαιρνε τσιμπούκια από το Μιχάλη; Σου λέω είναι τσουτσουνοπαίρνοβα η γκόμενα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Την πουτσίσαμε: Πήραμε τα παπάρια μας, είμαστε για τον πούτσο, συνώνυμο Εθνική Ελλάδος EURO 2008.
Τον ήπιαμε κι απ΄τους Ισπανούς, άσε φιλαράκι, την πουτσίσαμε φέτος άγρια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Tον ήπιαμε: Πήραμε τον πούλο καθώς πίναμε φραπέ (μπορεί να συμβεί μόνο σε Έλληνες).
Our secret combination πιπα κώλο εμπλοκή
η γλώσσα μας μεγάλη μα η πούτσα μας μικρή
αντί για την Ευρώπη υποκλιθήκαμε εμείς
στα τέσσερα μας στήσαν, μας ξεσκίσαν εξαρχής
βλ. και τιμημένο, το
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη που προσδιορίζει την για τον πούτσο γκόμενα, αναφέρεται για άσχημες γυναίκες, τόσο σε θέμα χαρακτήρα, αλλά κυρίως εμφανισιακά.
Συνώνυμο με τις λέξεις: πουτσομούρα, μπάζο, πατσαβούρα.
Ου μωρή πέτσα πάρε πούλο μη σε σαπακιάσω στο ξύλο!!!
Got a better definition? Add it!
Το μουνί, στα Κυπριακά. Προφέρεται sheestos, και πιθανότατα να ετυμολογείται από την λέξη σχισμή.
Βλ. επίσης: πούττος.
«Κανείς δε μιλάει στη γυναίκα μου έτσι! ΘΑ ΤΟΝΕ ΣΚΟΤΩΣΩ ΤΟ ΜΑΛΑΚΑ, ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΙΣΤΟ ΜΟΥ ΓΑΜΩ, ΠΟΥΝ' ΤΟΣ Ο ΜΑΛΑΚΑΣ, ΠΟΥΝ' ΤΟΣ;» (Καλαμαρίστικη απόδοση κυπριακού θυμού εξεφραζόμενου με λέξεις.)
«Κανένας εν μιλά στη γενέκαν μου έτσι. Εν να τον ισκοτώσω τον μαλάκαν γαμώ τον σσιήστο μου γαμώ. Πούν' τον μαλάκα, πούν' τον;» (Πιστή απόδοση του πιο πάνω θυμού στα κυπριακά –εκτός αν ο Κύπριος άρχισε να καλαμαρίζει για να τον καταλαβαίνει η γκόμενα και να μην ξενερώνει στο κρεββάτι).
(Από δαμέ)
Got a better definition? Add it!
Φαλλοκρατικός χαρακτηρισμός γυναίκας που κάνει τα πάντα, απλώς και μόνο για να εξασφαλίσει τη συνουσία. Η γενική πτώση του ανδρικού μορίου δεν χρησιμοποιείται υπό μορφή γενικής της ιδιότητας (π.χ. λόγια του κώλου, υπηρεσία της πούτσας), αλλά ως αντικείμενο.
Ο χαρακτηρισμός «ζητιάνα» τονίζει την έντονη ανάγκη απόκτησης του ζητούμενου. Εναλλακτικά συναντάται και ως «ζητιάνα του πέους».
Συγγενής έκφραση, βλ. λήμμα τσιμπουκοζητιάνα, η.
Σχόλιο καβλιάρη χρήστη του διαδικτύου:
Τέτοια ζητιάνα του πέους δεν έχει ξαναγνωρίσει η Σαντορίνη. Στην αρχή της έβαλα δαχτυλάκι στο υγρό και καθόλου αφιλόξενο μουνάκι της.
Σχόλιο από διαδικτυακή συζήτηση:
Πόσο σόκ μπορείς να πάθεις όταν ανακαλύπτεις ότι ο μέχρι πρότεινος αγαπημένος σου είναι μια φτηνή και άχρηστη ζητιάνα της πούτσας;
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified