Selected tags

Further tags

Όρος λεξιπλαστικός, ο οποίος χρησιμοποιείται για γυναίκες ελαφρών ηθών που παράλληλα με τη δουλειά τους αρέσκονται στην χρήση διαστροφικών τρόπων συνεύρεσης. Το «μαλακοπουτανιάρα» είναι απλώς χαριτωμενιά.

(διάλογος ανδρών) -Την ξέρεις την Τάνια από το κάτω διαμέρισμα;;;; -Όχι! -Μιλάμε, τρελή μαλακοπουτανιάρα η τύπισσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κωλόμπαρο, το μπαρ δηλαδή που εργάζονται ιερόδουλες.

-Θα 'ρθει και ο Γιάννης μαζί μας το βράδυ. -Άντε επιτέλους, μήπως βρει και καμιά κοπέλα γιατί έχει κάνει το κωλάδικο της γειτονιάς δεύτερο σπίτι του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο γενικότερο κλίμα καλού και άφθονου μουνιού σε ένα μέρος... Το κλίμα που σπανίζει δηλαδή.

Πήγα σ' αυτό το πάρτυ με την δικιά μου χθες και γινόταν της τουμπανίασης... Έπρεπε να την αφήσω σπίτι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εθισμός στον πούτσο. Αχόρταγη προσήλωση σε οτιδήποτε έχει το τρίτο και το μακρύτερο... Όπως ο αλκοολισμός, είναι το αίτιο καταστροφής πολλών σχέσεων και οικογενειών.

Συνωνυμα: πουτσοaddicted, τσουποcholic

- Θέλω την πούτσα του Μάκη, του Σάκη, του Τάκη, του Λάκη +........+ Κωστάκη, αλλά ρε συ... θέλω και του Γιωργάκη... Ειμαι πουτσοcholic;
-Ξεκόλλααααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Στον πούτσο μου»... λίγο πιο μάγκικα και άνετα.

(Απλός τύπος): Αν σε είδε, αυτό ήταν... τελείωσαν όλα...
(Μάγκας τύπος, άνετος): Πότσομο...

σκανδιναβικό? (από MXΣ, 26/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ωραία γκόμενα που είναι σκύλα και σε φτύνει και που συνήθως είναι ανοργασμικιά ή εργασιομανής ή λεσβία ή top model.

- Η Kate Moss είναι πολύ παγόμουνο.

(από Galadriel, 28/02/09)Ήλιος χειμωνιάτικος ψυχρός (από Dirty Talking, 20/03/09)

βλ. και κρυομούνα, ice queen

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας. Τόσο πολύ όμως που... έχει καταντήσει να τη βροντάει (τη χτυπάει δυνατά... χάμω ή οπουδήποτε αλλού!!!).

Ρε μαλάκα τι κάνεις κλεισμένος σπίτι; Ψωλοβροντάς όλη μέρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «cocksucker», δηλαδή πουτσογλείφτης. Χρησιμοποιείται κυρίως από τους Έλληνες της Αμερικής, με την έννοια, όπως στα Αγγλικά, του «μαλάκας».

  1. Έλα 'δώ ρε κακσάκα να σε γαμήσω.

  2. Είδες τον κακσάκα πώς κοιτάζει την αδελφή σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος όμοιος με το «κακσάκας» (από το αγγλικό «cocksucker»), αλλά βαρύτερος.

- Νά τον κακσάαααακαρα που είπε την αδελφή μου πουτάνα μπροστά σ' όλους. Άντε, μάζεψε τα δόντια του άμα τελειώσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη έκπληξη, κάτι το απρόσμενο, κάτι το φοβερό.

- Καλά ε!! την είδα κι έπαθα μουνόπλακα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified